Φαντασμαγορική παραγωγή της «Μύτης» του Shostakovich από Met

Σκηνή από την όπερα "H Μύτη" (φωτο: Metropolitan Opera)
Η σατυρική όπερα του Dimitri Shostakovich με τίτλο «Η Μύτη» (Нос, ‘Nos’) υπήρξε η πρώτη όπερα του συνθέτη, ολοκληρωμένη το 1928, όταν έκλεινε το είκοσι δύο του χρόνια (άρχισε τη σύνθεση του έργου, στα 20!). Και τι θαυμάσιο δημιούργημα! Μια από τις σημαντικότερες κωμικές όπερες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, γεμάτη θεατρικότητα, ρυθμικό σφρίγος, ιδέες, ξέχειλο από φαντασία και επιρροή διαφορετικών μουσικών υφών, διάφωνα μουσικά διαστήματα και συγχορδίες, τολμηρότατη αρμονία, αντίστιξη και ενορχήστρωση (οι φασαριόζικοι ηχητικοί όγκοι προκαλούν την αίσθηση υστερίας και πανικού). Ένα πολυστυλιστικό έργο, του οποίου το libretto (Yevgeny Zamyatin), εμπνέεται από την ομώνυμη νουβέλα του Nikolai Gogol και από σειρά άλλων έργων του ίδιου συγγραφέα. Πρωταγωνιστής είναι μια μύτη, που εγκαταλείπει το πρόσωπο του ταγματάρχη Kovalyov και ακολουθεί τη δική της πορεία. Σειρά σατυρικών επεισοδίων δίνουν την ευκαιρία στον Gogol να σχολιάσει με καυστικότητα την κρατική μηχανή και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τα γκροτέσκa, ειρωνικά, δεικτικά και παράλληλα τόσο ευαίσθητα, διαχρονικά και ανατρεπτικά γκογκολικά στοιχεία, ενεργοποιούν το μουσικό ένστικτο  του Shostakovich, ο οποίος λαξεύει ένα μουσικά και εκφραστικά ώριμο και ολοκληρωμένο αριστούργημα.

Σκηνή από την όπερα "H Μύτη" (φωτο: Metropolitan Opera)

Η παραγωγή της Metropolitan Opera (για την ακρίβεια, συμπαραγωγή της Met, του Festival d’Aix en Provence και της Opéra National de Lyon, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το 2010), την οποία παρακολουθήσαμε σε ζωντανή μετάδοση και στο πλαίσιο της σειράς «Met Live in Hd» (26/10, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας), έπεισε απόλυτα, μουσικά, σκηνοθετικά και εικαστικά. Μεγάλη μερίδα της επιτυχίας οφείλεται στον William Kentridge, διάσημο νοτιοαφρικανό εικαστικό και σκηνοθέτη, που υπέγραφε την παραγωγή. Ήδη κατά την πρώτη της παρουσίαση, είχε κερδίσει επαίνους και όχι χωρίς λόγο. Στενά συνεργαζόμενος και συνδημιουργώντας με τις Greta Goiris (κοστούμια), Sabine Theunissen (σκηνικά) και Urs Schönebaum (φωτισμοί), έστησε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη. Η τεχνική του κολάζ σπαραγμάτων εφημερίδων και εικόνων, οι ταχύτατα εναλλασσόμενες προβολές (Catherine Meyburgh, video compositor και editor), το παιχνίδι των σκιών, χρωμάτων, σχημάτων, επιγραφών στη ρώσικη ή αγγλική γλώσσα, αντικειμένων και μεγεθών, εμπνέονταν από την τέχνη της επονομαζόμενης ρώσικης πρωτοπορίας και συντελούσαν στην ανάδειξη της ασφυκτικά πιεστικής, σε στιγμές παράλογης και χαοτικής γραφειοκρατικής ατμόσφαιρας του έργου. Σου δινόταν η εντύπωση ότι παρακολουθούσες όνειρο, το οποίο διαδραματιζόταν κατά τη σταλινική εποχή που ζούσε ο συνθέτης.
Περίπου δύο ώρες, τόση είναι η διάρκεια της όπερας, χωρίς διάλειμμα, θαυμάζαμε την επινοητικότητα και ζηλευτή ιδιοφυία του νεαρού τότε συνθέτη. Οι τραγουδιστές στήριξαν τα στοιχεία του έργου με περίσσεια αφιέρωση και ταλέντο. Ειδικότερα,  ο βαρύτονος Paulo Szot, τον οποίον έχουμε θαυμάσει σε μεγάλους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου (πρόκειται για έναν από τους αρτιότερους σύγχρονους ερμηνευτές του Mozart), έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία την ρυθμικά απαιτητική παρτιτούρα. Έπαιξε και τραγούδησε με οίστρο και γοητεία. Ο τενόρος Andrey Popov, μπήκε στο πετσί του αστυνομικού επιθεωρητή, αποδίδοντας με άφθονη δόση μουσικοθεατρικής έντασης και νευρικότητας (ορθότερα, υστερίας και νευρωτισμού). Τον ρόλο της περιπατητικής μύτης κράτησε ο Alexander Lewis, καλλιτέχνης του μουσικού θεάτρου, που έχει διακριθεί για τις συμμετοχές του σε γνωστά musicals. Φρόντισε τόσο για την ενδιαφέρουσα κίνηση της μύτης (!) όσο και για την σωστή ερμηνεία του φωνητικού μέρους. Από τους πάμπολλους μικρότερους ρόλους ξεχωρίσαμε τους  Gennady Bezzubenkov (απολαυστικός γιατρός!), Ying Fang (κόρη της κυρίας Podtochina), Vladimir Ognovenko (Yakovlevich), Claudia Waite (Praskovya Osipovna) και Sergei Skorkhodov (υπηρέτης του Kovalyov), που τραγούδησαν και έπαιξαν με ιδιαίτερη ένταση και μουσικότητα.
Άξιος πολλών επαίνων ήταν η απόδοση του νεαρού αρχιμουσικού Pavel Smelkov (μαθητή των Ilya Musin και Mikhail Kukushkin), ενός από τους πλέον προικισμένους της σύγχρονης Ρωσίας, ο οποίος αντικατέστησε τον διάσημο συμπατριώτη και ομότεχνό του, Valery Gergiev, που περιμέναμε ότι θα διηύθυνε την παράσταση, σύμφωνα με διαφημιστικά έντυπα που είχαν κυκλοφορήσει (ο Gergiev είχε διευθύνει άλλες παραστάσεις στο πλαίσιο αυτής της πρόσφατης αναβίωσης). Ο Smelkov φρόντισε για την πιστή απόδοση της παρτιτούρας, τόσο απαιτητικής όσον αφορά στα πολύπλοκα και ταχύτατα εναλλασσόμενα ρυθμικά σχήματα, στις δυναμικές και στα φωνητικά μέρη. Ο ίδιος είναι και συνθέτης, γεγονός που τον διευκόλυνε ακόμα περισσότερο στην κατανόηση της πολυσχιδούς δομής της σοστακοβιτσιανής παρτιτούρας. Η ορχήστρα της Met, όπως συνήθως σε μεγάλη φόρμα, βρέθηκε στα σταθερά και ερμηνευτικά γόνιμα χέρια του.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ότι το κοινό που παρακολούθησε την εν λόγω όπερα, τόσο στην Αμερική, όσο και στην Αθηναϊκή της αναμετάδοση (κατάμεστη ήταν η αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας), υπήρξε φανερά πιο νεανικό από ότι συνήθως. Η σοβαρή, με τέχνη και σκέψη παρουσιασμένη πρωτοποριακή δημιουργία, πάντα έχει θέση στις καρδιές όλων των ηλικιών, αλλά κυρίως των νεαρότερων.

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.