Γράφει η Elena Fiedeldey*
Ο Σεργκέι Ραχμάνινοφ (1873-1943), ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος του Ύστερου Ρωσικού Ρομαντισμού, ήταν ένας συνθέτης που αγαπήθηκε, αλλά και μισήθηκε με πάθος για τον ίδιο λόγο: άλλοι είδαν στις συνθέσεις του έναν υπερσυναισθηματισμό και μια παρωχημένη προσκόλληση στη μουσική γλώσσα του Ρομαντισμού του 19ου αιώνα, ενώ άλλοι διέκριναν σε αυτές τη μοναδική ικανότητά τους να συγκινούν βαθιά. Με έργα αυτού του σημαντικού συνθέτη και με αφορμή τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση και 80 χρόνων από τον θάνατο του, κλείνει τις εμφανίσεις του για το 2023 ο καταξιωμένος έλληνας σολίστ του πιάνου Απόστολος Παληός με ένα ρεσιτάλ πιάνου και μια συναυλία μουσικής δωματίου, στην οποία συμπράττει με δύο επίσης καταξιωμένους σολίστ: τον έλληνα Ιάσονα Κεραμίδη (βιολί) και τον γερμανό Βenedict Klöckner (βιολοντσέλο).
Το ρεσιτάλ πιάνου έλαβε χώρα στις 14/11 στον ιστορικό χώρο της αίθουσας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Τα έργα για πιάνο κατέχουν εξέχουσα θέση στην εργογραφία του Ραχμάνινοφ, καθώς και ο ίδιος υπήρξε δεινός σολίστ πιάνου και ως εκ τούτου γνώριζε από πρώτο χέρι το πιανιστικό ιδίωμα. Ο ερμηνευτής επέλεξε να ξεκινήσει τη συναυλία με την Ελεγεία, το πρώτο έργο της συλλογής Morceaux de fantaisie, opus 3, ακολουθώντας την τακτική του συνθέτη να συμπεριλαμβάνει στις συναυλίες του ένα τουλάχιστον έργο από αυτή τη συλλογή μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Παληός άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος –σε συνέντευξή του στο NEWS 24/7, η οποία αναρτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου– ότι η Ελεγεία αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του έργα του Ραχμάνινοφ. Ακολούθησαν οι Έξι Μουσικές Στιγμές, opus 16 και μετά από το διάλειμμα οι Παραλλαγές σε ένα θέμα του Corelli, opus 42, το τελευταίο έργο του συνθέτη για σόλο πιάνο. Το πρόγραμμα έκλεισε με την Σονάτα σε σι-ύφεση ελάσσονα αρ. 2, opus 36.
Το ρεσιτάλ έδωσε την ευκαιρία να γίνουν αρκετές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με τη γενικότερη προσέγγιση του Απόστολου Παληού στις συνθέσεις του Ραχμάνινοφ. Καταρχάς, δεν επρόκειτο για μια αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση. Η ερμηνεία μπορεί να θεωρηθεί ότι έρεπε σε μία εκφραστική, δυναμική, παρορμητική και διαυγή προσέγγιση των έργων του συνθέτη, με ανάλαφρες στιγμές διαφάνειας, ωστόσο, όπου αυτό απαιτούνταν. Ο ερμηνευτής ήταν άμεσα εμπλεκόμενος με τον συγκινησιακό χαρακτήρα των έργων, καταφέρνοντας όμως να διατηρήσει την ισορροπία και να μην περιπέσει σε κακόγουστες συναισθηματικές υπερβολές. Γνώρισμα της απόδοσης των μελωδιών από τον Παληό αποτελεί η ιδιαίτερη ευκρίνεια και ο λυρισμός τους. Ωστόσο, η έννοια του «λυρισμού» της μελωδίας δεν προσεγγίστηκε με υπερβολές –όπως συνεχόμενα “κομπιάσματα” και “μπρος-πίσω” στο tempο της–, οι οποίες θα απειλούσαν τη συνοχή των ενιαίων φράσεων. Επίσης, ακόμα και σε σημεία μεγάλων τεχνικών απαιτήσεων ο ερμηνευτής –αντί να διευκολύνει τον εαυτό του με επιπλέον “κομπιάσματα” ή άλλες τεχνικές που θα ενέτασσε στην ερμηνεία του– επέλεξε τον δύσκολο δρόμο και ρίσκαρε, προκειμένου να μην τεμαχιστεί η μελωδία ή να μην αποκοπεί η πορεία προς την κορύφωση, στην οποία ο ίδιος ο Ραχμάνινοφ έδινε μεγάλη σημασία όταν ερμήνευε έργα του, όπως προκύπτει από μαρτυρία της Marietta Shaginyan. Αυτή η στάση του Παληού μαρτυρά και την εξαιρετικά μεγάλη δεξιοτεχνική του ευχέρεια. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η έμφαση που δίνεται από τον σολίστ στην αρμονία και τα μπάσσα: η αρμονική παράμετρος είναι πολύ σημαντική για τη μουσική του Ραχμάνινοφ, διότι κυρίως πάνω σε αυτήν στηρίζεται η ικανότητα της μουσικής του να συγκινεί.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια επιπλέον στοιχεία που ξεχώρισαν κατά την εκτέλεση των επί μέρους έργων. Στο πρώτο κομμάτι από τις Έξι Μουσικές Στιγμές αξιοσημείωτος ήταν ο ασυνήθιστος βαθμός εκφραστικού λυρισμού που πέτυχε ο ερμηνευτής στο δεξιοτεχνικό Andantino con moto. Σε συνδυασμό μάλιστα με τα έντονα “ψαλίδια” δυναμικής και τα μικρά ritartandi στο τέλος των επί μέρους φράσεων, προέκυψε ένα αιθέριο αποτέλεσμα, χωρίς ωστόσο να ακουστεί επιφανειακός ο ήχος. Στο δεύτερο κομμάτι του ίδιου έργου ο Παληός κατάφερε –με έντονα “ψαλίδια” δυναμικής και με ανήσυχες εναλλαγές accelerando και ritartando στη συνοδεία– να αναδείξει μια απόκοσμη ηχοχρωματική πτυχή του έργου. Στο τρίτο κομμάτι του έργου ο ερμηνευτής έπιασε αυτή τη βαριά και στενάχωρη ατμόσφαιρα, που ταιριάζει σε ένα έργο με αναφορά σε νεκρική πομπή, όπως αυτό, χωρίς όμως να χάσει την λυρικότητά του. Για τις Παραλλαγές σε ένα θέμα του Corelli μπορεί να παρατηρηθεί επιπλέον ότι αποδόθηκαν ρεαλιστικά οι χαρακτηριστικές αναφορές στον ήχο της καμπάνας, ιδιαίτερα στην έβδομη παραλλαγή και έγιναν αισθητές οι ρυθμικές αντιθέσεις μέσα στο έργο με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τρίτη παραλλαγή. Τέλος, στη Σονάτα σε σι-ύφεση ελάσσονα είναι άξια μνείας η παρορμητική και χειμαρρώδης πορεία προς τις κορυφώσεις στο πρώτο και τρίτο μέρος και ο διάχυτος λυρισμός στο δεύτερο.
Καθώς ο σολίστ ανταμείφθηκε με το παρατεταμένο χειροκρότημα και την επιδοκιμασία του κοινού, έκλεισε τη συναυλία με ένα encore: ερμήνευσε τη σπουδή Étude-Tableau σε μι-ύφεση ελάσσονα, αρ. 5, έργο 39 με πάθος και τεχνική ευχέρεια. Τελικά, με αυτό το ρεσιτάλ ο Απόστολος Παληός επιβεβαίωσε πως πράγματι με τον Ραχμάνινοφ βρίσκεται στο στοιχείο του!
Η δεύτερη συναυλία με έργα του Ραχμάνινοφ δόθηκε στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 11/12 στα πλαίσια της διοργάνωσης «Έλληνες σολίστ στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος» με τη σύμπραξη του Ιάσονα Κεραμίδη (βιολί), του Benedict Klöckner (βιολοντσέλο) και του Απόστολου Παληού (πιάνο). Οι ερμηνευτές προσπάθησαν να αναδείξουν μερικά από τα σχετικά περιορισμένα σε αριθμό έργα μουσικής δωματίου του συνθέτη.
Το ρεσιτάλ ξεκίνησε με την εμβληματική Σονάτα σε σολ ελάσσονα για βιολοντσέλο και πιάνο, opus 15, η οποία εμπεριέχει δείγματα της πιο ώριμης γραφής του συνθέτη. Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερων εκφραστικών απαιτήσεων και για τους δύο εκτελεστές. Για τον πιανίστα απαιτούνται επιπλέον και τρομερές τεχνικές δεξιότητες. Οι ερμηνευτές, ο Benedict Klöckner και ο Απόστολος Παληός, στάθηκαν αντάξιοι αυτών των προκλήσεων σε μια εξωστρεφή, δυναμική και εκφραστική ερμηνεία, η οποία όμως σεβόταν σε μεγάλο βαθμό την πρόθεση του συνθέτη. Γενικά, για την εκτέλεση μπορεί να σχολιαστεί η έντεχνη ανάδυση μελωδιών πότε του πιάνου και πότε του βιολοντσέλου από το παρασκήνιο στο προσκήνιο και ο επιτυχημένος διάλογος μεταξύ των οργάνων, που πότε μιμούνταν το ένα το άλλο και πότε απλά τραγουδούσε το καθένα την ίδια μελωδία με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Ο έντονα συναισθηματικός Klöckner ερμήνευσε με ωραία φραζαρίσματα και φυσικό ανεπιτήδευτο βιμπράτο. Από το πρώτο μέρος αξίζει να αναφερθεί το τμήμα της Επεξεργασίας με τα pizzicati, το οποίο αποδόθηκε εξαιρετικά, λόγω του ευδιάκριτου τραγουδιστού ήχου του βιολοντσέλου από τον Klöckner και της μυστηριακής και θολής ατμόσφαιρας της δεξιοτεχνικής συνοδείας του πιάνου από τον Παληό. Στο δεύτερο μέρος αποδόθηκαν επιτυχώς οι δύο κυρίαρχες διαθέσεις: του σκοτεινού και του λυρικού. Το τρίτο μέρος ήταν έντονα παθιασμένο, εκφραστικό και συγκινητικό. Τέλος, στο τέταρτο μέρος παρουσιάστηκε μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων: πότε ήταν ενεργητικό, πότε λυρικό και συναισθηματικό και πότε πραγματικά ανάλαφρο.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας συνέχισε με τον Ιάσονα Κεραμίδη και τον Απόστολο Παληό. Το πρώτο έργο ήταν το Vocalise αρ. 14, opus 34 σε μεταγραφή για βιολί και πιάνο. Είναι ίσως το πιο αγαπητό από τα τραγούδια του Ραχμάνινοφ. Η αναφορά στο Dies Irae από το πρώτο ήδη μέτρο προδίδει τη μελαγχολική ατμόσφαιρα του έργου, το οποίο ερμηνεύθηκε σε αργό tempo, εκφραστικά και με γεμάτο ήχο. Το γενικό συναίσθημα δεν ήταν πένθιμο, όπως στη νεκρώσιμη ακολουθία, αλλά παθιασμένα απελπισμένο!
Ακολούθησε η Ρομάντζα σε λα ελάσσονα για βιολί και πιάνο, μια από τις πιο πρώιμες συνθέσεις του συνθέτη, με μια ακόμα εκφραστική ερμηνεία.
Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με τα Κομμάτια Σαλονιού για βιολί και πιάνο, opus 6. Στο πρώτο μέρος με τίτλο Ρομάντζα, το βιολί κατάφερε να δημιουργήσει ορισμένες στιγμές μια εντύπωση σπαραχτικού κλάματος με λυγμούς, που ταίριαζε απόλυτα στη συνθετική γραφή του έργου. Ο Κεραμίδης –εδώ, αλλά και στα προηγούμενα έργα– διάνθισε την ερμηνεία του και με μία ενδιαφέρουσα σωματοποίηση των φράσεων. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Ουγγρικός χορός» οι ερμηνευτές “τσίμπησαν” λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο το tempo και το κομμάτι έγινε ακόμα πιο απαιτητικό από ό,τι ήδη ήταν. Αυτή η επιλογή είχε προφανώς να κάνει με την προσπάθεια όξυνσης των αντιθέσεων των δύο κυρίαρχων λαϊκών στοιχείων του μέρους: από τη μία το ανάλαφρο και σβέλτο λαϊκό αυτοσχεδιαστικό βιολί και από την άλλη ο βαρύς λαϊκός χορός, κατά τον οποίο οι εκτελεστές μείωναν ραγδαία και σχεδόν ακαριαία το tempo. Συνολικά, οι ερμηνευτές κατάφεραν να αποδείξουν τη δεξιοτεχνία τους και το αποτέλεσμα ήταν τελικά πολύ ενδιαφέρον. Ο Παληός εδώ – όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας– φρόντιζε για την ανάδειξη του ηχοχρώματος του πιάνου και τον λυρικό χαρακτήρα των μελωδιών του, καθώς και για την διαύγεια της κάθετης αρμονίας.
Τέλος, ερμηνεύθηκε το Ελεγειακό τρίο αρ. 1 σε σολ ελάσσονα για βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο. Όταν συνέθεσε αυτό το έργο ο Ραχμάνινοφ δεν είχε ακόμα φτάσει στην ώριμη συνθετική του περίοδο. Ωστόσο, ο λυρισμός, η ατμοσφαιρικότητα, η ανεπαίσθητη ανάδυση φωνών, η παρορμητικότητα, ο δυναμισμός, η εξωστρέφεια και ο διάλογος μεταξύ των οργάνων κατά την εκτέλεση ανέδειξαν το έργο, το οποίο –ερμηνευμένο σε ένα tempo που του έδωσε περιθώριο να ξεδιπλώσει τον μελωδικό του πλούτο και τον μυστηριακό του χαρακτήρα– κατάφερε να μεταδώσει μία στοιχειωμένη και ομιχλώδη ατμόσφαιρα!
Με την ολοκλήρωση όλων των έργων και μετά από το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού μέσα στην κατάμεστη αίθουσα, οι τρεις ερμηνευτές επέστρεψαν στη σκηνή για ένα encore. Έπαιξαν με γκροτέσκο τρόπο το Tango pathétique του Peter Kiesewetter (1945-2012), ένα σύντομο έργο βασισμένο στο κύριο θέμα του πρώτου μέρους του Κοντσέρτου για βιολί σε ρε μείζονα, έργο 35 του Τσαϊκόφσκυ, μέντορα του Ραχμάνινοφ.
Έτσι, με τις δύο αυτές συναυλίες φαίνεται να πέφτει σιγά-σιγά με έναν όμορφο τρόπο η αυλαία στο φετινό επετειακό για τον Ραχμάνινοφ έτος!
*H Elena Fiedeldey (Έλενα Φίντελνταϋ) είναι μουσικολόγος, τελειόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ.