Ροσσίνι: «Σταχτοπούτα» στὴν ΕΛΣ, χλιαρή πλὴν ἐκτενῶς σχολιάσιμη!

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Εἰκοστό όγδοο 2013.

 

 

ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΑΥΤΟΥΣΙΑ ἀκριβῶς τὴν ἀρχὴ τῆς κριτικῆς μου («Τὸ Βῆμα», Πέμπτη, 10..2.1977) γιὰ τὴν πρώτη διδασκαλία τοῦ ἔργου στὴ Λυρική, 4 Φεβρ. 1977, μὲ πολὺ καλλίτερες διεύθυνση ὀρχήστρας (Πώλ Καπολονγκό), σκηνοθεσία (Γκρίσα Ἀζαγκάρωφ) σκηνικά (Νίκος Πετρόπουλος) καὶ μία μόνον ἀλλ’ ἀξιολογότατη, φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικὰ ἐπίδοση, τοῦ βαρυτόνου Ἀνδρέα Κουλουμπῆ (ὑπηρέτης Νταντίνι). Γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους, ἀκόμη καὶ μετακεκλημένους, φάλτσα εἰς τὸν κῦβον! Ἀπείρως καλλίτερη ἡ δεύτερη  διδασκαλία, 22.4.2003, (κριτική μου: «Ἐξπρές», 11.5.2003): τέλειες διεύθυνση ὀρχήσρας   (Κωνσταντίνος Καρύδης, σοφότατα κρατῶν ἀποστάσεις ἀπὸ τὴ μπόχα τοῦ Ἑλλαδιστάν),

σκηνοθεσία (Μάριο Κοράντι) σκηνικὰ-κοστούμια (Ἀλφρέντο Λοΐζι) καὶ πολὺ καλλίτερη διανομή: Κουλουμπῆς (ἐδῶ ὡς Ντὸν Μανίφικο), Φιδέλη (Ἀντζελίνα), «ἐπώνυμη» ἠρωΐδα, Χριστογιαννόπουλος (Νταντίνι), Στεφάνου (πρίγκιπας Ραμίρο) καὶ ἄλλοι, ἐπιπέδου καλοῦ, ὁμοιογενοῦς φωνητικά.

Ἀντιγράφω ἀπὸ «Τὸ Βῆμα», 10.2.1977, τὴν πρώτη παράγραφο ἐκπροσωποῦσα καὶ τὴ σημερινὴ ἐκτίμησή μου γιὰ τὸ ἔργο: «Πρωτανεβασμένη στὸ ρωμαϊκὸ θέατρο Valle, 25.1.1817, ἡ δίπρακτη «Σταχτοπούτα» τοῦ Ροσσίνι, σὲ λιμπρέττο Τζάκομο Φερρέττι, ἀπὸ τὸ πασίγνωστο παραμύθι τοῦ Περρώ, δανεισμένο ὅμως ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ Ἐτιέν (μελοποιημένο ἤδη τὸ 1810 ἀπὸ τὸ Γάλλο (Σ.Σ., σημερινή: μαλτέζικης καταγωγῆς) Νικολὰς Ἰζουάρ (1775-1818), ἀσφαλῶς δὲ βρίσκεται στὸ ὕψος τοῦ ἀνεπανάληπτου «Κουρέα» (πρώτη: Ρώμη, 20.2. 1816).  Κάποιες μακρηγορίες· ἐμποδίζουν τὴ θαυμαστὴ συμπόρευση καὶ συλλειτουργία δράσεως καὶ μουσικῆς, ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματα τοῦ «Κουρέα». Ἀριστουργηματικότερες σελίδες της θεωροῦνται ἡ εἰσαγωγὴ καὶ τὸ σεξτέτο. Ὅμως ἀνάμεσα στὶς ἐπιζῶσες ἀπὸ τὶς 41 ὄπερες τοῦ Ροσσίνι, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὶς σχετικὰ δημοφιλέστερες. Ἡ φινέτσα τῆς μελῳδικῆς ἐμπνεύσεως καὶ τῆς ἐνορχηστρώσεως, ἡ χάρη τῆς δύσκολης καὶ πλουσιότατης σὲ «κολορατοῦρες» φωνητικῆς γραφῆς, ἂν βροῦν ἑρμηνευτὲς ποὺ συνδυάζουν ὑψηλὴ δεξιοτεχνία μὲ εὐαισθησία, γίνονται ἀφρὸς σαμπάνιας ποὺ ρουφιέται ἄπληστα δίχως νὰ χτυπᾶ στὸ κεφάλι.»

Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι σημερινή. Θαρρεῖς καὶ ἀναφερόμουν στὴν μετὰ 33 χρόνια διανομή, ἀξιοπρεπέστατη βέβαια, μὴ πληροῦσα ὅμως τὴν ὡς ἄνω προϋπόθεση! Ἀρχίζουμε ἀπ’ αὐτὴν: ἡ Μαίρη Ἕλεν Νέζη μὲ θαυμάσιες ἐπιδόσεις στὴ μουσικὴ «μπαρόκ», ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ ροσσίνεια κοντράλτο-κολορατούρα, ὅπως ἡ παγκοσμίου φήμης Κερκυραία  ῞Ελενα Ἄνγκρη (1824-1886): ὠχρὴ χαμηλά, κράτησε τὶς δυνάμεις της γιὰ τὴν ψηλὴ περιοχή, καὶ γιὰ τὴν τελικὴ ἄρια τῆς συγγνώμης. Ἁπλῶς διεκπεραίωσε ἐντίμως τό ρόλο. Ὁμοίως καὶ ὁ τενόρος Ἀντώνης Κορωναῖος (πρίγκιπας Ντὸν Ραμίρο), φωνὴ ὡραίας ματιέρας,  ἀλλ᾽ ὄχ κραυγαλέα, μὲ ἐλάχιστες, συγγνωστὲς, τονικὲς παρεκκλίσεις στὶς κολορατοῦρες. Ἐπαρκὴς φωνητικά, ἐπαρκέστερος ὑποκριτικά ὁ Κάρλος Ἐσκιβέλ (Ντὸν Μανίφικο, πατριὸς Σταχτοπούτας).  Ἐπίσης ἐντίμως «διεκπεραιωτικές» οἱ κακὲς ἀδελφὲς Χλωρίνδα καὶ Θίσβη (ὄχι…Τίσμπε: ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ὄνομα εἶναι! ἀπαντᾶ καὶ στὸ σαιξπήριο «Ὄνειρο Καλοκαιρινῆς Νύχτας»!). Καλλίτεροι ὅλων α) ὁ Πέτρος Μαγουλᾶς ὡς Alidoro, παιδαγωγὸς τοῦ πρίγκιπα, μὲ φωνὴ ρωμαλέα, σωστὴ καὶ ἁπαλότατη καὶ ἀνάλογη ὑποιριτική, ἰδίως στὴν α΄ πράξη, 6η σκηνή. (Παρένθεση: τὸν γράφουμε στὸ ἰταλικὸ πρωτότυπο ἐπειδὴ ἡ τρισηλιθίως ἀνεπαρκὴς νεοελληνικὴ μεταγραφή διαβάζεται   d, nd ἢ καὶ  nt: νὰ τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπασχολεῖ ὑπεραιωνόβιους ἢ καὶ μακαρίτες γλωσσοκτόνους ποὺ κατάφεραν νὰ ἐπιβάλλουν νομοθετικὰ τὸ μονοτονικό). β) ὁὉ Νταβίντ Ραμίρεθ  (Dandini, ὑπηρέτης τοῦ πρίγκιπα Ραμίρα  ποὺ παίρνει τὴ θέση του). Διεύθυνση ὀρχήστρας: ὁ Γιῶργος Πέτρου, ἀσφαλῶς ἐπαρκέστατος, ἄψογος σὲ συγχρονισμούς, ἀλλὰ μὲ κλίμακα δυναμικῆς ὅλως ἀκατάλληλη γιὰ τὴ μικρὴν αἴθουσα (θορυβώδη φορτίσσιμι καὶ ροσσίνεια…μὴ crescendi, δηλαδὴ χωρὶς τὶς συμμετρικὰ βαθμιαῖες  κλιμακώσεις ἀπὸ τὸ πιανίσσιμο στὸ φορτίσσιμο ποὺ δηλοῖ ὁ ὅρος: αὐτὴ ἡ ἀνάγνωση ὑπερτόνισε μακρηγορίες τοῦ ἔργου, ὑπαγορεύοντας συσχετισμούς του ἀκόμη καὶ μὲ τὴν ὄπερα «μπαρόκ», καίτοι ἀγνοοῦμε ἂν καὶ πόσο τὴν γνώριζε ὁ Ροσσίνι. Ἄμεμπτη διεύθυνση χορῳδίας Ἀγαθάγγελου Γεωργακάτου. Ὁπωσδήποτε ἡ ἀσυνήθιστη αὐτὴ  ἀνάγνωση τῆς παρτιτούρας,  ἀνέδειξε ἰδιαίτερα τὴ μπαλλάντα τῆς Σταχτοπούτας Una volta c’ era un re (Μιὰ φορὰ ἦταν ἕνας βασιληᾶς),  οἰονεὶ «ἐξαγγελτικὸ μοτίβο» της.

