της Χριστίνας Κόκκοτα
φιλολόγου, θεατρολόγου
Σε μια εποχή βαθιάς ύφεσης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, πτωχοποίησης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, και συγκέντρωσης των αγαθών στην κατοχή ανθρώπων κατά κανόνα ανέντιμων και καιροσκόπων, ο αριστοφανικός «Πλούτος» αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρος και αγέραστος μέσα στον χρόνο.
Τοποθετώντας την υπόθεση της στερνής του κωμωδίας στη μεταπολεμική Αθήνα της παρακμής (388 π.Χ.) – ο Πελοποννησιακός πόλεμος έχει τελειώσει, οι υπεύθυνοι για την τραγική κατάληξή του (404 π.Χ.) δεν ζουν πια και οι διάδοχοί τους αδυνατούν να μεταστρέψουν το μίζερο μεταπολεμικό τοπίο της πόλης, αφήνοντας αναξιοποίητες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και καταδικάζοντας σε φτώχεια τα αγροτικά στρώματα της αθηναϊκής κοινωνίας – ο ρομαντικός ποιητής καταφεύγει για μια ακόμα φορά στην πολιτική φαντασίωση και την κοινωνική ουτοπία.
Το αριστοφανικό όνειρο τούτη τη φορά συμπυκνώνεται στην άποψη ότι η φαύλη κατάσταση των δημοσίων πραγμάτων θα ανατραπεί και η κακή κατάσταση του κόσμου θα αρθεί αν ο τυφλός Πλούτος – τιμωρημένος από τον Δία – βρει τη γιατρειά του και αναβλέποντας προσφέρει τα αγαθά του στους άξιους, τους έντιμους και ηθικούς πολίτες της εργασίας και του μόχθου. Με τρόπο υπερβατικό το «θαύμα» συντελείται και η οικονομική δικαιοσύνη αποκαθίσταται, εξοβελίζοντας τον αθέμιτο πλουτισμό, την άνιση κατανομή του πλούτου και τις κοινωνικές ανισότητες.
Αυτή η σαγηνευτική αριστοφανική ψευδαίσθηση δεν έχει μόνο διαχρονική αλλά και ηθική αξία. Διαχρονική, γιατί υπερβαίνοντας το συγκεκριμένο χωρόχρονο στο οποίο κυοφορήθηκε, αφορά το αιώνιο και πανανθρώπινο αίτημα για άρση της οικονομικής αδικίας. Ηθική, γιατί αντιλαμβάνεται την απορρέουσα από τον πλούτο «ευζωΐα» ως αντίδωρο του ήθους και της εντιμότητας των ανθρώπων.
Η άποψη αυτή εμπεδώνεται στο κείμενο του «Πλούτου» με τη σύντομη αλλά εμβληματική παρουσία της Πενίας, που προσωποποιεί όχι τη φτώχεια, που προτρέπει στην επαιτεία αλλά εκείνη, που υπερασπιζόμενη το Δίκαιό της και εγκωμιάζοντας τα αγαθά της ενώπιον του Χρεμύλου, παροτρύνει στη δουλειά και τη δημιουργία ως αντίβαρο στο εύκολο και γρήγορο κέρδος, στον άκριτο και ανεξέλεγκτο πλουτισμό.
Από δομική άποψη ο «Πλούτος» μπορεί να χαρακτηρισθεί έργο οριακό και μεταιχμιακό, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της Αρχαίας Αττικής κωμωδίας και τη μετάβαση στη Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου και των διαδόχων του. Έτσι το προσωπικό σκώμμα υποχωρεί, παραχωρώντας τη θέση του στη σάτιρα κοινωνικών φαινομένων και καταστάσεων, ο ρόλος του κωμικού χορού (κώμου) υποβαθμίζεται και οι λυρικές του παρεμβάσεις περιορίζονται, με την Παράβαση – το κατ’ εξοχήν εργαλείο για την άσκηση καυστικής κριτικής επί των πολιτικών πραγμάτων – να μην υφίσταται πια.
Με αυτοσαρκαστική διάθεση για την τετραπλή του παρουσία ως μεταφραστή και σκηνοθέτη, ηθοποιού και μουσικοσυνθέτη αλλά και με πρόθεση να διαμαρτυρηθεί για τον σκηνικό ευτελισμό του Αριστοφάνη κατά τα τελευταία χρόνια, ο Διονύσης Σαββόπουλος οργάνωσε μια λιτή και αυθεντική, λαϊκή και όχι λαϊκίστικη παράσταση του «Πλούτου», παίρνοντας τις αποστάσεις του από την επιθεωρησιακή αισθητική, που χρόνια τώρα πνίγει την αριστοφανική ποίηση αλλά και προβάλλοντας τις αντιστάσεις του στην άκριτη επικαιροποίηση των αριστοφανικών μηνυμάτων. Παρεμβατικός εύστοχα και μετρημένα, κατέθεσε ενώπιον του κοινού τη δική του Παράβαση για να εντοπίσει με νόημα ως Άγγελος-Εξάγγελος τα αίτια της σημερινής μας φτώχειας στη ευμάρεια μιας παρελθούσας ανεπιστρεπτί υλιστικής ζωής.
Η ανάληψη των ρόλων από εκλεκτούς μεν ηθοποιούς αλλά χωρίς κωμική αφετηρία και προϋπηρεσία όχι μόνο δεν φτώχυνε το παραστασιακό αποτέλεσμα αλλά και προσέδωσε στη στερνή αριστοφανική ουτοπία μια διαφορετική διάσταση, να ιδωθεί όχι ως καθαρόαιμη κωμωδία αλλά ως λανθάνουσα τραγωδία, ως λυγμός και χαρμολύπη για τη παρηκμασμένη Αθήνα της εποχής της και τη χρεωκοπημένη Ελλάδα του σήμερα.
Στο στερεότυπο στην αριστοφανική κωμωδία ντουέτο αφέντη – δούλου έλαμψαν χωρίς εκρήξεις εντυπωσιοθηρίας και περιττά μαλάματα αλλά με την ερμηνευτική τους καθαρότητα και μόνο ο Νίκος Κουρής ως αγροίκος και κουτοπόνηρος Χρεμύλος και ο Χρήστος Λούλης ως τετραπέρατος και καταφερτζής Καρίωνας. Ο ταλαίπωρος και χειραγωγούμενος από τις υλικές ορέξεις των θνητών Πλούτος του Μάκη Παπαδημητρίου -εξαίσια αμήχανος και εύστοχα χαμένος- ανέδειξε την αφοπλιστική αφέλεια, που χαρακτηρίζει το ρόλο στην αριστοφανική του αφετηρία.
Στο διευρυμένο από την σκηνοθεσία ρόλο της Πενίας ως ισχυρής νοηματικής αντίστιξης προς τον Πλούτο, η εξαιρετική Αμαλία Μουτούση πραγματοποίησε μια καθηλωτική εμφάνιση, περισσότερο ως τραγική παρουσία παρά ως κωμική ηρωίδα. Καίρια και αποτελεσματική υποστήριξε τον αντίποδα του Πλούτου με κύρος και αξιοπρέπεια, μέτρο και σύνεση αλλά και έναν καλοδεχούμενο διδακτισμό.
Χαριτωμένες κωμικές φιγούρες σκιαγράφησαν οι ενοχλητικοί επισκέπτες του Χρεμύλου (συκοφάντης, γριά, νέος, Ερμής, ιερέας) έπειτα από τη γιατρειά του Πλούτου και την ονειρική εγκατάστασή του ανάμεσα στους έντιμους ανθρώπους. Ξεχώρισαν με την παρουσία τους ο καιροσκόπος Ερμής του Ερμή Μαλκότση και η γεμάτη σκοτεινούς και ανευλαβείς πόθους ερωτιάρα γριά του Ευριπίδη Λασκαρίδη μαζί με τον βολεψιματία Βλεψίδημο του Σπύρου Τσεκούρα.
Με επιρροές αφομοιωμένες από την αισθητική του τσίρκου και της commedia dell’ arte τα πολύχρωμα κοστούμια και από τον κόσμο του Θεάτρου Σκιών το λαϊκού ύφους σκηνικό του Άγγελου Μέντη, μια σκηνή – πλατφόρμα ως τρισδιάστατη εκδοχή του παραδοσιακού μπερντέ, συνέβαλαν αποτελεσματικά στην παραγωγή ενός αυθεντικού παραστασιακού αποτελέσματος.
Μια παράσταση – καθαρτήριο της αμετρίας και της ακρισίας, με την οποία αντιμετωπίζεται η αριστοφανική παραγωγή τα τελευταία χρόνια.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (20/07/2013)