τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.
Τριακοστό όγδοο 2012.
ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΙ ΕΓΡΑΦΑ περὶ Ἀθηναίων «φιλομούσων» (Ἐξπρές, 28.7.2012); ἡ α΄ τῶν δύο σχολιαζομένων σήμερα συναυλιῶν, μὲ σπανιότατα ἑλκυστικὸ πρόγραμμα, δόθηκε παρουσίᾳ ἑκατοντάδος ἀτόμων, κυρίως φίλων τῶν συντελεστῶν. Ἡ β΄, ἐναρκτήρια τῶν τριῶν τῆς Φιλαρμονικῆς Ἁγ. Πετρουπόλεως, μὲ προγράμματα κοινότοπα, κατὰ τὰ διδάγματα τοῦ μακροχρονίως ἀφανοῦς φεστιβαλάρχου, δραχμοφονιᾶ «ἀτζέντη» Κρίτα, ἐκμαυλιστοῦ τοῦ κοινοῦ μας, δόθηκε σὲ πλήρη αἴθουσα 2000 θέσεων. Διερωτῶμαι ἀλήθεια, ποιὸν ἐνδιαφέρει πῶς ἔπαιξαν μυριοπαιγμένο Μπράμς ἢ Τσαϊκόφσκυ σολίστ ἢ ἀρχιμουσικοί (ἄγνωστοι ἢ σούπερσταρ), ποὺ οἱ ἠχογραφήσεις τους τῶν ἴδιων ἔργων πουλοῦνται σὲ σουπερμάρκετ; Ὅπως νὰ ἔπαιξαν, σκοτιστήκαμε (ἐκφράζομαι κομψά)! Ὀ πραγματικὸς φιλόμουσος λαχταρᾶ νὰ ἀκούσει καὶ ἄλλην ἄγνωστη, σπανίως ἀκουόμενη, ποιοτικὴ μουσικὴ, δημιουργῶν γνωστῶν ἢ μή. Ἡ ἀκρόαση τελείων, ἔστω, ζωντανῶν ἐκτελέσεων 20-30 ἀηδῶς ἐπαναλαμβανομένων ἔργων ἀποτελεῖ (καὶ πάλι κομψά…) αὐτασέλγεια ἢ αὐτοαπόλαυση.
Πονοῦμε διαπιστώνοντας ἀναισθησία κοινοῦ σὲ συναρπαστικά προγράμματα καὶ τοῦ νέου διευθυντοῦ τῆς ΚΟΑ Βασίλη Χριστόπουλου. Ὅπως λ.χ. ἡ συναυλία (πνευστῶν κυρίως) ὑπὸ τὸ Μίλτο Λογιάδη, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Μέγαρο καὶ τὸ ΤΜΣ Ἰονίου Πανεπιστημίου. Μερικῶς ἀνακριβὴς ὁ τίτλος «Ἀφιέρωμα στὸ Μωρὶς Ἐμμανυέλ»: περιλάμβανε ἕνα μόνον ἔργο του ἐπὶ συνόλου 3, Μπουργκώ-Ντυκουντραί καὶ Πετρίδη.
1) ΜΠΟΥΡΓΚΩ-ΝΤΥΚΟΥΝΤΡΑΙ, ΛΟΥΪ-ΑΛΜΠΕΡ [Bourgault-Ducoudray, 1840-1910]: 3 ἀπὸ τὶς « Trente mélodies populaires de Grèce et d’Orient» (1876), ἐνορχήστρωση Ἰωσήφ Παπαδάτου, γιὰ ξύλινα, χάλκινα, ἅρπα καὶ κοντραμπάσσο. Τὸ 1878, στὴ Διεθνῆ Ἔκθεση Παρισίων ὁ συνθέτης διεκήρυττε: «Ὅλοι οἱ τρόποι, παλαιοί καὶ νέοι, Εὐρωπαϊκοὶ ἢ ἐξωτικοὶ ἐφ᾽ ὅσον ἐξυπηρετοῦν μιὰν ἐκφραστικὴ σκοπιμότητα πρέπει νὰ γίνουν δεκτοὶ καὶ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἀπὸ τοὺς συνθέτες». Στὴν Ἑλλάδα, ὡς συνήθως, ἀγνοοῦνται σχεδὸν τὰ πάντα γιὰ τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν πρωτοπόρο σκαπανέα τῆς μουσικῆς μας λαογραφίας, καὶ ἔξοχο συνθέτη. Κυριότερα ἔργα: συμφωνικὸ ποίημα «Ἀθηναϊκὸ καρναβάλι» (1881), «Καμποτζιανὴ Ραψῳδία» καὶ 5 ὄπερες «Τὸ Ἐργαστῆρι τῆς Πράγας» (1859), «Μέο Πατάκα» (1864), «Βάσκο ντέ Γκάμα» (1872;), «Ἄννα τῆς Βρετάννης» (1879;) καὶ «Ταμάρα» (1881). Στὸν Ντυκουντραί, ἀργότερα καταλογίσθηκε ἁπλοϊκὴ προσέγγιση στὸ δημοτικὸ τραγοῦδι: οὐσιαστικὰ τὸ ἐνσωματώνει μὲ ἁγνότητα πρωτοπόρου σὲ δικό του ὑλικό εὔφωνο ἁρμονικὰ. Ὁ Παπαδάτος ἐπιλέγοντας τρία τραγούδια «Τὸ φίλημα» (ἀρ. 30), «Κλάψετε μάτια» (ἀρ. 5) καὶ «Καράβι ἕνα ἀπὸ τὴ Χιό» (ἀρ. 25) ἐκμαίευσε ἀπὸ τὰ πνευστὰ ὄχι πυκνόπηχτες ἠχητικότητες ἀλλὰ ἐξαίσια ἠχοχρωματικὴν ἴριδα. Ἡ δημιουργία του σίγουρα ἐντάσσεται στὸ «μόνιμο» (ὑπάρχει, ἀλήθεια;) ἑλληνικὸ συμφωνικὸ ρεπερτόριο.
2) ΠΕΤΡΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ (1892-1977): «Κοντσέρτο Γκρόσσο» γιὰ ξύλινα, χάλκινα καὶ τύμπανα, ἔργο 11 (1929 ἢ πρίν), σχετικὰ γνωστὸ. Χάρη στὸν ἀνεπανάληπτο Λογιάδη, ἀπογειώσαντα καὶ τὸν Μπουργκὼ-Ντυκουντραί, ἀναδείχθηκαν συνθετικὲς ἀρετὲς ἀλλὰ καὶ ἀδυναμίες του: σποραδικὴ ὑποκατάσταση ἀρχικῶν ἐμπνεύσεων ἀπὸ ἀντιστικτικὴ τεχνική (α΄ καὶ γ΄ μέρος). Ὀνειρῶδες τὸ ὡραιότατο σόλο ἀγγλικοῦ κόρνου (β΄ μέρος, Largo), πρωτανέδειξε θαυμαστὰ τὴν ὡς τώρα εἰκαζόμενη μουσικότητα τῆς Χριστίνας Παντελίδου.
3) ΕΜΜΑΝΥΕΛ, ΜΩΡΙΣ [Emmanuel, Maurice, 1862-1938]: συνομήλικος καὶ συμμαθητὴς τοῦ Σαμάρα στὸν Ντελίμπ, ποὺ τὸν κατέτρεξε κτηνωδῶς ἐπειδὴ τὸν ἐνδιέφεραν οἱ «τρόποι» τῆς λαϊκῆς καὶ μεσαιωνικῆς μουσικῆς, ἄφησε δύο ἄγνωστες ἐν Ἑλλάδι (φυσικά…) ὄπερες, κατὰ τὸν Αἰσχύλο: «Προμηθέας Δεσμώτης» (1916-18, α΄ ἐκτ. Παρίσι, 23.11.1959!) καὶ «Σαλαμίνα», α΄ ἐκτ. παρισινὴ Ὄπερα, 19.6.1929). Σὲ εὐτυχέστατο δέσιμο θείας μουσικῆς μὲ ἰσόκυρη πρόζα, ἀπολαύσαμε 7 γαλλικότατης μουσικῆς φινέτσας καὶ σκηνικοδραματικῆς εὐστοχίας ἀποσπάσματα (τολμηρὲς ἁρμονίες ὑπέροχα ἐνορχηστρωμένες) τῆς σκηνικῆς μουσικῆς γιὰ τὸν «Ἀμφιτρύωνα» τοῦ Πλαύτου (γαλλ. μτφρ. Α. Ernout, α΄ ἐκτ. Παρίσι, 20.2.1937): Ἀνώτερη ἐγκωμίων ἐκτέλεση μὲ συμμετοχή τῆς σοπράνο Ρόζας Πουλημένου (Ἀλκμήνης), τοῦ πεντακάθαρης ἀρθρώσεως ἀφηγητοῦ-Ἑρμοῦ, Ἀλέξανδρου Βαμβούκου, ὄντως χρυσόστομου, καί τοῦ βαρυτόνου Μιχάλη Ψύρρα! (Αἴθουσα ΔΜ, 19.11. 2012).
* * *
ΤΗ ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, εὐτύχησα νὰ ἀκούσω στὴν ἕδρα της, ὑπερπλήρη πετρουπολίτικην αἴθουσα «Ντμίτρι Σοστακόβιτς», Κυρ., 15.4.2011, στὰ διαρκείας 92΄ 50΄΄, χωρὶς διακοπή: «Πάθη κατὰ Ἰωάννην» (2000) γιὰ 4 σολίστ, χορῳδία καὶ ὀρχήστρα, τῆς ΣΟΦΙΑΣ ΓΚΟΥΜΠΑΪΝΤΟΥΛΙΝΑ (γ. 1931). Ὑπερούσια ἐκτέλεση πρὸ ἀκροατηρίου ποὺ ἄκουγε μεταρσιωμένο ἀριστούργημα χωρὶς ὑπερβολὴ ἰσόκυρο μὲ τὰ «Πάθη κατὰ Ματθαῖον» τοῦ Μπάχ ἢ τὸ «Ρέκβιεμ» τοῦ Μότσαρτ! Γιὰ λόγους ἱστορικούς, ἁπλῶς, παρακολούθησα τὸ λιγότερο τετριμμένο τῶν ἑλληνικῶν προγραμμάτων της, οἰκονομικὴ εὐλογία γιὰ τὸ Μέγαρο σὲ κατάμαυρες ἐποχές. Ἀρχιμουσικὸς ὁ διευθυντής της, γνωστότατός μας, Γιοῦρι Τεμιρκάνωφ (γ. 1938). Σολίστ ὁ βραζιλιανὸς πιανίστας Νέλσον Φρέϊρε (γ. 1944), ἀμφότεροι κολοσσοί.
ΜΠΡΑΜΣ, ΓΙΟΧΑΝΝΕΣ (1833-1897): Κοντσέρτο γιὰ πιάνο ἀρ. 2, σι ὕφ. μείζ. (α΄ ἐκτ. Βουδαπέστη, 9.11.1881). Mάγος τῆς ἠχοπλασίας, τῶν λεπτῶν φωτοσκιάσεων δυναμικῆς, ὁ Φρέϊρε περιέργως ἀνέδειξε τὴν εὐστροφία συνθετικῆς σκέψεως τοῦ ἔργου (μικρομοτίβα προερχόμενα ἀπὸ κύρια θέματα) μέσα ἀπὸ πολλαπλότητα ἐκφραστικῶν προσεγγίσεων: ρωμαλεότητα Λίστ, ὀνειροπόληση Σοπὲν, νεραϊδογνέματα ἀπὸ σκέρτσι τοῦ Μέντελσον. Καταγοήτευσε!
ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ, ΝΤΜΙΤΡΙ (1906-1975): Συμφωνία ἀρ. 10, μι ἐλ., ἔργο 93 (α΄ ἐκτ. Λένινγκραντ, 17.12.1953). Ἀκόμη θυμοῦμαι τὴν α΄ ἀκρόασή της, 20χρονος: Φιλαρμονικὴ Νέας Ὑόρκης ὑπὸ τὸ Μητρόπουλο («Ὀρφέας», 1955). Ἄσχετες, μεταξύ τους ἰσόκυρες προσεγγίσεις―ὁ Μητρόπουλος πνευματικότερος ἴσως. Ὁ Τεμιρκάνωφ ἑστίασε στὴ τραγικὴ πεμπτουσία τοῦ ἔργου: καθαρότατη ρυθμικὴ/ἀντιστικτικὴ διαστρωματώση ἀλλὰ κυρίως ἁδρὰ ἠχοχρώματα ποὺ χάριζε ἁπλόχερα ἡ αὐτοκράτειρα τῶν ὀρχηστρῶν. Ὀμιχλῶδες α΄ μέρος, θεματικὰ χαρακτηριστικότερα τὸ γ΄ καὶ δ΄. Ἀτεκμηρίωτος, παρὰ τὶς σημειώσεις προγράμματος, χαρακτηρισμὸς τοῦ ζοφερότατου β΄ ὡς προσωπογραφίας τοῦ Στάλιν. Στηρίχθηκε στὰ δῆθεν «Ἀπομνημονεύματα» Σοστακόβιτς τοῦ Βολκώφ (ἔκδ. 1979) τεκμηριωμένα θεωρουμένου ἀπατεῶνος: τὸ ἀνέκδοτο πρωτότυπο ρωσικὸ χειρόγραφό του…ἐξαφανίστηκε! (Αἴθουσα ΧΔΛ, 22.11.2012).
――――――――――――
Ἐφ. Ἐξπρές, Ἔτος 51ο, ἀρ φύλλου 14.842,
Σάββατο, 15 Δεκεμβρίου 2012, σελ. 37.