Αειθαλής σάτιρα της εξουσίας

της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.

            Από τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού ρεαλισμού ο Νικολάι Γκόγκολ γράφει σε ηλικία μόλις 27 ετών τον «Επιθεωρητή» (1836), μια τολμηρή σάτιρα του υπαλληλικού κατεστημένου της τσαρικής περιόδου, ένα έργο που παραμένει αειθαλές και αγέραστο μέσα στον χρόνο και κατατάσσεται στα αριστουργήματα όχι μόνο της ρωσικής αλλά και της παγκόσμιας δραματουργίας.

Ο ίδιος ο δημιουργός, καθορίζοντας το στίγμα του, γράφει: «Αποφάσισα να συγκεντρώσω στο έργο μου όλα τα σαθρά της Ρωσίας και τις αδικίες, που γίνονται εκεί όπου θα ’πρεπε να περιμένει κανένας την ανώτερη ανθρώπινη δικαιοσύνη» ενώ ο Ντοστογιέφσκι, αναζητώντας το μέτρο της αξίας της συνολικότερης προσφοράς του Γκόγκολ στη ρωσική λογοτεχνία, το εντοπίζει στο κλάμα κάτω από το γέλιο του, στην εφιαλτική σάτιρα κάτω από τη γελαστική του φάρσα, στη δραματική διαμαρτυρία του συγγραφέα για τη διαφθορά του λαού από την εξουσία.

Στον «Επιθεωρητή» του διοχετεύει ένα μέρος της επαναστατικής αντίδρασης, που φουσκώνει μέσα του για τις ατασθαλίες του τσαρικού καθεστώτος, μιας αντίδρασης όμως που δεν κατάφερε να εκδηλώσει πλήρως στη σύνολη παραγωγή του, όχι μόνο εξαιτίας της προσκόλλησής του στο πατριαρχικό περιβάλλον, στο οποίο μεγάλωσε αλλά κυρίως λόγω των θρησκοληπτικών αναζητήσεων, που τον κράτησαν δέσμιο τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Με μελαγχολικό χιούμορ αλλά και υποβόσκουσα πικρία, ο Γκόγκολ καταγγέλλει σ’ αυτή την τραγικά γελοία κωμωδία του το άθλιο πρόσωπο της ρωσικής επαρχίας, με τον ερχομό του Χλεστακώφ, ενός ψεύτικου επιθεωρητή της κρατικής διοίκησης. Σκιαγραφεί ανθρώπους της τοπικής εξουσίας παγιδευμένους στη διαφθορά, το ρουσφέτι και τη δουλοπρέπεια, που αιφνιδιάζονται από την έλευσή του στη μικρή τους πόλη, παραδομένους σε στρεψοδικίες και σε καταχρήσεις, αλλοτριωμένους από μικροκομματικές αντιλήψεις και μικροσυμφέροντα, που επιδίδονται σε κολακείες, αλληλοκατηγορίες και εξευτελισμούς μπροστά στον υποτιθέμενο ελεγκτή της κεντρικής εξουσίας.

Κατά τον ρώσο δραματουργό όλη αυτή η σήψη της επαρχιακής τσαρικής Ρωσίας όχι μόνο δεν αποσυνδέεται από τη διαφθορά της κεντρικής διοίκησης και της κρατικής γραφειοκρατίας αλλά ενθαρρύνεται και εκτρέφεται από αυτήν έτσι που το απόσταγμα της πικρής κωμωδίας του να ηχεί εύλογο: Όσο γιγαντώνεται η κρατική απολυταρχία, τόσο μικραίνει και συρρικνώνεται η συνείδηση του πολίτη. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση είναι που καθιστά τον «Επιθεωρητή» έργο εξαιρετικά σύγχρονο και οικουμενικό, που συνομιλεί με το σήμερα – αν και έχουν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες από τη σύνθεσή του (1836) – και το καταξιώνει με τη σφραγίδα του κλασσικού.

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, αν και στηρίχθηκε σε γερμανική μετάφραση του πρωτότυπου ρωσικού κειμένου, οργάνωσε μια ευθύβολη, ευφρόσυνη και εύρυθμη παράσταση, από την οποία δεν έλειψε η αυτοσχεδιαστική διάθεση τόσο σε λεκτικό όσο και σε κινησιολογικό επίπεδο. Είναι όμως ζητούμενο, αν η καθ’ υπερβολή ανάδειξη του φαρσικού στοιχείου επέτρεψε στον θεατή να αντιληφθεί ότι κάτω από την κωμική κρούστα των πραγμάτων υπολανθάνει ένα αδιαμφισβήτητα τραγικό υπέδαφος.