Last but not least (ἀγγλιστί: τελευταῖο ἀλλ’ ὄχι ἔσχατο), ἡ σκηνοθεσία (Ροδούλα Γαϊτάνου). Ὅσο κι᾽ ἂν ἡ μονάκριβή μας ὄπερα, ἐπιβάλλει τὴν ὕπαρξη πειραματικῆς σκηνῆς σὲ πλήρη λειτουργία, προωθοῦσα νέους καλλιτέχνες,  τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας θεατρικῆς περιόδου μὲ μιὰν ἄγνωστη σὲ μᾶς νέα σκηνοθέτιδα, παρὰ τὶς ἀξιοσημείωτες σπουδὲς καὶ ἐπιδόσεις ποὺ ἀναφέρει τὸ βιογραφικό της, ἦταν σφάλμα. Ἡ νέα, σωστὰ στὸ εἰσαγωγικό της σημείωμα θεωρεῖ τὸ ἔργο ἐκπρόσωπο ἀξιῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὡς ἕνα σημεῖο, ἦταν ἀναμενόμενο νὰ μιμηθεῖ τοὺς ἀνὰ τὴν ὑφήλιο ὀλετῆρες… σκηνοθέτες ἑτεροχρονιστὲς τῶν λιμπρέτων: così fan tutti e…tutte, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸ Μότσαρτ. Μεταφέροντας τὴν ὑπόθεση στὸ 1929 τοῦ Κρὰχ, μὲ ξεθυμασμένα κρυπτοαριστερίστικα ἀμπελοκοινωνιολογικὰ (κατὰ τὸ ἀμπελοφιλοσοφικά…) τερτίπια, παρ’ ὅλες τὶς ἀλλαγὲς τῶν σκηνικῶν, ἁπλῶς τὴν καθήλωσε στὸ…σημείωμά της. Τῆς ἀναγνωρίζουμε προθυμότατα τὴν ἰκανότητά της νὰ κινεῖ εὐφυέστατα ἐπὶ σκηνῆς μονῳδοὺς καὶ σύνολα, πάνω στὰ ὡραῖα πλὴν τελείως ἄσχετα καίτοι λειτουργικότατα σκηνικὰ (τὸ ἄχρηστο σὲ θέατρο τοῦ 1929 ἐργοστασιακὸ φουρνέλο ποὺ φρόντιζε ἡ Σταχτοπούτα, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ παρατσοῦκλι της μεταμορφωνόταν σὲ ἀνθροσκέπαστο κῆπο πριγκιπικῆς ἐπαύλεως) καὶ τοὺς φωτισμοὺς τοῦ Simon Corder. Εὐστόχως ἄστοχα ἢ ἀστόχως εὔστοχα καὶ τὰ κοστούμια τῆς Ἀλεξίας Θεοδωράκη: οἱ ἐργάτες μὲ τὶς τραγιάσκες, πλάϊ σὲ αὐλικοὺς ἄλλους ντυμένους σὰ γκρούμ ξενοδοχείων καὶ ἄλλους μὲ σμόκιν, μόνο θυμηδία προκαλοῦσαν. Οὔτε κἂν συσχετίστηκαν μὲ τὸ ἔργο, ποὺ παρακολουθήσαμε τόσο ἄνετα ὅσα ἐπέτρεπε ἡ πάντως εὐσυνείδητη μουσικὴ ἑρμηνεία! («Ὀλύμπια» 30. 10.2013· πρώτη: 25.10.2013.)

――――――――――――