Το 1832 ο Victor Hugo παρέδωσε το θεατρικό του έργο Le roi s’amuse (Ο Βασιλιάς διασκεδάζει), που στην εποχή του, για πολιτικούς λόγους, είχε λογοκριθεί. Οι επικριτές βρήκαν ότι περιείχε αρνητικές αναφορές στο πρόσωπο του Βασιλιά Φραγκίσκου Α’ της Γαλλίας. Ο συγγραφέας αναζήτησε τη δικαίωσή του στα δικαστήρια, έχασε, αλλά έγινε διάσημος μέσα από τον αγώνα του για την ελευθερία του λόγου στη Γαλλία.
Όταν πολλά χρόνια αργότερα, στα 1850, το λυρικό θέατρο La Fenice της Βενετίας, ανέθεσε στον Giuseppe Verdi τη σύνθεση ενός νέου μελοδράματος, εκείνος μετά από σύντομη εξέταση διαφόρων άλλων θεατρικών έργων, με ενθουσιασμό στάθηκε στο δημιούργημα του Hugo, μολονότι γνώριζε τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει ο συγγραφέας για την παρουσίασή του και ότι η πολιτική αστάθεια της δικής του εποχής, δεν θα ευνοούσε ούτε τον ίδιο. Εντούτοις, συνεργαζόμενος με τον λιμπρετίστα Francesco Maria Piave, προχώρησε στη σύνθεση της σήμερα διάσημης όπεράς του, με τίτλο Rigoletto, που στρέφεται γύρω από την άσωτη ζωή του Δούκα της Μάντοβα, τον γελωτοποιό του, Rigoletto, και την κόρη του γελωτοποιού, Gilda. Η φοβερή κατάρα του εξοργισμένου Κόμη Monterone, στην αρχή της όπερας, πέφτει σαν αστροπελέκι προκαλώντας τη μοίρα που με τη σειρά της παίζει ένα τραγικό παιχνίδι για τον γελωτοποιό και την όμορφη κόρη του. Η όπερα του Verdi παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στη σκηνή του La Fenice, στις 11 Μαρτίου 1851. Έκτοτε ανήκει στα πιο αγαπητά μελοδράματα του διεθνούς ρεπερτορίου.
Στις 17/2 (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), παρακολουθήσαμε μαγνητοσκοπημένη μετάδοση του Rigoletto από τη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης. Η παράσταση είχε δοθεί μόλις μια μέρα νωρίτερα (16/2) κερδίζοντας τα θετικά σχόλια κοινού και κριτικών.
Πιο συγκεκριμένα, για την εν λόγω παραγωγή επιστρατεύτηκε ένα σεξτέτο από τους αρτιότερους σύγχρονους ερμηνευτές των ρόλων: Diana Damrau (Gilda), Piotr Beczala (Δούκας), Željko Lučić (Rigoletto), Štefan Kocán (Sparafucile), Robert Pomakov (Monterone) και Oksana Volkova (Maddalena).
Η Damrau ερμήνευσε τον ρόλο της άτυχης κόρης του Rigoletto με μεγάλη εκφραστική αμεσότητα, ξεχωριστή μουσικότητα και ωραίο φωνητικό τίμπρο. Αρκετές στιγμές διαπιστώναμε ότι τραγουδούσε τις άριες (ειδικά την Gualtier Maldè!… Caro nome) με εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια του φραζαρίσματος που θα εφήρμοζε στην ερμηνεία ενός Lied. Βρήκαμε ότι η όμορφη σοπράνο απέδωσε την αγνότητα και αγγελική διάθεση της ηρωίδας με λαμπρό τρόπο. Έξοχα υπήρξαν τα pianissimi της στην τελική σκηνή, όταν αποχαιρετούσε τον πατέρα της και τα εγκόσμια.
Ο Lučić κράτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο με την απαιτούμενη ένταση και έμπειρη γνώση. To legato του και η χαρακτηριστική, ιδιωματική ιταλική δομή του τραγουδιού του, ήταν στοιχεία άξια επαίνων. Κατά την τελική κλιμάκωση του ρόλου, όταν βλέπουμε τον ήρωα να θρηνεί πάνω από το σώμα της κόρης του που ξεψυχά, κρίθηκε συγκινητικός μέσα στον πατρικό αγωνιώδη πόνο.
