τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.
Εἰκοστό έννατο 2013.
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ παρατηρήσεων γιὰ συγκεκριμένες ἐκδηλώσεις, θεωρῶ ἀνεκτίμητες τὶς συναυλίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Συγκροτήματος Σύγχρονης Μουσικῆς (ΕΣΣΜ) ὑπὸ τὸν Θόδωρο Ἀντωνίου, ἡρωϊκῶς ἐπιμένοντα μὲς στὰ ἐρέβη τῶν καιρῶν, ὅπου ἐπωφελούμενοι καὶ τοῦ οἰκονομικοῦ Ἀρμαγεδδῶνος, ἀσύδοτοι, κάποτε βαθύπλουτοι, ἐρασιτέχνες, συχνότατα μουσικῶς ἀπαίδευτοι, δικτατορεύουν ἄτεγκτα σύμπασα τὴν Ἑλληνικὴ Μουσική, φυτεύοντας σὲ καίριες θέσεις-κλειδιὰ ἐκλεκτούς τους μὲ ἀπόλυτες ἐξουσίες. ‘Αγνοοῦν ἰταμότατα τὸν ὄντως (ὄχι γιαλατζῆ) φιλόμουσο, ἀκόμη καὶ πρακτικὲς ἀνάγκες του, ἀφοῦ τοῦ ἐπιβάλλουν προκλητικὰ ἀγνοώντας τὴν τσέπη του, συγκοινωνιακὰ ὑποβαθμισμένες άθηναϊκὲς (;) ἐσχατιές. Ἀντὶ ψυχαγωγίας καψόνι καὶ ἀφαίμαξη…. Σὰν ἐπίλογο 54 ἐτῶν μαχόμενης μουσικῆς κριτικῆς δὲ μπορῶ νὰ φαντασθῶ καλλίτερο ἀπὸ τὸν τραγικότατο ὑστερνὸ χρησμὸ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν, τὸ 362 μ.Χ. στὸν Ὀρειβάσιο, προσωπικὸν ἀπεσταλμένο καὶ ἰατρὸ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου: Εἴπατε τῷ βασιλεῖ χαμαὶ πέσει δαίδαλος αὐλά· οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὺ παγάν λαλέουσαν· ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ…
Τελευταία λοιπὸν συναυλία τοῦ ΕΣΣΜ μὲ σπανιότατα ἀκουόμενα ἐν Ἑλλαδιστὰν ἔργων τοῦ μεγάλου ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ (1882-1971), ἐν πολλοῖς ἄγνωστα στὸν Ἕλληνα φιλόμουσο, μὲ εἰκαζόμενη ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση 100ετίας ἀπὸ τὴ θυελλώδη παγκόσμια πρώτη στὸ παρισινὸ Théâtre des Champs Elysées, 29.5.1913, τῆς «Ἱεροτελεστίας τῆς Ἀνοίξεως».
1) «Φανφάρα γιὰ ἕνα Νέο Θέατρο [Fanfare for a New Theatre] γιὰ δύο τρομπέτες: ἐγκαινίασε τὸ Θεάτρου Νέας Ὑόρκης, στὸ Lincoln Centre, στὶς 19.4.1964. Διάρκεια: οὔτε 3΄. Ἐκθαμβωτικὸ ἀντιστικτικὸ συνθετικὸ tour de force συναρπαστικὰ φευγαλέων διαφωνιῶν; μετατροπιῶν; ἀμφοτέρων; Ὅμως ἐξ’ ὄνυχος τὸν λέοντα δηλ. τὸ μεγάλο συνθέτη. Ἄριστα στοὺς τρομπετίστες Σπύρο Ἀρκούδη καὶ Φάνη Βερνίκο.
2) «Ἱεροτελεστία τῆς Ἀνοίξεως» (βλ. ἀνωτέρω), μεταγραφὴ γιὰ 2 πιάνα, τελείως ἄγνωστη στὴν τελευταία ἔκδοση (Λονδίνο, 2001) τῆς 29τομης μουσικῆς ἐγκυκλοπαιδείας Grove: ἀναφέρει (τόμ. 24, σσ. 557, 560) μόνον τὴ μεταγραφὴ γιὰ πιάνο μὲ 4 χέρια (1913). Αὐτὴν ἄλλωστε ἀνέφεραν καὶ οἱ σημειώσεις προγράμματος (Μᾶνος Παναγιωτάκης), ἀποσιωπώντας ἐκείνη ποὺ ἑρμήνευσαν οἱ Βίκυ Στυλιανοῦ καὶ Ἀνδρέας Ζαφειρόπουλος. Ἡμίωρη, οὐσιαστικὰ ἄκαρπη, βουτιὰ στὸ Διαδίκτυο ὁδήγησε στὸ ἐξώφυλλο δίσκου τοῦ 2006… ἀποσιωπουμένου ἐκδότου, μὲ μεταγραφὲς γιὰ 2 πιάνα τοῦ «Πετρούσκα» καὶ τῆς «Ἱεροτελεστίας» ―ἑρμηνεύουν οἱ Michael Boyd καὶ Joel Schœnfeld. Ἄψογη σὲ σφύζουσα ρυθμικὴ βακχεία καὶ λαμπερὸ ἦχο, νευρώδης, ρωμαλέα ἐκφορὰ τῶν δύο ἑλληνικῶν πιάνων. Ὅμως πρωταρχικὴ συνιστῶσα τοῦ ἀριστουργήματος, σύμφυτη μὲ τὴ μουσική, εἶναι τὸ ὀρχηστρικὸ ἠχόχρωμα. Τὸ πρωτόγνωρο ἄκουσμα ξένιζε, δὲν ἔτερπε. Πασίγνωστο ἔργο, φαινόταν «ἄγνωστο», ὄχι βέβαια ἄνοστο: δίχως ἴχνος μομφῆς σὲ λαμπροὺς ἑρμηνευτές, ἤθελα νὰ γνώριζα καὶ μιὰν ἐκτέλεση ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο ντοῦο πιάνων.
3) «Σεπτέτο» γιὰ κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, πιάνο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο (1952-53), α΄ ἐκτ. Οὐάσινγκτον 23.1.1954. Μόνο τὴν ἐμετικὴ Σουΐτα ἔργο 26 τοῦ Σαίνμπεργκ δὲ θύμιζε, ὡς ἀνέφερε τὸ πρόγραμμα. Στὸ α΄ μέρος σημειώθηκε ἡ κυριαρχία τοῦ κόρνου στὰ ἄλλα ὄργανα. Στὸ β΄, ἠ ἀρχή (σόλο κλαρινέτου) θύμισε Βέμπερν, ἀλλ᾽ ἀμέσως περάσαμε σὲ κλασσικούς ρυθμοὺς καί διατονικὰ μελῳδήματα. Στὸ γ΄ ὑποψιάστηκα ἥσσονα στιγμὴ μεγάλου δημιουργοῦ (ἀπροσδιοριστία στοχευμένης μουσικῆς σκέψεως;) ποὺ ὅμως διάπυρα ἐπιθυμῶ νὰ ξανακούσω. Τὸ ἔργο ἀνέπεμπε μᾶλλον στὸ Σεπτέτο Μπετόβεν καὶ στὸ Ὀκτέτο Σοῦμπερτ. Ἄψογη διεύθυνση-ἀνάγνωση Θ. Ἀντωνίου.
4) «Τρία κομμάτια» γιὰ σόλο κλαρινέτο (1918), α΄ ἐκτ. Ὠδεῖο Λωζάννης, 8.11.1919. Τὸ α΄, θεῖος ψίθυρος στὴ χαμηλὴ περιοχὴ (chalumeau) τοῦ ὀργάνου, τὸ β, στὴν ψηλὴ περιοχὴ θύμιζε μεταγενέστερες πτηνολογικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Μεσσιὰν (τότε 10χρονου πιτσιρικᾶ!), τὸ γ΄, γιὰ κλαρινέτο σὲ μι ὕφ., οἰονεὶ «πίκκολο», θύμιζε ρωσικὸ λαϊκὸ χορό. Πραγματικὸ διαμαντάκι σὲ ὑπέροχην ἑρμηνεία (Ἄγγελος Πολίτης).
5) «Ἱστορία τοῦ Στρατιώτη» (1918, α΄ ἐκτ. Λωζάννη 28.9.1918) γιὰ 3 ἠθοποιοὺς, χορεύτρια (ἐδῶ ἀποῦσα), κλαρινέτο, φαγκότο, κορνέτα, τρομπόνι, βιολὶ καὶ κοντραμπάσσο, κείμ. τοῦ Ἑλβετοῦ Charles Ferdinand Ramuz (1878-1947), μετάφραση Τούλας Τόλια. Πασίγνωστο ἀριστούργημα, σὲ ὁλοκάθαρη μουσικὴν ἐκφορὰ κάπως φτωχὴ σὲ λεπτὲς δυναμικὲς ἀποχρώσεις). Κατάλαβα μόλις 30% τοῦ κειμένου: ἀπήγγελαν οἱ Γιῶργος Μιχαηλίδης (Ἀφηγητὴς), Τρύφων Καρατζᾶς (Διάβολος, σχετικὰ εὐκρινέστερος) καὶ Στέλιος Μπαλτᾶς (Στρατιώτης). Ἄδικα ἀποφεύγω ἑλληνικὸ θέατρο πρόζας καὶ ἑλληνικὲς ταινίες; (Αἴθουσα ΔΜ, 5.11.2013).
――――――――――――