τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.
Τριακοστό έκτο 2013.
MATAIA ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ ἐπί 3ωρο ἴσως, ἀνάμεσα σὲ ἀποκόμματα κριτι-κῶν 5 καὶ πλέον δεκαετιῶν, κριτικὴ συνόλου μουσικῆς δωματίου ποὺ νὰ εἶχα ἐξυμνήσει τόσο, ὅσο προτίθεμαι νὰ κάμω (ἀμφιβάλλω ἂν κατορθώσω νὰ περιγράψω μὲ λέξεις τὴ μοναδικότητά του…) γιὰ τὸ Τρίο ποὺ συναπε-τέλεσαν ὁ δικαίως πασίγνωστος Ρῶσος βιολιστὴς Γκιντὸν Κρέμερ (Gidon Kremer, γ. Ρίγα Λεττονίας, 27.2.1947) μὲ δύο πολὺ νεότερές του ἀλλ᾽ ἀπολύτως ἰσόκυρές του μουσικούς, τὴν Λιθουανὴ βιολοντσελίστα μὲ τὸ 7σύλλαβο ἐπώνυμο-ἁμαξοστοιχία Γκήντρε ἢ Γκιέντρε Ντιρβαν-αουσκάϊτε (Giedre Dirvanauskaïtè, γ. Κόνας Λιθουανίας, νεότατη: τὸ πρόγραμμα ἀποσιωποῦσεν τὴν ἠλικία της ἐνῶ τὸ Διαδίκτυο, κάκιστα, τὴν ἴδια) καὶ τὴν ἐξ᾽ ἴσου Γεωργιανὴ πιανίστα ἑρμηνεύτρια Χάτια (ἔτσι προφέρεται καὶ μεταγράφεται: ὄχι…Κάτια) Μπουνιατισβίλι (Κhatia Buniatishvili, γ. Τιφλίδα, 21.6.1987) ποὺ ἐντελῶς πρόσφατα μᾶς ἀπο-γείωσε στὴν αἴθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος».
Στὸ ἀρχεῖο μου συνάντησα ἄφθονα κείμενα γιὰ σύνολα μουσικῆς δωματίου (τρίο μὲ πιάνο, κουαρτέτα ἐγχόρδων κ.λπ) οἰκουμενικῆς ἐμβελείας. Κανένα, ὅμως δὲ μὲ σφράγισε τόσο πύρινα, ὅσο αὐτὸ τὸ ἄκρως ἐπώνυμο μὲν ὡς πρὸς τὰ ἄτομα-συνιστῶσες, ἀλλὰ τελικῶς… ἀνεπώνυμο τρίο κολοσσῶν ἑρμηνευτῶν μὲ κοινὴ σοβιετικὴ καταγωγή. Θὰ συνέκρινα μαζί τους μόνον τὴν ἐκτέλεση τοῦ «Ὀκτέτου» γιὰ φλάουτο, κλαρινέτο, φαγκότο, τρομπέτα, τρομπόνι, πιάνο, βιολί, βιολοντσέλο (1931) τοῦ Νίκου Σκαλκώτα ἀπὸ μέλη τῆς νεοπαγοῦς τότε London Sinfonietta, ἐφήβους 18-20 ἐτῶν, στὸ Ἀγγλικὸ Φεστιβάλ Μπὰχ τοῦ Λονδίνου, Μάϊο 1973: τὸ μεταμόρφωσαν σὲ ἠχητικὴ θωπεία ποὺ θύμιζε τὶς πιὸ αἰθέριες ἑρμηνεῖες Μότσαρτ καὶ Χάϋντν.
Ὅ,τι ἀντιδιαστέλλει, μὲ τρόπο ἐκτυφλωτικὸ σχεδὸν τὸ «Τρίο Κρέ-μερ» (τὸ ὀνοματίζω ἐγνωσμένως αὐθαίρετα ἔτσι, χάριν συντομίας) ἀπὸ ἰσόκυρα ἄλλα σύνολα, εἶναι ὅτι ἡ πνοὴ καὶ ἡ ποιότητα τῶν ἐπιδόσεών τους, μὲ ἐκκωφαντικὴ σιγὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν βιαιότητα ποὺ τοῦ ταιριάζει, ἀπορρίπτει ὀφθαλμοφανέστατα ὅλο τὸ παγκόσμιο σύστημα τοῦ «μάρκε-τινγκ» ποὺ διακινεῖ ἀνὰ τὴν ὑδρόγειο φθείροντας ἀνεπαισθήτως ἀλλὰ σταθερότατα χιλιάδες σολίστ καὶ συγκροτήματα ὑποσχετικότατα στὴν ἐκκίνησή τους, μηρυκάζοντα τελικῶς χιλιοδουλεμένες ἑρμηνεῖες, καῖ μετακινούμενοι ἐντὸς ὡρῶν ἀπὸ τὴν Ἀλάσκα (θερμοκρασία: -40º Κ) στούς τροπικούς (θερμοκρασία: + 40º Κ). Καὶ ἀρχίζουμε ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες: μᾶς θάμπωσαν ἐξ ἴσου ἀρετὲς ἑνὸς ἑκάστου τῶν μελῶν σὲ λεπτομέρειες, ὅπως λ.χ. τὰ μεστὰ σὲ ἦχο ἀπόκοσμης ἐκφραστικότητασ «πιτσικάτι» βιολιοῦ καὶ ὁ τὸ ἐκ βαθέων πλὴν ὑψιπετὲς καὶ εὐγενέστατο ἠχητικὰ τραγοῦδι τοῦ βιολοντσέλου, δίχως νὰ παραλείψουμε ἤδη γνωστό μας στιλπνότατο toucher τῆς Buniatishvili: μᾶς πῆρε τὴν πνοὴ ἕνα κοφτὸ, ἀπότομο, στακκάτο της, ὕστερα ἀπὸ ὁλόψυχο τραγούδημα ὑπέροχης καντιλένας! τὸ προσωπικότατο παίξιμό της συγκρίνουμε μόνον μ’ ἐκεῖνο δύο μεγίστων Κινέζων, τοῦ παλαιότερου Φοῦ Τσὸνγκ (γ. 1934) καὶ τῆς άπείρως νεωτέρας Ντὶ Χσιάο (νεότερη λατινικὴ μεταγραφή: Di Xiao, ἀντὶ τοῦ παλαιοτέρου, πλέον εὔληπτου Di Hsiao) ποὺ ἐπίσης ἀκούσαμε στὴν Ἀθήνα. Ἐδῶ συσχηματίσθηκε μὲ δύο ἄλλα ὄργανα, σὲ τριάδα ἀδιαίρετο καὶ ὁμοούσιο, καὶ ἕνα παντεπόπτη νοῦ χάρη στὴν ὁποῖο συνειδητοποιήσαμε ὡς ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει ὅ,τι θὰ ἀποκαλούσαμε ἑρμη-νεία βάθους. Ὅ,τι ἀκούσαμε δὲν ἀνῆκε στὸν κόσμο τοῦτο ποὺ τὶς ἀθλιό-τητές του, γιὰ ἐλάχιστους ὅμως «μεμυημένους» κυριολεκτικὰ κονιορτ-ποιοῦσε…
Πρόγραμμα ἀποθαρρυντικότατο γιὰ ἀγορααίους φιλομούσους: γιὰ νιοστὴ φορὰ συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὁ Ραχμάνινωφ εἶναι μέγας συνθέτης, δυστυχῶς γνωστὸς γιὰ λάθος ἔργα, τὰ μυριομυρηκαζόμενα Δεύτερο, ντο ἐλ. (1900-01) καὶ Τρίτο. ρε ἐλ. (1909) Κοντσέρτα γιά πιάνο, καὶ τὶς τέλεια δουλεμένες Παραλλαγὲς σὲ ἕνα θέμα Παγκανίνι (1934). Τὸ πρόγραμμά τους περιλάμβανε τὰ δὐο Ἐλεγειακὰ Τρίο του, ἀποκαλύ-πτοντας ἐνδιαμέσως ἠμιάγνωστο, δυστυχῶς, πολωνοεβραϊκῆς καταγω-γῆς σοβιετικὸ συνθέτη διαμετρήματος, τὸ Mieczysław Weinberg, ποὺ ἑλληνικὰ πιθανότατα προφέρεται Μιετσυσουάβ (sic), ὄχι ὅμως… Μιτσι-σλάφ (;!) ὡς ἐπέμενε τὸ πρόγραμμα. Τὰ τρία ἔργα:
1. ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ, ΣΕΡΓΚΕΪ BAΣΙΛΙΕΒΙΤΣ (Rachmaninoff, Ser-gei Vasilievich, 1873-1943): «Ἐλεγειακὸ Τρίο», σολ ἐλ., ἀρ. 1, ἕνα μέρος, χωρὶς ἀρίθμηση opus, (1890-91, α΄ ἐκτ. Ἰαν. 1892). Κεραυνόπληκτοι ἐξ᾽ ἀρχῆς ἀπὸ ποιότητα ἤχου καὶ ὑψηλότατη σύμπνοια ἑρμηνείας, τὴν προσοχή μας τελικὰ ἐπικέντρωσε ἡ θεία καντιλένα τοῦ βιολοντσέλου, μὲ διακριτικὴ ἠχητικὴ λάμψη ποὺ γνώριζε πὸτε νὰ μεταμορφώνει σὲ φλόγα.