Ο Beczala πρόσφερε έναν Δούκα καλοστημένο, φωνητικά φρέσκο και βέβαιο, όπως και υποκριτικά εύστοχο, τονίζοντας την πιο συμπαθητική πλευρά αυτού του ανήθικου χαρακτήρα.
Ο Kocán εντυπωσίασε με τα πλούσια φωνητικά του προσόντα (στιβαρή φωνή μπάσου, πλούσιων ηχοχρωμάτων, με ιδιαίτερη χροιά), προτείνοντας έναν σκοτεινό, ψυχρό και αδίστακτο πληρωμένο δολοφόνο. Δίπλα του, η Volkova, υπήρξε πειστική στην ενσάρκωση της συναισθηματικής αδελφής του, που ερωτεύεται τον Δούκα και παρακαλεί τον αδελφό της, να του χαρίσει τη ζωή.
O Pomakov ήταν τρομακτικός ως Monerone και η κατάρα, στην πρώτη πράξη, αποδόθηκε με μεγάλο μένος. Η χορωδία τραγούδησε με ετοιμότητα και brio.
Ο Ιταλός Michele Mariotti, ένας από τους επιφανέστερους νέους μαέστρους όπερας, επέδειξε ευαισθησία απέναντι στα ζητούμενα του Verdi και διηύθυνε με προσοχή απέναντι στις φωνές και διάθεση ανάδειξης της αριστοτεχνικής ενορχήστρωσης της παρτιτούρας.
Ο σκηνοθέτης Michael Mayer, γνωστός για τις βραβευμένες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές του (A Home at the End of the World, Flicka και Smash), όπως και για τις επιτυχημένες παραγωγές του στο Broadway (λ.χ. The Lion in Winter, Triumph of Love και American Idiot), μετέφερε την πλοκή του έργου, από την Ιταλία του δεκάτου έκτου αιώνα, σε casino του Las Vegas του 1960, υπογραμμίζοντας την ατμόσφαιρα της χλιδής, οικονομικής δύναμης, εξουσίας αλλά και παρακμής. Μολονότι, βρίσκουμε ότι πολλές από τις μοντέρνες σκηνοθεσίες που παρουσιάζονται από τα μεγάλα (και μικρότερα) λυρικά θέατρα, ακυρώνουν τα νοήματα των έργων, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το ίδιο και για αυτό το ανέβασμα. Ο Mayer στόχευσε και -κατά τη γνώμη μας- πέτυχε να δώσει το στίγμα της διαχρονικότητας της υπόθεσης του Rigoletto. Μπορεί αρχικά να ξάφνιασε κάπως η όψη του Δούκα ως τραγουδιστή τύπου Sinatra ή του Monterone ως Σαουδάραβα πρίγκιπα-μεγιστάνα του πλούτου, ή ακόμα και της μεγάλης Cadillac, που είδαμε στην τελευταία πράξη, εντούτοις, θα το επαναλάβουμε, τα νοήματα δεν χάθηκαν.
Τα έντονα χρώματα των σκηνικών της εδώ και χρόνια στενής συνεργάτιδας του Mayer, Christine Jones (η οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει άφθονο φωτισμό με νέον σε όλες τις πράξεις) και τα άλλοτε κομψά μαύρα και άλλοτε έντονων χρωματισμών κοστούμια της Susan Hilferty, που ακολουθούσαν τα πρότυπα της ενδυμασίας των sixties, φωτισμένα με απόλυτη ευστοχία από τον Kevin Adams, εξασφάλισαν μια ιδιαίτερη ενέργεια και φλόγα στην όλη παραγωγή. Ο χορογράφος Steven Hoggett φρόντισε για τη ζωηρή κίνηση των χορευτών του.
Στο τέλος της παράστασης, το κοινό χειροκρότησε με ενθουσιασμό τους τραγουδιστές, τον μαέστρο, την ορχήστρα και την χορωδία, όπως και τους υπεύθυνους του εικαστικού μέρους της παραγωγής (τα γιουχαΐσματα που απευθύνονταν στον σκηνοθέτη ήταν λίγα, συγκριτικά με εκείνα που θα περίμενε κανείς από μια μοντέρνα σκηνοθεσία).
Τρ, 26 Φεβ 2013