Στον ρόλο – καταλύτη του Χλεστακώφ, κατώτερου υπαλλήλου πλην όμως κομψευόμενου και επιδειξιομανούς, απατεωνίσκου και καιροσκόπου, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης απέδειξε ότι διαθέτει και κωμική στόφα, ανταποκρινόμενος στις πολλαπλές απαιτήσεις του κεντρικού ήρωα. Πλάι του ο Γιώργος Αρμένης, αειθαλής και αεικίνητος, έπλασε τον αδίστακτο και πανούργο Έπαρχο με εξαιρετική ενέργεια, θυμίζοντάς μας ψυχωμένες στιγμές του πλουσίου αριστοφανικού παρελθόντος του.

Το κουαρτέτο των διεφθαρμένων τοπικών αρχόντων του, Λιάπκιν-Τιάπκιν και Ζεμλιάνικα, Χλοπώφ και Σπέκιν υποστηρίχθηκε ευσυνείδητα και ευπρόσωπα από τους Γ. Ψυχογιό και Θ. Κατσαφάδο, Β. Ψωμά και Θ. Κουρλαμπά, ηθοποιούς έμπειρους και εκλεκτούς, που συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της περιρέουσας ατμόσφαιρας μαζί με το απόλυτα συντονισμένο γελαστικό δίδυμο των Κ. Κορωναίου και Κ. Γαβαλά στο ρόλο των κτηματιών Μπομπτσίνσκι. Με σκηνική αυτοπεποίθηση και ερμηνευτική ευφυΐα, που ξεπερνούσε το ρόλο του υπηρέτη Οσίπ κινήθηκε ο Μιχάλης Μητρούσης επιβεβαιώνοντας πλήρως την κλασσική ρήση «δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι ρόλοι αλλά μικροί και μεγάλοι ηθοποιοί».

Χωρίς να διολισθήσει στην παγίδα της καρικατούρας, η έμπειρη Αριέττα Μουτούση, ανέδειξε με μέτρο και σύνεση τον επαρχιωτισμό, την περιορισμένη ζωή και το πρωτευουσιάνικο όνειρο της νεανίζουσας Άννας Αντρέγιεβνα με γελοιογραφικά εξογκωμένες μούτες, πλην όμως ταιριαστές και καθόλου υπερβολικές για το σατιρικό ρόλο, ενώ η νεαρή, αν και όχι απείραχτη από τον κούφιο και ανήθικο κόσμο που την περιβάλλει, Μαρία Αντόνοβνα της σταθερά ανερχόμενης Δανάης Σκιάδη είχε σκέρτσο, χάρη και αμεσότητα.

Το ζωγραφιστό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, εναρμονισμένο με το κλίμα του έργου, παρέπεμπε συνυποδηλωτικά όχι μόνο σε πολυτελή γεύματα πρωτευουσιάνικων ορέξεων αλλά και σημειολογικά στις αρπακτικές διαθέσεις της διεφθαρμένης εξουσίας. Στην όψη της παράστασης προσέθεσαν θετικά με την ποιότητα της αισθητικής τους αλλά και την κομψότητα του ύφους τους τα κοστούμια εποχής του Γιάννη Μετζικώφ.

Μια καθαρή και έντιμη σκηνική ανάγνωση της δημοφιλέστερης κωμωδίας του Νικολάι Γκόγκολ, που λειτουργεί ως κάτοπτρο αποκαλυπτικό της κρατικής διαφθοράς και υποκρισίας πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (13/07/2013)

 

Η Χριστίνα Κόκκοτα γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Γράφει κριτική θεάτρου από το 1992. Κείμενά της φιλολογικού και θεατρικού περιεχομένου αλλά και ευρύτερου προβληματισμού έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Πελοπόννησος και Τα Νέα και στα περιοδικά Αχαϊκά και Πολύπτυχο. Έχει χρηματίσει μέλος του Δ.Σ. του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Φεστιβάλ «Θεσμός Αρχαίου Δράματος», κριτικών επιτροπών στους Πανελλήνιους Πολιτιστικούς Μαθητικούς Αγώνες. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Αχαϊκά. Από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ (συλλογή θεωρητικών θεατρικών κειμένων) και το 2012 το βιβλίο της ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ι. ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΣ.