Απόσταγμα μνήμης οδυνηρών παθών

Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.

            Δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη παράστασή του (1997), το θέατρο του Νέου Κόσμου επανέρχεται στο εμβληματικό έργο «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου, με το οποίο θεμελίωσε την μετέπειτα συνεπή και ουσιαστική στα θεατρικά πράγματα πορεία του.

Το κείμενο της πολύπλευρης Σμυρνιάς διανοούμενης – «μια ανάγνωση της ιστορίας από κάτω», από την πλευρά, δηλαδή, των ηττημένων – ενορχηστρωμένο σε ενιαίο σύνολο με βάση τις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες απλών ανθρώπων, που βίωσαν το πένθος της νεώτερης εθνικής μας τραγωδίας, ανασκάπτει με τρόπο λιτό, καίριο και ουσιαστικό οδυνηρές μνήμες μιας παρατεταμένης περιπέτειας, μέσα από την οποία διήλθε ο ελληνισμός του εικοστού αιώνα: από τη γενοκτονία των Ποντίων και τον ξεριζωμό της Μικρασίας μέχρι τη γερμανική Κατοχή και τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο.

Όπως στις «Τρωάδες» και την «Εκάβη» του Ευριπίδη έτσι και στον «Κοινό Λόγο» της Έλλης Παπαδημητρίου, το βήμα ανήκει στις γυναίκες, καταλληλότερες να διεκτραγωδήσουν τη θλίψη της προσφυγιάς και την οδύνη της απώλειας, είτε ως μάνες και σύζυγοι, είτε ως αδελφές και ερωμένες αλλά και πειστικότερες να αρθρώσουν λόγο συνταρακτικό και μοιρολόι μακρόσυρτο ως αμέτοχες στο «ανδρικό παιγνίδι», που λέγεται πόλεμος.

Πέντε ανώνυμες λαϊκές γυναίκες, που η ζήση τους συνδέθηκε με κρίσιμες στιγμές της νεώτερης ιστορικής διαδρομής μας, λεηλατημένες από την απώλεια αγαπημένων προσώπων, ιστορούν με μνήμη βιωμένη και όχι αναπαραγωγική – γι’ αυτό και βασανιστική – αλλά και με τη δύναμη της αμεσότητας και του αυθορμητισμού του προφορικού λόγου όσα είδαν και έπαθαν με κουράγιο και αξιοπρέπεια, παραμένοντας όρθιες παρά τις συμφορές και τις καταδρομές της τύχης.

Η κατάδυσή τους στη μνήμη γίνεται λόγος τραγικός, σπαρακτικός και λυτρωτικός για τις ίδιες αλλά και τους θεατές – ένα γλυκόπικρο θρόισμα στις ψυχές τους – και το τραγούδι τους μια συγχορδία πόνου, ένας συνεκτικός λυγμός για το αδικοχαμένο αίμα, τα δεινά και τους κατατρεγμούς του ελληνισμού, που ενοποιεί τους τόπους της συμφοράς από τον Πόντο, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί έως το Γουδί και τα Γιούρα.

Και είναι αυτό ακριβώς που δικαιώνει όχι μόνο τον τίτλο του έργου αλλά και τον βαθύτερο στόχο της Έλλης Παπαδημητρίου, να αναχθεί δηλαδή το ατομικό και μονοφωνικό σε συλλογικό και πολυφωνικό, να μεταδοθεί το πάθος των γυναικών ως εμπειρία μιας κοινής και αλληλέγγυας μοίρας, να καταγραφεί το βίωμά τους ως οδοιπορικό μιας συμπάσχουσας και συγκλαίουσας ψυχής.

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος – με προσφυγικές ρίζες ο ίδιος – αντιμετώπισε με ανανεωμένη ματιά και ιδιαίτερη ευαισθησία τον «Κοινό Λόγο», οργανώνοντας μια παράσταση γνήσια, αυθεντική και αψιμυθίωτη, απόλυτα σύστοιχη και εναρμονισμένη με τις αρετές της προφορικότητας του κειμένου. Κανένα σκηνοθετικό τερτίπι ή περιττό εύρημα δεν διέσπασε την αφοπλιστική φυσικότητα και αμεσότητα του ρέοντος, λαϊκού αφηγηματικού λόγου.

Με φόντο το σκηνογραφικό περιβάλλον μνήμης, που διαμόρφωσε ο Αντώνης Δαγκλίδης – ένα παρατακτικό κολλάζ με φωτογραφίες σκοτωμένων και τα καντηλάκια τους – πέντε άξιες ηθοποιοί ζωντάνεψαν τις ιστορήτριες – αφηγήτριες της Έλλης Παπαδημητρίου, προσφέροντας τα εξαιρετικά ερμηνευτικά και μουσικά τους κοιτάσματα γνήσια και αφειδώλευτα. Πουθενά στην υποκριτική τους κούφια λόγια και κούφιος πόνος αλλά έγνοια για δημιουργία ρευστής συγκίνησης. Υιοθετώντας το μετωπικό παίξιμο προς ανάδειξη του προσωπικού βιώματος αλλά και μη εγκαταλείποντας τη μεταξύ τους αμοιβαία απεύθυνση με στόχο την ανέλιξη του συλλογικού δράματος, κατέθεσαν ερμηνείες ψυχής.

Ο αυστηρός και αφυδατωμένος σπαραγμός της Μαρίας Κατσανδρή συνάντησε αντιστικτικά τον πληθωρικό μουσικό λυγμό της Ελένης Κοκκίδου, προσανατολισμένης σε μια εσωτερικότερη ερμηνεία από εκείνη, με την οποία τη γνωρίσαμε στη «Γυναίκα της Πάτρας». Η ατόφια λαϊκότητα και δωρικότητα της Μαρίας Ουζουνίδου διασταυρώθηκε με τη δροσερή και αλαφροΐσκιωτη υποκριτική αύρα της Τάνιας Παλαιολόγου. Τέλος η στέρεη σκηνική παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου σφράγισε τη σκηνική ατμόσφαιρα, ισορροπώντας χαρισματικά ανάμεσα στο τραγικό και το ιλαρό, το αρχετυπικό και το οικείο.

Τα τραγούδια τους, που πάντρευαν μουσικούς δρόμους Ανατολής και Δύσης – επιλεγμένα από τον Κώστα Βόμβολο – διαδραμάτισαν παρηγορητικό ρόλο και ενίσχυσαν αποτελεσματικά την αίσθηση του κοινού πόνου και του συλλογικού δράματος.

Ένα επώδυνο οδοιπορικό του ελληνικού εικοστού αιώνα, που συγκίνησε και προβλημάτισε τον θεατή. Μια αφορμή για δάκρυα και περίσκεψη…

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (16/09/2013)

 

Η Χριστίνα Κόκκοτα γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Γράφει κριτική θεάτρου από το 1992. Κείμενά της φιλολογικού και θεατρικού περιεχομένου αλλά και ευρύτερου προβληματισμού έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Πελοπόννησος και Τα Νέα και στα περιοδικά Αχαϊκά και Πολύπτυχο. Έχει χρηματίσει μέλος του Δ.Σ. του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Φεστιβάλ «Θεσμός Αρχαίου Δράματος», κριτικών επιτροπών στους Πανελλήνιους Πολιτιστικούς Μαθητικούς Αγώνες. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Αχαϊκά. Από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ (συλλογή θεωρητικών θεατρικών κειμένων) και το 2012 το βιβλίο της ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ι. ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΣ.