Χαίρεται κανείς να παρακολουθεί θερινούς μουσικούς θεσμούς να ευδοκιμούν και να αναπτύσσονται στην ελληνική περιφέρεια. Θεσμούς που οφείλουν την ύπαρξή τους κυρίως στην ιδιωτική πρωτοβουλία, μιας που η οικονομική κρίση, η οποία δοκιμάζει τη χώρα μας, σπάνια επιτρέπει στους δήμους μια πραγματικά γενναιόδωρη συνδρομή.
Τα νησιά μας τους καλοκαιρινούς μήνες εξακολουθούν να αποτελούν εξαιρετικό πόλο έλξης για τουρίστες από κάθε γωνιά της γης. Η υποστήριξη και η ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού θα έπρεπε να βρίσκεται στις απόλυτες προτεραιότητες της πατρίδας μας, ως ενίσχυση των εσόδων ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Ο Peter Tiboris, διαπρεπής Έλληνας αρχιμουσικός της διασποράς, που εδρεύει στην Νέα Υόρκη, πριν από δεκατρία ακριβώς χρόνια εγκαινίασε το Φεστιβάλ Αιγαίου, το οποίο κάθε καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του Ιουλίου, πραγματοποιείται στην αρχοντική Σύρο. Στο πλευρό του, πολύτιμη συνεργάτιδά του έχει την σύζυγό του, υψίφωνο Eilana Lappalainen, η οποία εκτός από τις εμφανίσεις της στο Φεστιβάλ, έχει αναλάβει την διεύθυνση του στούντιο όπερας.
Το σημαντικής ιστορίας αυτό αρχοντικό νησί των Κυκλάδων διαθέτει ένα λαμπρό θέατρο, τοποθετημένο στην Ερμούπολη. Ο λόγος για το Θέατρο «Απόλλων», σχεδιασμένο από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Pietro Sarbo, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε το 1864, ακριβώς την ίδια χρονιά που άνοιξε την αυλαία του παρουσιάζοντας παράσταση της όπερας Rigoletto του Giuseppe Verdi. Ας σημειωθεί, ότι έκτοτε μεγάλες φυσιογνωμίες της τέχνης, τόσο Έλληνες όσο και ξένοι, τίμησαν τη σκηνή του θεάτρου, ενώ θίασοι περνούσαν ολόκληρες σαιζόν παρουσιάζοντας τη δουλειά τους στο διαμάντι της Σύρου και γοητεύοντας το κοινό τους. Το θέατρο «Απόλλων» αποτελεί την κεντρική σκηνή του Φεστιβάλ Αιγαίου.
Παρακολουθήσαμε εκδηλώσεις της πρώτης εβδομάδας του Φεστιβάλ, το οποίο άρχισε στις 16 και ολοκληρώθηκε στις 30/7. Μια μέρα πριν από την επίσημη έναρξη, στο πλαίσιο ενός προ-φεστιβαλικού κύκλου εκδηλώσεων, στο Megaron Café, παραδοσιακού χαρακτήρα καφέ εποχής, ακούσαμε συναυλία νέων λυρικών τραγουδιστών (Walker J. Jackson, Mark Jurgenson, Μαριλένα Στριφτόμπολα, Vasko Zdravkov, Miguel Angel Vasquez κ.ά.), που ερμήνευσαν αποσπάσματα από διάσημα musicals: μας κράτησαν συντροφιά μελωδίες όπως του τραγουδιού Oh What a Beautiful Mornin από την τρίτη πράξη του Oklahoma! των Richard Rodgers και Oscar Hammerstein IΙ ή του Summertime από την πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης της όπερας Porgy and Bess του George Gershwin. Τους τραγουδιστές συνόδευσε δίνοντας ιδιαίτερη πνοή στα κομμάτια ο πάντα άρτια προετοιμασμένος πιανίστας Μάριος Καζάς.
Το φετινό Φεστιβάλ Αιγαίου άνοιξε με συναυλία της ορχήστρας Pan-European Philharmonia of Warsaw, υπό τη διεύθυνση του Tiboris, και ειδικότερα με μια ενθουσιώδη ερμηνεία της εισαγωγής στο κωμικό Singspiel με τίτλο Der Schauspieldirektor (Ο Ιμπρεσάριος), KV 486, του Wolfgang Amadeus Mozart. Στη συνέχεια, ακούσαμε την Λειτουργία KV317, γνωστή με την επονομασία Λειτουρίας της Στέψης, του ίδιου συνθέτη, η οποία έλαβε τον τίτλο της στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, δηλαδή μετά από τον θάνατο του δημιουργού της, λόγω της δημοτικότητάς της στη βιεννέζικη αυτοκρατορική Αυλή (το έργο ολοκληρώθηκε το 1779). Θα σημειώσουμε ότι ο Joseph Haydn υπήρξε ένας από τους πολλούς θαυμαστές του έργου. Ο Tiboris έχοντας στη διάθεσή του ένα καλά δεμένο φωνητικό κουαρτέτο, σχηματισμένο από τους Camille Ortiz-Lafont, σοπράνο, Μιράντα Μακρυνιώτη, μέτζο, Mark Jurgenson, τενόρο, και Νικόλα Καραγκιαούρη, βαρύτονο, όπως και τα μέλη έξι χορωδιών, απέδωσε το έργο με την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια. Οι χορωδίες που συμμετείχαν ήταν οι ακόλουθες: The Yellow Rose Singers, Proclamation Chorale, Camerata Singers, Sun Valley Community Church Traditional Choir, Kairos Youth Choir και Φωνητικό Σύνολο «Solartissimo» του Σύγχρονου Ωδείου Λάρισας.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος της συναυλίας, από ερμηνευτικής άποψης, εντοπίστηκε στο δεύτερο μέρος, κατά το οποίο λάβαμε μια μεστή ερμηνεία της Συμφωνίας αρ. 4, Op. 36, του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, ολοκληρωμένη το 1878. Πιο συγκεκριμένα, ο αρχιμουσικός πέτυχε να εκμαιεύσει από τους μουσικούς της ορχήστρας του μια ανάγνωση σκούρων συναισθηματικών αποχρώσεων (πρώτο μέρος, Andante sostenuto, όπου το μοτίβο της μοίρας κάνει τόσο έντονα την εμφάνισή του), όπως και λυρική εκεί που χρειαζόταν (δεύτερο μέρος, Andantino). Η εκλεπτυσμένη εκτέλεση των pizzicato ostinato περασμάτων από τους έγχορδους, κατά το τρίτο μέρος, Scherzo, ήταν προσεγμένη και εντυπωσιακή, όπως, εξάλλου, και η δυναμική κλιμάκωση του επιβλητικού καταληκτικού μέρους, Allegro con fuoco.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας (17/6), στον Ιερό Ναό του Αγ. Νικολάου, ακούσαμε συναυλία θρησκευτικής μουσικής. Στο πρώτο μέρος, ο Tiboris επανέλαβε την επιτυχημένη του ερμηνεία της Λειτουργίας KV317 του Mozart, που ακούσαμε και κατά την προηγούμενη βραδινή συναυλία (υπήρξε αλλαγή σε δύο σολίστ του φωνητικού κουαρτέτου: Μαριλένα Στριφτόμπολα, σοπράνο, και Benoit Pitre, μπασοβαρύτονος, μουσικότατοι και οι δύο). Όπως και την προηγούμενη βραδιά, έτσι και εδώ, το υπέροχο σόλο της σοπράνο (Agnus Dei), μια από τις μεγάλες σελίδες του θεϊκού συνθέτη, ανατέθηκε από τον μαέστρο στο τμήμα της παιδικής χορωδίας (η οποία, όντως, ερμήνευσε με χάρη), με αποτέλεσμα σε καμία από τις δύο ερμηνείες να μην μπορέσουμε να χαρούμε τις φωνές των δύο υψιφώνων, όπως εξάλλου και την ίδια τη σύνθεση με τον τρόπο που την οραματίστηκε ο μουσουργός.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας, καλύφθηκε από χορωδιακή μουσική a cappella (δηλ. χωρίς την συνοδεία οργάνων), ερμηνευμένη από το Φωνητικό Σύνολο «Solartissimo» του Σύγχρονου Ωδείου Λάρισας, υπό τη διεύθυνση του Νίκου Ευθυμιάδη. Σε σύντομης διάρκειας, αλλά υψηλών μουσικών απαιτήσεων, έργα των δασκάλων της αναγέννησης Giovanni Pierluigi da Palestrina (Jesu! Rex admirabilis και Adoramus Te), Felice Anerio (Jesu mi dulcissime), Tomás Luis de Victoria (Ave Maria) και Jacques Arcadelt (Ave Maria), αλλά και σε συνθέσεις των κατά πολύ μεταγενεστέρων Camille Saint-Saëns (Ave Verum Corpus), Sergei Rachmaninov (Bogoroditse Devo) και Maurice Duruflé (Ubi Caritas), η υψηλή ποιότητα της συνεργασίας του χαρισματικού Ευθυμιάδη με το σύνολό του οδήγησε σε πραγματικά αποκαλυπτικές ερμηνείες σπάνιας πνευματικότητας και εκφραστικής συγκίνησης. Η προσοχή στις αυξομειώσεις δυναμικής, η άρτια συγχρονισμένη ομαδική αναπνοή, ο σεβασμός στο ιδιαίτερο ύφος του κάθε έργου και στο νόημα των λέξεων του κειμένου, υπήρξαν ορισμένα από τα πολλά στοιχεία που ξεχωρίσαμε.
Madama Butterfly
Προχωρώντας, κατά την επόμενη βραδιά, παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της μεγάλης φετινής οπερατικής παραγωγής του Φεστιβάλ που δεν ήταν άλλη από την Madama Butterfly του Giacomo Puccini.
O Puccini, έχοντας προηγουμένως μελετήσει την Ιαπωνική μουσική, τον πολιτισμό και τα ήθη της χώρας αυτής, άρχισε κατά την ανατολή του 1902 με ενθουσιασμό να συνθέτει την όπερά του συνεργαζόμενους με τους αγαπημένους του συνεργάτες, λιμπρετίστες Luigi Illica (ο οποίος υπήρξε και συνεργάτης του δικού μας Σπύρου Σαμάρα) και Giuseppe Giacosa.
Η παρτιτούρα της Butterfly, που ολοκληρώθηκε κατά το τέλος του 1903, ανήκει στα αθάνατα αριστουργήματα της οπερατικής φιλολογίας, γραμμένη με αριστοτεχνικό τρόπο. Η μουσική είναι πραγματικά μεθυστική και ξεχειλίζει από συγκίνηση, ενώ κάθε μουσική φράση είναι δουλεμένη με ιδιαίτερη ευαισθησία. Οι άρτια δομημένες όσο και ευκολομνημόνευτες μελωδίες, όπως και η λαμπρή ενορχήστρωση, συναρπάζουν.
Κατά την πρόσφατη παραγωγή της Σύρου, τον απαιτητικότατο πρωταγωνιστικό ρόλο κράτησε η Φινλανδή Eilana Lappalainen. Πρόκειται για υψίφωνο της οποίας η έμπειρη γνώση και η φωνητική ωριμότητα πρόσθεταν στην απόδοσή της. Πέτυχε με ιδιαίτερο και ασφαλώς δυναμικό τρόπο να φωτίσει την εξέλιξη της νεαρής Ιαπωνίδας ηρωίδας από γοητευτικό νεαρό κορίτσι, όπως την συναντάμε στην πρώτη πράξη, σε μια πραγματική τραγική μορφή, της τρίτης και τελευταίας πράξης. Η δραματική της φωνή, με ευκολίες στην ψηλότερη φωνητική περιοχή, όπως και η όλο αμεσότητα υποκριτική της δεινότητα, κέρδισαν τις εντυπώσεις.
Ο Ιταλός τενόρος Alessio Borraggine, όπως πληροφορηθήκαμε, ενσάρκωνε για πρώτη φορά επί σκηνής τον ρόλο του Αμερικανού αξιωματικού B.F. Pinkerton. Με φωνή ωραίου ηχοχρώματος και με καλή τεχνική (δεν κρύβουμε, ωστόσο, ότι κάποιες φορές δεν αισθανόταν ιδιαίτερα βολικά αντιμέτωπος με τις ψηλές νότες του ρόλου), απέδωσε πειστικά τον ήρωα, που αρχικά παντρεύεται την νεαρή γκέισα και στη συνέχεια την αφήνει πίσω του να τον περιμένει αδίκως, αφού ο ίδιος επιστρέφει με τη νέα του σύζυγο για να της πάρει το παιδί τους, γεγονός που τη συνθλίβει και την οδηγεί στην αυτοκτονία.
Η Suzuki, υπηρέτρια της Butterfly, ερμηνεύτηκε με συνέπεια από την Αμερικανίδα μεσόφωνο Jennifer Arnold.
Η συμμετοχή του Νικόλα Καραγκιαούρη θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα από τα μεγάλα θετικά της παράστασης. Επωμιζόμενος τον σημαντικό ρόλο του Αμερικανού διπλωμάτη Sharpless έδειξε πραγματική συμπόνια ως ο ήρωας εκείνος που στέκεται μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών προσπαθώντας να ισορροπήσει την καταδικασμένη σχέση τους και τελικά, να απαλύνει-όσο μπορεί- τον δυσβάσταχτο πόνο της Butterfly ο οποίος έρχεται ως αποτέλεσμα της επιπολαιότητας του Pinkerton. Ο καλλιτέχνης είχε σκεφθεί σε βάθος τον ρόλο: τραγούδησε με ευαισθησία, φωνητική επάρκεια, τονική σταθερότητα και έπαιξε στοχεύοντας στην ουσία, ενώ με προσοχή και χαρακτηριστική εκφραστική ευγένεια έφερε στην επιφάνεια τα ευαίσθητα και ανθρώπινα στοιχεία του Sharpless. Επιπλέον, οι σχηματισμοί των φράσεων και ιδιαίτερα οι διαφορές δυναμικής (ακούσαμε ωραία piani), ερμηνεύτηκαν με νόημα από τον ίδιο.
Ο τενόρος Walker J. Jackson υπήρξε εξίσου εύστοχος στην ερμηνεία του ύπουλου διαμεσολαβητή συνοικεσίων Goro, με φωνή και κίνηση που υπηρετούσαν με ένταση τον ρόλο.
Στους μικρότερους ρόλους ξεχωρίσαμε τους Vasko Zdravkov, βαρύτονο (Πρίγκιπας Yamadori), Benoit Pitre, μπασοβαρύτονο (Μπόνζο), Miguel Angel Vasquez (Αυτοκρατορικός Επίτροπος) και Camille Ortiz-Lafont (Kate Pinkerton).
Η χορωδία απέδωσε με τονική ευστοχία και καθαρή άρθρωση τα δικά της μέρη.
Ο ήχος της ορχήστρας ήταν γεμάτος και αναλυτικός. Το σύνολο, απέδωσε με το σωστό αίσθημα τις μεγάλες λυρικές φράσεις του Puccini έχοντας στο τιμόνι του τον έμπειρο Ιταλό αρχιμουσικό Giovanni Pacor. Ο τελευταίος στήριξε τους τραγουδιστές του με γνώση και προσοχή, τελικά χαρίζοντας μια παράσταση ευαίσθητα λαξευμένη και όλο παλμό.
Η σκηνοθεσία του ικανού Johannes Weigand ευχαρίστησε παραμένοντας στο πλαίσιο των ειδικών ζητουμένων της πλοκής και μένοντας μακριά από οιαδήποτε υπερβολή. Ο σκηνοθέτης κίνησε με νόημα τους τραγουδιστές σεβόμενος το περιορισμένο μέγεθος της σκηνής. Ο σωστά εστιασμένος φωτισμός, τα απέριττα σκηνικά, εμπνευσμένα από την ιαπωνική αρχιτεκτονική, του Jens Huebner, όπως και τα κοστούμια (σύμφωνα με το έντυπο πρόγραμμα, προερχόμενα από διαφόρους φορείς: το Anhaltisches Theater Dessau, την Lappalainen και την Εύα Σεφεριάδου) πρόσθεταν στο όλο καλαίσθητο εικαστικό αποτέλεσμα. Ασφαλώς, μια από τις αρτιότερες παραγωγές του Φεστιβάλ Αιγαίου των τελευταίων ετών.