2. ΒΑΪΝΜΠΕΡΓΚ, ΜΙΕΤΣΥΣΟΥΑΒ (Weinberg, Mieczysław, 1919 –1996), σύμφωνα μὲ ἀνύνυμο σχολιαστὴ (Βικιπαίδεια) «ὁ τρίτος μεγά-λος σοβιετικὸς συνθέτης μαζὶ μὲ τοὺς Προκόφιεφ καὶ Σοστακόβιτς», αὐτονόητα ὅλως ἄγνωστος ἐν Ἑλλαδιστὰν. Πολυγραφότατος, συνέθεσε 7 ὄπερες ἐξ’ μόνον ἡ τελευταία, «Ἡ ἐπιβάτιδα» (1967-68) παίχθηκε ἐκτὸς Ρωσίας μόλις τὸ 2006 (Μπρέγκεντς Αὐστρίας, Ἀγγλία, μὲ ἀνάμεικτες κριτικές), 22 συμφωνίες, ἄλλα ὀρχηστρικὰ ἔργα, ἐξ᾽ ὧν 4 συμφωνίες δωματίου καὶ 2 συμφωνιέτες, 17 κουαρτέτα ἐγχόρδων, 8 σονάτες γιὰ βιολί (5 μὲ πιάνο, 3 σόλο), 26 πρελούντια καὶ 6 σονάτες (4 μὲ πιάνο, 2 σόλο) γιὰ βιολοντσέλο, καὶ μουσικὴ γιὰ 40 καὶ πλέον ταινίες, κανονικὲς καὶ κινουμέων σχεδίων! Αὐτονόητα δὲν σχολιάζουμε τὴν ἄγνω-στή μας δημιουργία του, ἀλλὰ τὸ Τρίο μὲ πιάνο, ἔργο 24 (1945), ποὺ ἀκούσαμε, μεῖζον ἀριστούργημα μουσικῆς τοῦ 20οῦ αἰ. Α΄ μέρος, Πρελού-ντιο καὶ Ἄρια, Larghetto: ἐξαρχῆς μᾶς καθήλωσε ὑψἰστης ἠχητικῆς ποιότητος πιτσικάτο παρεστιγμένων. β΄: Τοκκάτα-Allegro μουσικὴ ἐκθαμβωτικὰ σύγχρονη καίτοι γραμμένη πρὸ 68ετίας, ὅταν ἡ δυτικοευρωπαικὴ «πρωτοπορεικὴ» ἀλητεία ἀκόμη βύζαινε, σὲ τρομερὴ δραματικὴ ἀνιοῦσα. γ΄, Ποίημα-Moderato, οὐράνια καντιλένα πιάνου μὲ λεπτότατους ἰριδισμούς δυναμικῆς, πάνω σὲ ἠχητικὰ ἀποπνευματωμένα σχόλιο, πιτσικάτο καὶ arco (δοξάρι) βιολιοῦ καὶ βιολοντσέλου. δ΄: κυριάρ-χησε ἐκτενές ὀνειρικὸ σόλο τῆς Μπουνιατισβίλι. Ἀπειράριθμες ἐναλλαγὲς ἐκφραστικῶν διαθέσεων συναπετέλεσαν ὑπέργειο ἑρμηνευτικὸ ὅραμα.
3. ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ, ΣΕΡΓΚΕΪ : «Ἐλεγειακό Τρίο», ρε ἐλ. ἀρ. 2, op. 9 (1893, ἀναθ. 1906), τέσσερα μέρη: α΄, moderato; κατιὸν χρωματικὸ μοτίβο πιάνου, τροφοδοτεῖ βαθμιαῖα ἀλλ᾽ ἀδήριτα ὑποστασι-οποίηση-ἀπογείωση βιολιοῦ καὶ βιολοντσέλου, καταλήγουσα σὲ μεσαῖο ἀντικορύφωμα, ἥρεμο τοπίο ἀλπικῆς λίμνης. Τὸ ἀρχικὸ χρωματικὸ μοτίβο στὰ ἔγχορδα, ἀπογειώνει τώρα ἕνα πιάνο ποὺ μᾶς ἄφησε ἄλαλους, ὅπως καὶ στὸ β΄ μέρος quasi moderato, ἡ ἀπειρία τῶν ἐκφραστικῶν του μετσμορφώσεων, γύρω ἀπὸ μοτίβο κατιόντων ἠμιτονίου-τρίτης μικρῆς. Στὸ γ΄ μέρος, συνδυαστικὲς ὑπομνήσεις τῶν ὡς ἄνω θεματικῶν στοιχεί-ων, ἀποκάλυψαν τὴν ἀσύλληπτη θεματική-μοτιβικὴ συνέπεια τοῦ ἔργου ποὺ ὁλοκληρώνεται συναρπαστικὰ σὲ κυκλικὴ μορφή!
Σὲ 22 χρόνια λειτουργίας ποτὲ τὸ Μέγαρο δὲν πρόσφερε τέτοια ποιότητα. Καὶ δὴ σὲ τόσο ζοφερότατες ἐποχές…(Αἴθουσα ΧΔΛ, 14.12.2013).