Τεράστια και αναζωογονητική είναι η χαρά της κάθε επιστροφής στη βρετανική πρωτεύουσα, όπου το υψηλότατο επίπεδο της μουσικής πράξης ικανοποιεί σε βάθος και τονώνει την ψυχή και το πνεύμα κάθε λάτρη και μελετητή της μουσικής τέχνης, αποτελώντας μοναδικής αξίας βάλσαμο για εκείνον.
Κατά την πιο πρόσφατη περίοδο διαμονής μας στο Λονδίνο, στο υπέροχης ακουστικής Wigmore Hall, στις 18/6, ακούσαμε συναυλία της Ορχήστρας Δωματίου της Βασιλείας (Kammerorchester Basel), υπό τη διεύθυνση από το fortepiano του Αυστραλού Kristian Bezuidenhout, ο οποίος έπαιζε το μέρος του continuo (όπως συχνά συνέβαινε στην εκτέλεση έργων για ορχηστρικά σύνολα κατά τις λεγόμενες εποχές μπαρόκ και κλασική της μουσικής ιστορίας, 17ος και 18ος αιώνας), και με σολίστ τη Ρωσίδα βιολονίστα Alina Ibragimova.
Η βραδιά εντάχθηκε στο πλαίσιο κύκλου που συνδυάζει με εύστοχο τρόπο έργα του Johann Christian Bach (1735-1782), επιφανούς Γερμανού συνθέτη της εποχής του, δεκάτου ογδόου κατά σειρά γέννησης παιδιού και ενδεκάτου γιου του Johann Sebastian Bach (1685-1750), με εκείνα του φίλου και για πέντε μήνες (το 1764) μαθητού του, θεϊκού Αυστριακού ομότεχνού του, Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791). Παρενθετικά σημειώνουμε ότι μόλις πριν από μερικούς μήνες (9/3), στην ίδια αίθουσα κι από τους ίδιους συντελεστές, είχαμε ακούσει την προηγούμενη συναυλία του κύκλου (βλ. critics’ point, 24/3). Η πιο πρόσφατη άνοιξε με τη Συμφωνία Op. 6, αρ. 6, του Bach, που εκδόθηκε το 1770˙ οι δραματικού χαρακτήρα, γεμάτες θυελλώδη αγωνία, σελίδες των δύο εξωτερικών μερών του έργου, αντιστοίχως Allegro και Allegro molto, όπως κι ο λυρισμός του δευτέρου, Andante più tosto adagio, υποστηρίχθηκαν με την απαιτούμενη ακρίβεια στην άρθρωση και με tempi, κατά το πρώτο και το τρίτο μέρος, σφριγηλά κι όλο ενέργεια.
Μέσα στο πνεύμα της ίδιας έντονης εκφραστικής απόδοσης ξετυλίχθηκαν και τα δύο επόμενα έργα της συναυλίας. Αναλυτικότερα, η Ibragimova, με δεξιοτεχνική άνεση και απολαμβάνοντας τη συνοδεία του Bezuidenhout και της ελβετικής ορχήστρας, ανακάλυψε τη μοτσάρτια ιδιοφυία σε κάθε μουσική φράση του σολιστικού μέρους του Κοντσέρτου αρ. 3, KV 216, έργου του 1775. Μετά το διάλειμμα, προτάθηκε μία με μουσικότητα, αγάπη και ενθουσιασμό αρθρωμένη Συμφωνία αρ. 27, KV 199, που ο Mozart παρέδωσε το 1773. Τα ρυθμικά στοιχεία, η φινέτσα του αργού μέρους, Andantino grazioso, με διακριτικά και τόσο ωραία αυτοσχεδιαστικά περάσματα στο fortepiano του Bezuidenhout, οι υποδειγματικές θεματικές επεξεργασίες και οι κλιμακώσεις των εξωτερικών μερών, Allegro και Presto, του έργου ευτυχήσαν στα χέρια των μουσικών. Οι ποιότητες του ήχου, η υφολογική ευστοχία του συνόλου όπως και η χαρά με την οποίαν έκαναν μουσική τα μέλη του, θέρμαναν τις καρδιές μας. Εκτός προγράμματος και εν συνεχεία των έντονων χειροκροτημάτων του ακροατηρίου, λάβαμε το δεύτερο και τελευταίο μέρος, Allegro, από τη Συμφωνία αρ. 10, KV 74, την οποία ο συνθέτης ολοκλήρωσε το 1770 (έτος γέννησης του Ludwig van Beethoven), στην προχωρημένη ηλικία των 14 ετών!
Την αμέσως επόμενη βραδιά (19/6), στο Cadogan Hall, ακούσαμε το σπουδαίο Βρετανικό χορωδιακό σύνολο The Tallis Scholars, ιδρυμένο από τον διευθυντή χορωδίας και μουσικολόγο Peter Phillips, το 1973, ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια. Η πορεία του συνόλου είναι λαμπρή, με πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις που έχουν λάβει μεγάλα βραβεία. Μολονότι ειδικεύεται στην εκτέλεση θρησκευτικών έργων a capella (δηλ. δίχως συνοδεία οργάνων) των μεγάλων δασκάλων της αναγέννησης, κατά καιρούς, προσθέτει στο ρεπερτόριό του έργα κι άλλων περιόδων της μουσικής ιστορίας. Ονόματα συνθετών της σύγχρονης εποχής κάνουν επίσης την εμφάνισή τους στα προγράμματά του.
Κατά την πρόσφατη βραδιά του, ερμήνευσε έξι έργα επιφανών Βρετανών συνθετών της αναγέννησης. Κατά σειρά, τα Media vita του John Sheppard (περ. 1515-1558), Regina caeli και Domine quis habitabit III του Robert White (περ. 1538-1574), Ad Dominum cum tribularer του William Byrd (1539 ή 1540-1623), Magnificat a 6 του John Taverner (περ. 1490-1545) και Spem in alium του Thomas Tallis (περ. 1505-1585). Η προσέγγιση κάθε πολυφωνικής παρτιτούρας υπήρξε ιδιωματική, ενώ οι εξαίσιες φωνές των τραγουδιστών, ενωμένες και υπό τη διεύθυνση του εκλεκτού Phillips, μας οδήγησαν σε υπέροχα σύμπαντα εκφραστικής τελειότητας. Ειδικότερα, το αριστουργηματικό γράψιμο του κάθε μουσουργού, γεμάτο στοχαστικό, θρησκευτικό και ουμανιστικό όραμα, οι χαρακτηριστικές τεχνικές σύνθεσης της εποχής, με τις αλλεπάλληλες μιμήσεις και καθυστερήσεις, τις άλλοτε ήπιες και άλλοτε πιο προβεβλημένες διαφωνίες (λ.χ. Sheppard, Media vita), τον ευφυή χειρισμό των ξένων φθόγγων, το υποδειγματικό πλέξιμο, ενίοτε εξαιρετικά πολύπλοκο, των φωνών (σαράντα διαφορετικές φωνητικές γραμμές για το κολοσσιαίας σύλληψης Spem in alium του Byrd, από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται φέτος τετρακόσια χρόνια) και οι επινοητικοί αρμονικοί και ρυθμικοί συνδυασμοί (λ.χ. Taverner, Magnificat), φωτίστηκαν με αξιοσημείωτη τέχνη από την εκπληκτική χορωδία, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Την επόμενη βραδιά (20/6) οδηγηθήκαμε στη Βασιλική Όπερα προκειμένου να παρακολουθήσουμε την όπερα του Jules Massenet (1842-1912) με τίτλο, Werther, μία από τις πλέον αγαπημένες όχι μόνο του εν λόγω μουσουργού, αλλά και πλήρους του ρεπερτορίου, ολοκληρωμένη το 1887, σε λιμπρέτο των Édouard Blau (1836-1906), Paul Milliet (1848-1924) και Georges Hartmann (1843-1900) βασισμένο στην αθάνατη νουβέλα με τίτλο Τα Πάθη του Νεαρού Βέρθερου (γερμ. Die Leiden des jungen Werthers) του Johann Wolfgang Goethe (1749-1832).
Κατά την παράσταση που εκτιμήσαμε, την πρώτη στη σειρά της τέταρτης αναβίωσης της ατμοσφαιρικής, εύγλωττης όσο και καλαίσθητης παραγωγής του Γάλλου σκηνοθέτη Benoît Jacquot (υπεύθυνη αναβίωσης, Geneviéve Dufour), που είχε πρωτοπαρουσιαστεί το 2004, με ωραία κοστούμια εποχής (Christian Gasc, 1946-2022, στη μνήμη του οποίου αφιερώθηκε η πρόσφατη αναβίωση), εύστοχους φωτισμούς (Charles Edwards) και λίγα αλλά λειτουργικά σκηνικά (επίσης, του Edwards), ο κορυφαίος Γερμανός τενόρος Jonas Kaufmann κράτησε το μέρος του πρωταγωνιστή ποιητή, που έχει εμπλακεί σε έναν αδιέξοδο έρωτα με τη νεαρή ηρωίδα Charlotte. Η τελευταία, τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στην μητέρα της πριν φύγει από τη ζωή και μολονότι τρέφει έντονα συναισθήματα για εκείνον, παντρεύεται τον Albert, με τον οποίον ήταν ήδη αρραβωνιασμένη όταν τη γνώρισε ο Werther, που με τη σειρά του, κάποτε υπήρξε φίλος του Albert. Θα σημειώσουμε ότι καίτοι ήταν η πρώτη φορά που ο Kaufmann ερμήνευε τον ρόλο στο εν λόγω σπουδαίο λυρικό θέατρο, ο ίδιος τον είχε κατά το παρελθόν, με διακοπή των τελευταίων εννέα περίπου ετών, επανειλημμένως επωμισθεί και μάλιστα πάντα με ιδιαίτερη επιτυχία. Η θέρμη της προσωπικότητας και της σκουρόχρωμης φωνής του είχαν πολλά να προσφέρουν και τούτη τη φορά, παράλληλα με την εκφραστική του γενναιοδωρία, την προσοχή του στη μορφοποίηση των συναισθημάτων και στον σχηματισμό των εκτενών φωνητικών φράσεων. Υπήρξε εκπληκτικός κάτοχος του ρόλου σε όλη τη διάρκεια της όπερας και απολύτως συγκινητικός στο τέλος, όταν ο συναισθηματικά βασανισμένος και πληγωμένος ήρωας μη μπορώντας να ζήσει χωρίς την αγαπημένη του, οδηγείται στην αυτοκτονία. Μόνο λίγες στιγμές κατά τη διάρκεια της παράστασης, η φωνή του ακουγόταν κάπως κουρασμένη˙ λόγω κρυολογήματος, υποχρεώθηκε να ακυρώσει τις τελευταίες εμφανίσεις του στο πλαίσιο του ίδιου ανεβάσματος. Δίπλα του, η νέα και ταχύτατα ανερχόμενη στο διεθνές οπερατικό προσκήνιο Ρωσίδα μεσόφωνος Aigul Akhmetshina (γεννημένη μόλις το 1996), θριάμβευσε ως Charlotte, ρόλο που προσέγγιζε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της. Αξιοποιώντας την αξιοσημείωτων ποιοτήτων και πλούσιων ηχοχρωμάτων βελούδινη φωνή της, υποστήριξε μία πολύ ανθρώπινη και αισθηματική Charlotte. Τα παρατεταμένα όσο και ζωηρά χειροκροτήματα που έλαβε στο τέλος της παράστασης, της άξιζαν πέρα για πέρα.
Στον ρόλο του Albert, ο καλλίφωνος Καναδός μπασοβαρύτονος Gordon Bintner, με θαυμάσιο legato και ηχηρές ψηλές νότες, άφησε πολύ καλές εντυπώσεις προτείνοντας έναν τραγικό ήρωα, που μάταια προσπαθεί να σώσει τον γάμο του από τα τρομερά νύχια της αδυσώπητης μοίρας. Η Sophie, αδελφή της Charlotte, προτάθηκε με φωνητική φρεσκάδα από τη νεαρή Βρετανίδα υψίφωνο Sarah Gilford, το όνομα της οποίας κρατήσαμε. Στον ρόλο του Bailli (ελλ. Διοικητή), πολύτεκνου πατέρα της Charlotte και βεβαίως των υπολοίπων παιδιών του, με χαρά ακούσαμε και είδαμε τον βετεράνο Βρετανό μπάσο Alastair Miles, γνωστό στο ευρύτερο κοινό από τις ηχογραφήσεις του, πάντα σε φόρμα.
Στους βοηθητικούς ρόλους εκτιμήσαμε τους άρτιους James Cleverton (Johann), Christopher Mortagne (Schmidt), Dawid Kimberg (Brülmann) και Gabrielè Kupšytè (Kätchen). Επικεφαλής των τραγουδιστών, της χορωδίας και της ορχήστρας, η οποία όπως πάντα έπαιξε με υποδειγματική ηχητική ποιότητα, προσοχή στις ενδείξεις δυναμικής και μεγάλη ευαισθησία, υπήρξε ο πολυτάλαντος αρχιμουσικός Sir Antonio Pappano, ο οποίος, δυστυχώς, αφήνει την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Royal Opera μετά τη λήξη της επόμενης καλλιτεχνικής περιόδου (το ταλέντο του θα αξιοποιήσει η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, της οποίας τη θέση του κύριου αρχιμουσικού θα καταλάβει από τον Σεπτέμβριο του 2024). Οδήγησε στην επιφάνεια όλους τους υπέροχους χυμούς της καλολαξευμένης παρτιτούρας, τον ασυγκράτητο λυρισμό, τις έξοχα λαξευμένες μελωδίες, την εκφραστική φλόγα, αλλά κι όλο εκείνο το σχεδόν ανυπόφορο τραγικό στοιχείο που συνοδεύει τους δύο πρωταγωνιστές.
Στον Pappano οφείλουμε κατά μεγάλο μέρος και την άξια πολλών επαίνων παράσταση της όπερας Il Trovatore του Giuseppe Verdi (1813-1901), την οποία εκτιμήσαμε μερικές μέρες αργότερα, στις 24/6. Μία εξαιρετική διανομή σχηματίστηκε για το ανέβασμα αυτής της διάσημης όπερας, η οποία τον Ιανουάριο του 1853 έλαβε την παγκόσμια πρώτη της στο Teatro Apollo της Ρώμης. Προσθέτουμε εδώ ότι το λιμπρέτο της, βασισμένο στο θεατρικό έργο με τίτλο El trovador του Ισπανού συγγραφέα Antonio Garcia Guitièrrez (1813-1884), ανήκει στον Salvatore Cammarano (1801-1852) και ολοκληρώθηκε, μετά τον θάνατό του τελευταίου, από τον Leone Emanuele Bardare (1820-1874).
Ο θρυλικός Ιταλός τενόρος Enrico Caruso (1873-1921) διακήρυττε (η φράση αποδίδεται ενίοτε και στον εξίσου θρυλικό Ιταλό αρχιμουσικό Arturo Toscanini, 1867-1957), ότι το μόνο που χρειάζεται για μία επιτυχημένη παράσταση του Il Trovatore είναι οι τέσσερις μεγαλύτεροι τραγουδιστές του κόσμου. Και το βρετανικό λυρικό θέατρο, ασφαλώς τίμησε την παραπάνω προϋπόθεση.
Αναλυτικότερα, τον ρόλο του Manrico, επωμίσθηκε ο Αμερικανός βετεράνος τενόρος Gregory Kunde επιδεικνύοντας στην ηλικία των εξήντα εννέα ετών φωνητική επάρκεια και αντιμετωπίζοντας με σθένος τις μεγάλες απαιτήσεις του μέρους του και τους φθόγγους της υψηλής περιοχής. Στο πλάι του, η Αμερικανίδα υψίφωνος Rachel Wills-Sørensen ερμήνευσε τον ρόλο της αγαπημένης του, Leonora, με μουσική και υποκριτική άνεση, γεμάτη φωνή και προσεγμένη τεχνική (ξεχωρίσαμε τις άριες Tacea la note placida και D’amor sull’ali rosee).
Ο Γάλλος βαρύτονος Lodovic Tézier, αναμφισβήτητα ένας εκ των κορυφαίων σύγχρονων ερμηνευτών του Verdi, που συχνά λαμπρύνει με την ωραιότατη φωνή και υποκριτική του δύναμη τη σκηνή του Covent Garden, υπήρξε ένας υψηλών προδιαγραφών Conte di Luna. Ως αντίζηλος του Manrico στη διεκδίκηση της ηρωίδας Leonora, φρόντισε να αποκαλύψει τις διάφορες πτυχές του μουσικού κειμένου του και τις διαστάσεις του σκοτεινού χαρακτήρα που ερμήνευσε.
Η Αμερικανίδα μεσόφωνος Jamie Barton, στον ρόλο της Azucena, με πεντακάθαρες, τονικά ολόσωστες και καλά τοποθετημένες νότες της χαμηλότερης φωνητικής περιοχής, που πάντα προκαλούν δυσκολία στην ερμηνεία τους (ναι, η χροιά της φωνής της, στα πολύ χαμηλά, θύμιζε ανδρική φωνή), και δραματική εκφραστική άνεση (canzone, Stride la vampa, δεύτερη πράξη), έπλασε μία απολύτως ταλανισμένη αλλά και δυστυχισμένη τσιγγάνα˙ ήταν όντως σπαρακτική στο τέλος του έργου, όταν ο Conte di Luna στέλνει τον Manrico για εκτέλεση, και η ίδια, με μαύρη και τραγική ένταση, αποκαλύπτει ότι οι δύο αυτοί ήρωες ήταν αδέλφια (Egl’era tuo fratello!, ελλ. Εκείνος ήταν αδελφός σου!), παίρνοντας εκδίκηση για τη μητέρα της, που είχε σταλεί στην πυρά εξαιτίας του πατέρα τους (Sei vendicata, o madre!, ελλ. Πήρες εκδίκηση, ω, μάνα!).
Ως Ferrando, αξιωματικός του Luna, o έμπειρος Ιταλός μπάσος Roberto Tagliavini μάς κέρδισε μέσω της δυνατής σε έκφραση και μουσικότητα αφήγησής του (Di due figli vivea padre beato, πρώτη πράξη).
Στους μικρότερους ρόλους ξεχώρισαν οι Gabrielè Kupšytè (Ines), Michael Gibson (Ruiz), John Morrissey (ένας ηλικιωμένος τσιγγάνος) και Andrew O’Connor (αγγελιαφόρος).
Ο πάντα εμπνευσμένος και γεμάτος εκρηκτική ενέργεια Pappano στήριξε με γενναιοδωρία και γνώση τους τραγουδιστές του, τη χορωδία, που ερμήνευσε με άφθονη όρεξη και τονική ακρίβεια όλα τα μέρη της, ειδικά δε το κοσμαγάπητο χορωδιακό, Vedi! Le fosche notturne (δεύτερη πράξη, πρώτη σκηνή), και την επιβλητικής απόδοσης ορχήστρα, ενώ ανάδειξε τη ρυθμική ένταση και τις ποικίλες δραματικές ποιότητες της παρτιτούρας.
Η ενδιαφέρουσα και με πολλά πρωτότυπα στοιχεία παραγωγή της Βρετανίδας σκηνοθέτιδας Adele Thomas μετέφερε την πλοκή από τις αρχές του 19ου αιώνα, που την τοποθετεί το λιμπρέτο, στον δέκατο πέμπτο αιώνα, όπου ξετυλίγεται η υπόθεση σύμφωνα με το αρχικό θεατρικό έργο του Garcia Guitièrrez, πάνω στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, βασίστηκε το εν λόγω ποιητικό κείμενο. Εμπνευσμένη από τους πίνακες του εμβληματικού Ολλανδού ζωγράφου Hieronimus Bosch (περ. 1450-1516), η Thomas είδε τους τσιγγάνους του έργου ως μορφές ξωτικών και δαιμόνων βγαλμένων από την κόλαση (σκηνικά και κοστούμια, Annemarie Woods). Το σκηνικό ήταν πολύ απλό και ουσιαστικά αποτελείτο από μία μεγάλη σκάλα που δέσποζε, ορθότερα καταλάμβανε τη σκηνή. Το γκροτέσκο στοιχείο, άλλοτε μακάβριο, άλλοτε σαρκαστικό και άλλοτε κωμικό, ισορροπούσε καλά με το τραγικό. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Franck Evin), ενίοτε με τις έντονες αντιθέσεις φωτός και σκιάς (chiaroscuro), συχνά έδιναν την εντύπωση πινάκων της αναγέννησης.
Τέλος, μία μέρα πριν από τον Trovatore, στις 23/6, στο Royal Festival Hall, παρακολουθήσαμε ρεσιτάλ του Maurizio Pollini, θρυλικού Ιταλού πιανίστα, σήμερα πλέον ογδόντα ενός ετών (γ. 1942), που για πολλές δεκαετίες έχει προσφέρει ερμηνείες οι οποίες δικαίως θεωρούνται υποδειγματικές και σε πολλές περιπτώσεις, αξεπέραστες. Κατά το περσινό Φεστιβάλ του Salzburg κι ενώ ήταν προγραμματισμένο να δώσει ρεσιτάλ, στις 21/8, λόγω σοβαρών καρδιολογικών προβλημάτων υποχρεώθηκε να ακυρώσει προκαλώντας ανησυχία στον διεθνή μουσικό κύκλο. Έκτοτε ακολούθησαν ακυρώσεις όλων των εμφανίσεών του σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στις 17/3, το ρεσιτάλ του, στο Royal Festival Hall, για το οποίο είχαμε προμηθευθεί εισιτήριο, χρειάστηκε επίσης να αναβληθεί. Ωστόσο, πρόσφατα, στις 15/6, σημείωσε την επάνοδό του, δίνοντας ρεσιτάλ στην αίθουσα Musikverein της Βιέννης. Περίπου μία εβδομάδα αργότερα, είχαμε τη χαρά να τον ακούσουμε στο Λονδίνο, σε έργα Robert Schumann (1810-1856) και Frédéric Chopin (1810-1849), συνθέτες τους οποίους τιμά από την αρχή της σταδιοδρομίας του (κάθε άλλο παρά άγνωστο είναι ότι το 1960 κέρδισε το πρώτο βραβείο κατά τον 16ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Frédéric Chopin). Θα προσθέσουμε ότι μετέφερε το προσωπικό του πιάνο, Steinway-Fabbrini, με έναν λαμπερό όσο και βελούδινο ήχο, το οποίο δημιούργησε ειδικά για εκείνον ο διακεκριμένος τεχνικός πιάνων Angelo Fabbrini από την Pescara.
Το πρόγραμμα του ρεσιτάλ άνοιξε η Arabesque, Op. 56, αρ. 3, με τον πιανίστα να φωτίζει σοφά το ανήσυχο και σε σημεία μελαγχολικό ύφος του έργου, όπως και τους χαρακτηριστικούς ρυθμούς, με τις αξίες των παρεστιγμένων ογδόων που δεσπόζουν. Στη συνέχεια, ο αδιαμφισβήτητος grand seigneur των πλήκτρων, εξερεύνησε το μουσικά πλούσιο σύμπαν της Φαντασίας, Op. 17, του ίδιου συνθέτη. Ύστερα από ένα ξαφνικό πρόβλημα μνήμης που αντιμετώπισε κατά τα εναρκτήρια μέτρα της σύνθεσης –παγώνοντας το αίμα όλων μας- και το οποίο ευτυχώς έλυσε με ψυχραιμία τοποθετώντας την παρτιτούρα μπροστά του, αποκάλυψε μέσω της υψηλής μουσικότητας και της απαράμιλλής πιανιστικής του τέχνης, τα μυστικά, τις απόκρυφες μοτιβικές και αρμονικές πτυχές, την περίτεχνη, σίγουρα αρκετά λαβυρινθώδη, μουσική υφή, τον ασυγκράτητο λυρισμό, τις τρυφερές στιγμές και τον εκρηκτικό ρομαντισμό του λαμπρού έργου. Ο ζεστός ήχος του Pollini, με τις ατέρμονες αποχρώσεις του και τις ανεξάντλητες διαβαθμίσεις δυναμικής, δεν άφησαν κανέναν ασυγκίνητο.
Το δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ, καθαρά σοπενικό, ήταν εξίσου μαγευτικό. Ο βιρτουόζος άρχισε με μία όλο νοσταλγικό στοχασμό ανάγνωση της Mazurka, Op. 56 αρ. 3, τις θεματικές ιδέες της οποίας ανέδειξε με ιδιαίτερη έγνοια. Συνέχισε με μία εκλεπτυσμένη και επεξεργασμένη στη λεπτομέρεια εκτέλεση της Barcarolle, Op. 60, όπου ο χαρακτηριστικός ρυθμός των δώδεκα ογδόων φωτίστηκε απο εκείνον με έξοχη αισθαντικότητα, την ώρα που άφηνε τη μελωδία να ρεύσει υιοθετώντας ένα εξαίσιο cantabile legato, που μόνο ένας καλλιτέχνης της δικής του ολκής θα μπορούσε να αποδώσει. Επίσης, υποστήριξε την ιδιαίτερη αρμονική γλώσσα του συνθέτη, που τόσο μπροστά κοιτούσε, με διεισδυτική σκέψη και νόημα. Η βραδιά σφραγίστηκε με το Scherzo αρ. 1, Op. 20, τον πυρετώδη και πηγαία δραματικό χαρακτήρα του οποίου υπογράμμισε με την απαιτούμενη ψυχική ένταση˙ το μεσαίο μέρος της σύνθεσης, molto più lento, στα δάχτυλα του maestro κέρδιζε σε μυστηριακό λυρισμό.
Δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς τόσο τις ενθουσιώδεις επευφημίες του ακροατηρίου, μέλη του οποίου είχαν καταφθάσει από διάφορα μέρη του κόσμου προκειμένου να παραστούν, όσο και το βάθος της συγκίνησης που βιώσαμε όσοι παρακολουθήσαμε το δίχως άλλο ιστορικής σημασίας αυτό ρεσιτάλ. Ευχή μας, η υγεία του υπερπολύτιμου μουσικού διανοητή Pollini, που έχει την ικανότητα να επικοινωνεί σε βάθος με τη ψυχή των συνθετών, να αποκατασταθεί κι ο ίδιος να μπορέσει για ακόμη πολλά χρόνια να μας προσφέρει τις σπάνιες όσο και βαρυσήμαντες ερμηνείες του.