Φωνητικά και εικαστικά μεγαλειώδης «Simon Boccanegra» από την ΕΛΣ, σε σύμπραξη με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου

Χριστόφορος Σταμπόγλης, Τσέλια Κοστέα, Ραμόν Βάργκας, Δημήτρης Πλατανιάς, Γιάννης Σελητσανιώτης, Χορωδία ΕΛΣ. Φωτο: Ανδρέας Σιμόπουλος.

 

Χριστόφορος Σταμπόγλης, Τσέλια Κοστέα, Ραμόν Βάργκας, Δημήτρης Πλατανιάς, Γιάννης Σελητσανιώτης, Χορωδία ΕΛΣ. Φωτο: Ανδρέας Σιμόπουλος.

 

Η όπερα «Simon Boccanegra» αποτελεί ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα, πλέον στοχαστικά και βαθύτατα ανθρώπινα επιτεύγματα του Giuseppe Verdi. Σώζεται σε δυο εκδοχές που χρονολογικά απέχουν αρκετά χρόνια μεταξύ τους: η αρχική εκδοχή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1857 (Βενετία, La Fenice), ενώ η δεύτερη, το 1881 (Μιλάνο, Teatro alla Scala). Δύο σημαντικοί λιμπρετίστες συνεργάστηκαν με τον μουσουργό για τη συγγραφή του ποιητικού κειμένου κάθε εκδοχής: οι Francesco Maria Piave (συγγραφέας του libretto του «Rigoletto» και της «Traviata») και Arrigo Boito (συγγραφέας του libretto του «Otello» και του «Falstaff»). Η πρεμιέρα της πρώτης εκδοχής δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Εντούτοις, στη συνέχεια το έργο παρουσιάστηκε σε άλλα μεγάλα λυρικά θέατρα και καταχειροκροτήθηκε. Στις μέρες μας, παρουσιάζεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στη δεύτερη εκδοχή του. Σε αυτή την τελευταία, που οφείλεται στην προτροπή και επιμονή του εκδότη Giulio Ricordi, ο Verdi φωτίζει ακόμη περισσότερο, συγκριτικά με την πρώτη, την ψυχοσύνθεση του ήρωά του.

Η αρκετά λαβυρινθώδης πλοκή της όπερας τοποθετείται στην αυγή του 14ου αιώνα και φωτίζει στιγμές της ζωής του πρώτου Δόγη της Γένοβας Simon Boccanegra (θ. 1363), που κάποτε υπήρξε κουρσάρος. O Boccanegra ανακαλύπτει την χαμένη του κόρη Maria Boccanegra, γνωστή ως Amelia Grimaldi, η οποία είχε υιοθετηθεί από τον Jacopo Fiesco (Andrea Grimaldi), που στην πραγματικότητα είναι παππούς της. Ο Γενοβέζος ευγενής Gabriele Adorno, αρχικά εχθρός και μετέπειτα σύμμαχος του Boccanegra, είναι ερωτευμένος με την Maria. Ο αυλικός, σύμβουλος και υποτιθέμενος φίλος του Δόγη, Paolo Albiani, ψευδώς αναφέρει στον Adorno ότι η Maria είναι ερωμένη του Δόγη, εξοργίζοντας τον νεαρό. Πριν από την καταδίκη του σε θάνατο, λόγω της ανεπιτυχούς εξέγερσης εναντίον του Δόγη που προκάλεσε, αποκαλύπτει ότι δηλητηρίασε τον Δόγη. Πριν πεθάνει ο τελευταίος, βλέπει την ένωση της κόρης του με τον Adorno, ο οποίος τον διαδέχεται στην εξουσία.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) ανέβασε πρόσφατα την όπερα αυτή (παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα, στις 19/1), που παρουσιάζεται μάλλον σπάνια, σε σχέση με άλλα έργα του ίδιου συνθέτη, σε σύμπραξη με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House, Covent Garden). Πιο συγκεκριμένα, η παραγωγή που είδαμε υπογράφεται από τον γνωστό Αυστραλό σκηνοθέτη Elijah Moshinsky και είχε ανέβει για πρώτη φορά στο Λονδίνο, το 1991. Έκτοτε παρουσιάστηκε αρκετές φορές. Μάλιστα, το 2010 ο τενόρος και μετέπειτα βαρύτονος Plácido Domingo εμφανίστηκε στον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο ίδιο θέατρο και σε αυτή την παραγωγή, που παρουσιάστηκε για τελευταία φορά στο Covent Garden μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο (οι παραστάσεις δόθηκαν από τις 15/11 μέχρι τις 10/12). Η μεγάλη αρετή της παραγωγής είναι τα υπέροχα κοστούμια εποχής του αξέχαστου Βρετανού ενδυματολόγου και στενού συνεργάτη του Franco Zeffirelli, Peter J. Hall (1926-2010), όπως και τα σκηνικά του Αμερικανού σκηνογράφου Michael Yeargan, που ακολουθούν με συνέπεια το ύφος της αναγεννησιακής εποχής της πλοκής, δηλαδή της Γένοβα. Ο εύστοχος φωτισμός του Βρετανού John Harrison προσθέτει στη συνολική θετική εντύπωση. Η ιστορική μελέτη που έχει προηγηθεί στο σχεδιασμό του κάθε κοστουμιού, το πορφυρό και χρυσό χρώμα, τα διάφορα αντικείμενα της εποχής (τηλεσκόπιο, χειρόγραφα και χαρακτηριστικά έπιπλα) κέντριζαν το ενδιαφέρον. Οι επιβλητικές κολόνες και οι γεωμετρικές αναλογίες,  ακόμα και το γαλάζιο φόντο, που μας έφερνε πιο κοντά στη θάλασσα του τόπου διεξαγωγής της πλοκής, θαρρούσες πως είχαν ξεπηδήσει από πίνακα μεγάλου αναγεννησιακού ζωγράφου. Σημειώνουμε, ότι η παραγωγή κυκλοφορεί σε DVD, με την πολύτιμη συμμετοχή του  Domingo στον ρόλο του Δόγη (EMI Classics, 9178259).

Η επιτυχία της ΕΛΣ δεν εστιαζόταν μόνον στην επιλογή της έξοχης βρετανικής παραγωγής, αλλά κυρίως σε εκείνη των φωνών. Οι πέντε κεντρικοί ρόλοι ανατέθηκαν σε λυρικούς καλλιτέχνες ολκής. Ειδικότερα, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς απέδωσε έναν συγκλονιστικό Boccanegra, με μεγαλοπρέπεια, προσεκτικό legato, ιδιωματική εκφορά του μουσικού κειμένου και γνώση των απαιτήσεων του βερντιάνικου ύφους (λ.χ. άρια της πρώτης πράξης, δεύτερης σκηνής, Plebe! Patrizi! Popolo dalla feroce storia!). Αξιοσημείωτος υπήρξε ο τρόπος με τον οποίον χειρίστηκε το ιδιαίτερων ποιοτήτων φωνητικό του οπλοστάσιο στην τελευταία σκηνή της όπερας, όπου ο ήρωας πεθαίνει, εναλλάσσοντας ευφυώς τα ηχοχρώματα και τις δυναμικές, που σημειώνονται στην παρτιτούρα, προκειμένου να εκφράσει πειστικότερα τα συναισθήματα του Δόγη. Ακόμη και η τελική πτώση του σώματός του στη σκηνή, σαν κορμός ενός κάποτε αγέρωχου και δυνατού δέντρου που καταρρέει ξαφνικά en bloc, έγινε με μελετημένο θεατρικό τρόπο, προκαλώντας έκπληξη και συνάμα τρόμο.

Η Ρουμάνα σοπράνο Celia Costea, που τα τελευταία χρόνια πρωταγωνιστεί σε πολλές μεγάλες παραγωγές της ΕΛΣ, πρόσφερε τον ρόλο της Maria Boccanegra/Amelia Grimaldi δουλεμένο στη λεπτομέρεια. Η γεμάτη και δραματική φωνή της είχε πολλά να προσφέρει στις στιγμές αγωνίας και ανησυχίας της ηρωίδας.

 Ως Jacopo Fiesco, ο μπάσος Χριστόφορος Σταμπόγλης κρίθηκε εξαιρετικός από την αρχή μέχρι το τέλος, τραγουδώντας με εκφραστική ωριμότητα και υποδειγματική τεχνική. Κατά τη γνώμη μας, από ερμηνευτικής άποψης τουλάχιστον, ίσως η ωραιότερη σκηνή της παράστασης υπήρξε εκείνη των Boccanegra και Fiesco (ντουέτο, M’ardon le tempia) στην τρίτη πράξη, όπου Πλατανιάς και Σταμπόγλης υπήρξαν άκρως συγκινητικοί δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό. Το ηχόχρωμα των φωνών τους και η ιδιωματική εκφραστική ενέργεια πραγματικά ταίριαξαν θαυμάσια μεταξύ τους οδηγώντας σε ένα λαμπρό αποτέλεσμα.

Η συμμετοχή του διάσημου Μεξικανού τενόρου Rámon Vargas, ενίσχυσε απολύτως τις εντυπώσεις και την όλη επιτυχία της παράστασης: με φωνητική ισχύ (αξιοσημείωτης φρεσκάδας για έναν λυρικό καλλιτέχνη πενήντα οκτώ ετών) και σωστή δραματική έκφραση έπεισε τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά. Η περίφημη σκηνή-άρια «O inferno!…Sento avvampar nell’anima», της δεύτερης πράξης, λαξεύθηκε με πάθος, προσοχή και καλό γούστο.

Άρτιες εντυπώσεις άφησε και ο βαρύτονος Γιάννης Σελητσανιώτης στον ρόλο του Paolo Albiani, αποδίδοντας με μουσικότητα, εκφραστικότητα (υπογράμμισε με νόημα το εκδικητικό πνεύμα στην τελευταία σκηνή του) και όντως καλά δουλεμένη φωνή.

Στους μικρότερους ρόλους ικανοποίησαν ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Λοχαγός των Τοξοβόλων) και η μέτζο Βασιλική Πετρόγιαννη (Ακόλουθος της Amelia).

Η Χορωδία της ΕΛΣ, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, τραγούδησε με συνέπεια και προσοχή στις κλιμακώσεις των φράσεων.

Η Ορχήστρα της ΕΛΣ, σε αυτή την εκφραστικά και τεχνικά απαιτητική παρτιτούρα του Verdi, έχοντας στο τιμόνι της την πάντα πρόθυμη και καλά μελετημένη αρχιμουσικό Ζωή Τσόκανου, απέδωσε την παρτιτούρα με ρυθμική ακρίβεια και ταχύτητες που συνέκλιναν μάλλον προς την γρήγορη πλευρά, ανταποκρινόμενη σε αρκετά από τα ζητούμενα και τις λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης.

Ωστόσο, βρήκαμε ότι σε κάποιες από τις (πολλές) πιο προσωπικές (αγγλ. intimate) σκηνές του έργου, το ορχηστρικό σύνολο υπήρξε υπερβολικά δυνατό, απειλώντας να καλύψει τον ήχο των φωνών. Επίσης, σε ιδιαίτερα σημαντικές σκηνές, όπως λ.χ. στη σκηνή της αναγνώρισης της Maria από τον πατέρα της (πρώτη πράξη, πρώτη σκηνή), αποζητούσαμε από την αγαπητή μαέστρο περισσότερο αίσθημα και συγκίνηση. Παρακολουθούμε πάντα προσεκτικά τον Αγγλο-Ιταλό αρχιμουσικό Antonio Papano, που συχνά έχουμε την ευκαιρία να θαυμάζουμε από κοντά σε παραστάσεις του  Covent Garden (και ο οποίος διευθύνει την προαναφερθείσα βιντεοσκοπημένη παραγωγή, προερχόμενη από τρεις παραστάσεις που δόθηκαν τον Ιούλιο του 2010), όταν και όπου χρειάζεται, με ωραίες καλοζυγισμένες -ενίοτε κυκλικές- κινήσεις των χεριών του, να εκμαιεύει ποικίλες συναισθηματικές αποχρώσεις από τους τραγουδιστές και την ορχήστρα του. Η εν λόγω αριστοτεχνικά δουλεμένη παρτιτούρα του Verdi (όπως, εξάλλου, και οι υπόλοιπες που μας έχει κληροδοτήσει ο υπερπολύτιμος αυτός μουσουργός) είναι γεμάτη από ειλικρινή συναισθήματα αγάπης, τρυφερότητας και συγχώρεσης, τα οποία οφείλουν να έρχονται στην επιφάνεια και μάλιστα στην πληρότητά τους.

Αλλά αυτές είναι κάποιες παρατηρήσεις ερμηνευτικών ατελειών (φυσικά, κάθε άλλο παρά ασήμαντων), που αφορούν μία στο σύνολό της επιτυχημένη και μεγαλειώδη παραγωγή. Κρατάμε, όπως πάντα, τα θετικά και ευχόμαστε η ΕΛΣ να συνεχίσει την εξερεύνηση και των πολλών άλλων λιγότερο παιγμένων (ενίοτε, ξεχασμένων) έργων του Verdi.

Κλείνοντας, να υπογραμμίσουμε ότι ο έξοχος Πλατανιάς έχει στο ρεπερτόριό του τον ρόλο του Κόμη Stankar, από την όπερα “Stiffelio”, βεβαίως του ίδιου συνθέτη, που ερμήνευσε επιτυχώς τo 2015-2016 στο Teatro La Fenice της Βενετίας. Μήπως είναι καιρός να απολαύσουμε το υπέροχο όσο και σπάνιο αυτό έργο, με τη συμμετοχή του διεθνούς Έλληνα βαρύτονου, σε μια από τις επόμενες καλλιτεχνικές περιόδους του λυρικού μας θεάτρου;

Δημήτρης Πλατανιάς & Χορωδία ΕΛΣ. Φωτο: Ανδρέας Σιμόπουλος.

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.