Μία σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν εν είδη preambulum στο σημερινό μας κριτικό σημείωμα: Όταν στις 26 Οκτωβρίου 2017 επισκεφθήκαμε το Victoria and Albert Museum του Λονδίνου προκειμένου να δούμε την με υποδειγματικό τρόπο σχεδιασμένη και παρουσιασμένη, τόσο πλούσια σε υλικό και αυθεντικά αντικείμενα, έκθεση που έφερε τον τίτλο Opera: Passion, Power and Politics (Όπερα: Πάθος, Ισχύς και Πολιτική), ως τελευταίο από τα επτά μελοδράματα μέσα από τα οποία ο επισκέπτης παρακολουθούσε την σχεδόν τετρακοσίων ετών πορεία του είδους στον χρόνο, βρήκαμε εύστοχη την επιλογή της Леди Макбет Мценского уезда (Lady Macbeth από το Mtsensk).
Το εν λόγω έργο, μέσω του οποίου αναδείχθηκε έξοχα το κομμάτι «όπερα και πολιτική» της έκθεσης, συνετέθη από τον κατά την εποχή της δημιουργίας του νεαρό αλλά ήδη διάσημο Ρώσο μουσουργό, Dmitri Shostakovich (1906-1975). Αποτελεί έμμεσο σχολιασμό της πολιτικής κατάστασης της πατρίδας του και για αυτό λογοκρίθηκε από την πολιτική εξουσία. Ιδανική επιλογή, αν και όχι μοναδικό παράδειγμα, όπερας που φώτιζε με απολύτως εύστοχο τρόπο τη θεματική της έκθεσης.
Με την Lady Macbeth από το Mtsensk o Shostakovich παραδίδει τη δεύτερη και τελευταία ολοκληρωμένη όπερά του (θυμίζουμε ότι σώζονται προσχέδια για άλλες όπερες που ουδέποτε έφθασαν στο τέλος της σύνθεσης), έναν από τους πολυτιμότερους καρπούς του. Ένα δημιούργημα καθαρά πρωτοποριακό, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 22 Ιανουαρίου 1934 στο Λένινγκραντ (Leningrad Maly Operny). Η πρεμιέρα άφησε εποχή εντυπωσιάζοντας το κοινό. Μολονότι η υποδοχή του έργου ήταν θριαμβευτική και παιζόταν σε διάφορα λυρικά θέατρα όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και της Ευρώπης, στην πορεία απαγορεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση όταν ξαφνικά κάποιο βράδυ (το ημερολόγιο έδειχνε 26 Ιανουαρίου 1936), ο Joseph Stalin θέλησε να παρακολουθήσει την παράσταση και ανακάλυψε ότι τόσο το θέμα όσο και το ύφος της μουσικής δεν ήταν της αρεσκείας του.
Στην αρχή της πρώτης πράξης παρακολουθούμε την κεντρική ηρωίδα Katerina να διαμαρτύρεται για τη μοναξιά της και τον πληκτικό γάμο της με τον εύπορο έμπορο Zinovιy. Εμφανίζεται στη ζωή της ο Sergei, εργάτης του άντρα της, με τον οποίον δημιουργεί σχέση. Στη δεύτερη πράξη, η ίδια αφού δολοφονεί δηλητηριάζοντας με ποντικοφάρμακο τον απαίσιο πεθερό της Boris, ο οποίος της είχε συμπεριφερθεί άσχημα, προχωρά στη δολοφονία και του άντρα της, με τη βοήθεια του Sergei. Στην τρίτη πράξη παρακολουθούμε τον γάμο της με τον εραστή της, ενώ στη συνέχεια γίνεται η σύλληψή τους από την αστυνομία. Στην τέταρτη και τελευταία πράξη, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατούμενων, ο Sergei ερωτοτροπεί με την συγκρατούμενή τους, Sonyetka. Στο τέλος της όπερας, η Katerina σπρώχνει την Sonyetka στο παγωμένο ποτάμι μέσα στο οποίο πέφτει και η ίδια. Έτσι τερματίζεται η ζωή της.
Ένα απολύτως αρνητικό όσο και δηλητηριώδες άρθρο στην εφημερίδα Pravda, το οποίο, σύμφωνα με κάποιους μελετητές ενδέχεται να είχε συντάξει ο ίδιος ο Stalin, υπήρξε καταπέλτης για τον νεαρό συνθέτη θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο τη σταδιοδρομία του αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Η όπερά του έπαυσε να παρουσιάζεται και μόνο το 1961 ξαναείδε το φως της δημοσιότητας.
Το 1962 αναθεωρήθηκε από τον Shostakovich, ο οποίος προέβη σε ορισμένες αλλαγές και αντικαταστάσεις, δίνοντας στη νέα εκδοχή της όπερας, το όνομα της ηρωίδας, Катерина Измайлова (Katerina Izmailova). Μολονότι η δεύτερη εκδοχή ασφαλώς παρουσιάζει ενδιαφέρον όσον αφορά κυρίως τις επεξεργασίες στην πρώτη πράξη, εντούτοις η αρχική εκδοχή είναι εκείνη που δίνει ατόφια τη νεανική σκέψη του συνθέτη, περιλαμβάνοντας πλήρη την καθαρά ορχηστρική μουσική, και που υιοθετείται σχεδόν αποκλειστικά στις μέρες μας.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) με συνέπεια συνεχίζοντας τη συστηματική παρουσίαση μεγάλων μελοδραμάτων του διεθνούς ρεπερτορίου του 20ού αιώνα, πρόσφατα ανέβασε την αρχική εκδοχή του έργου κερδίζοντας τις εντυπώσεις (παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα στις 12/5).
Η διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός του κινηματογράφου Fanny Ardant υπέγραφε τη σκηνοθεσία. Έχοντας μελετήσει το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το libretto του Alexander Preys, δηλαδή την εξαιρετικά πλούσια σε νοήματα νουβέλα του Ρώσσου συγγραφέα Nikolai Leskov (alias M. Stebnitsky) που εκδόθηκε το 1865, θέλησε να μείνει πιστή στην προεπαναστατική εποχή της Ρωσίας του δεκάτου ενάτου αιώνα. Απέδωσε με έντονα συναισθήματα τα δρώμενα, παράλληλα φωτίζοντας με σκέψη και με την απαιτούμενη δραματική αμεσότητα την υπόθεση.
Το πολυεπίπεδο σκηνικό του Tobias Hoheisel, τα απολύτως ταιριαστά στα ζητούμενα της υπόθεσης ωραιότατα σχεδιασμένα κοστούμια των Milena Canonero και Petra Reinhardt, όπως και ο με προσοχή μελετημένος φωτισμός του Luca Bigazzi, συνετέλεσαν σημαντικά στο άρτιο τελικό εικαστικό αποτέλεσμα.
Μέσα σε αυτό το κατάλληλο εικαστικό πλαίσιο μπόρεσαν οι τραγουδιστές αβίαστα να αναπτύξουν τους ρόλους τους.
Η Ρωσίδα υψίφωνος Svetlana Sozdateleva επωμίσθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Katerina Izmailova με έμπειρη γνώση, έχοντας προσεγγίσει την ηρωίδα κατά το παρελθόν σε σημαντικά λυρικά θέατρα. Σημειώνουμε ότι απέσπασε πολλούς επαίνους κατά τη συμμετοχή της στο πολυσυζητημένο όσο και καλοδουλεμένο ανέβασμα του γνωστού Νορβηγού σκηνοθέτη Ole Anders Tandberg, το οποίο υπήρξε συμπαραγωγή της Όπερας του Βερολίνου και της Νορβηγικής Όπερας και του Μπαλέτου του Όσλο (η πρεμιέρα της παραγωγής δόθηκε στις 5/9/2014, στη Νορβηγία): στη Νορβηγία τραγούδησε κατά τις παραστάσεις του Απριλίου 2016 και στην ίδια παραγωγή, που ανέβηκε στην Εθνική Όπερα της Φιλανδίας, κατά τις παραστάσεις του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου 2017. Βεβαίως είναι ένας ρόλος που ζητά πολλά από την πρωταγωνίστρια, φωνητικά και υποκριτικά. Μελετώντας κανείς την παρτιτούρα βλέπει ότι η φωνητική έκταση καλύπτει αρκετά χαμηλές όπως και αρκετά υψηλές περιοχές: αυτός είναι και ο λόγος που ο ρόλος τραγουδιέται άλλοτε από υψιφώνους και άλλοτε από μεσοφώνους. Η Sozdateleva από την πρώτη της σκηνή έπεισε ότι ήταν κάτοχος του μέρους της. Αξιοποιώντας τη μεγάλου μεγέθους και έκτασης φωνή της, ερμήνευσε με γνήσιο πάθος. Τραγούδησε μπολιάζοντας με συναισθηματική ένταση την κάθε νότα και υπογραμμίζοντας όχι μόνο την ανέμελη ή τη βίαιη πλευρά της ηρωίδας, αλλά και την πιο ανθρώπινη, κυρίως στο τέλος της όπερας. Έπεισε ότι η Katerina είναι μάλλον θύμα μίας διεφθαρμένης, υποκριτικής όσο και καταπιεστικής μικροαστικής κοινωνίας, που γίνεται φόνισσα λόγω των καταστάσεων, ενώ η αγάπη της για τον εργάτη Sergei είναι πραγματική μέχρι το τέλος, αν και δεν βρίσκει ανταπόκριση: κατά την τελευταία πράξη εκείνος αναφέρει ότι νιώθει ότι παρασύρθηκε σε πράξεις που δεν επιθυμούσε. Έτσι οδηγείται στην τιμωρία και την πτώση. Αξίζει να προστεθεί εδώ ότι ο ίδιος ο Shostakovich είχε αρκετές φορές εκφραστεί με συμπάθεια προς το πρόσωπο της ηρωίδας του.
Ιδιαίτερων ποιοτήτων υπήρξε ο Sergei του βραβευμένου Ρώσου τενόρου Sergei Semishkur, κορυφαίου σολίστ του Θεάτρου Mariinsky, και όχι δίχως λόγο. Η μεγάλων δυνατοτήτων εύρωστη φωνή του, η στη βάση της δουλεμένη τεχνική του και η εκφραστικότητα του τραγουδιού του αμέσως ξεχώρισαν από τη στιγμή που ακούστηκε για πρώτη φορά κατά την αρχική του είσοδο. Σκιαγράφησε τον ρόλο του γυναικά εραστή της Katerina με τον απαιτούμενο εξπρεσιονισμό και με αδρά εκφραστικά μέσα, επιπλέον αρθρώνοντας τις λέξεις του κειμένου με νόημα.
Οι υπόλοιποι ρόλοι της όπερας καλύφθηκαν από εκλεκτούς Έλληνες τραγουδιστές που στάθηκαν απολύτως στο ύψος των απαιτήσεων. Ειδικότερα, ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης (Boris) και ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος (Zinoviy) με προσοχή ερμήνευσαν τα μέρη, αντίστοιχα του πατέρα, που απογοητευμένος διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι η Katerina δεν έχει φέρει στον κόσμο ένα παιδί, και του γιου του, απατημένου άνδρα της Katerina, οδηγώντας στην επιφάνεια τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους που τους έκαναν τόσο αντιπαθείς στην ηρωίδα.
Η υψίφωνος Σοφία Κυανίδου, ως εργάτρια Askinya, τραγούδησε και έπαιξε με ένταση τη σκηνή της σεξουαλικής παρενόχλησης που δέχεται από τον Sergei και την ομάδα του κατά την πρώτη πράξη (δεύτερη σκηνή).
Η χαρακτηριστικά ωραία και πάντα γεμάτη φωνή της μεσοφώνου Victoria Maifatova ξεχώρισε στον σύντομο ρόλο της Sonyetka.
Τους άλλους μικρότερους ρόλους κάλυψαν οι Διονύσης Τσαντίνης (Επιστάτης, Αστυνόμος, Λοχίας), Γιώργος Ματθαιακάκης (Αχθοφόρος, Φύλακας), Φίλιππος Δελλατόλας (1ος αρχιεργάτης, μεθυσμένος καλεσμένος), Χαράλαμπος Βελισσάριος (2ος αρχιεργάτης), Παναγιώτης Πρίφτης (3ος αρχιεργάτης), Νίκος Στεφάνου (εξαθλιωμένος χωρικός), Σταμάτης Μπερής (Αμαξάς, Δάσκαλος), Βαγγέλης Μανιάτης (Αγγελιοφόρος, Αρχιφύλακας), Δημήτρης Κασιούμης (Παπάς) και Αντωνία Καλογήρου (Μια κατάδικος).
Η Χορωδία και η Ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό την προσεγμένη, αναλυτική και γεμάτη ενέργεια διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, απέδωσαν την πολυδαίδαλη και τεχνικά απαιτητική παρτιτούρα με ακρίβεια. Τα χάλκινα πνευστά, που είχαν τοποθετηθεί δεξιά και αριστερά της σκηνής, στα πλαϊνά θεωρεία, ακούστηκαν λαμπερά και επιβλητικά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Χριστόπουλος στήριξε κάθε στιγμή τους τραγουδιστές και πέτυχε να φέρει στην επιφάνεια τα συμφωνικά στοιχεία της γραφής του συνθέτη κτίζοντας με προσοχή τις κλιμακώσεις των καθαρά ορχηστρικών μερών (ιντερλούδια) της παρτιτούρας. Ακόμα, εκτός από τα τραγικά στοιχεία, ανέδειξε με νόημα και τις σαρκαστικές, κωμικές και γκροτέσκες πινελιές της υπέροχα ιδιάζουσας σοστακοβιτσιανής γραφής.
Ολοκληρώνοντας, αναλογιζόμαστε ότι θα ήταν εύστοχο κάποια στιγμή μελλοντικά να δούμε στην υπερσύχρονων τεχνικών δυνατοτήτων νέα σκηνή της ΕΛΣ (Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος) και ανέβασμα της προηγούμενης όπερας του συνθέτη, με τίτλο, Η Μύτη (Hoc), που αποτελεί ένα συναρπαστικό σατυρικό αριστούργημα.