Η αλήθεια είναι ότι κατά τα προηγούμενα χρόνια το φιλόμουσο κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών εύκολα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι πολύ λίγες σε αριθμό συναυλίες κλασικής μουσικής συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του ιστορικού αυτού θεσμού. Ευτυχώς, η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει, αν αναλογισθεί κανείς τον φετινό αριθμό, την ποιότητα και την ποικιλία των ακροαμάτων. Δεν θα πρέπει να λησμονεί κανείς ότι όταν εγκαινιάστηκε το Φεστιβάλ Αθηνών, το 1955, σχηματιζόταν αποκλειστικά από συναυλίες λόγιας μουσικής, όπερες και παραστάσεις θεάτρου. Ναι, ο χαρακτήρας του έχει αλλάξει, ωστόσο είναι πραγματικά κρίμα να μην δίνεται προτεραιότητα στην κλασική μουσική, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Και ευχή μας είναι το καλό φετινό παράδειγμα, να συνεχιστεί και κατά τις επόμενες καλλιτεχνικές περιόδους του Φεστιβάλ.
Προχωρώντας αναλυτικότερα στις φετινές συναυλίες που έλαβαν χώρα στο πάντα μεγαλοπρεπές όσο και ατμοσφαιρικό Ωδείο Ηρώδου Αττικού, πρώτη παρακολουθήσαμε εκείνη του συνόλου Il Pomo d’ Oro, υπό τη διεύθυνση του νεαρού Ρώσσου αρχιμουσικού Maxim Emelyanychev, κύριου αρχιμουσικού του συνόλου, στις 12/6. Η ορχήστρα ιδρύθηκε το 2012 και σήμερα θεωρείται ως ένα από τα κορυφαία σύνολα ιστορικά ενημερωμένων εκτελέσεων, ενώ είναι επίσημος πρεσβευτής του El Sistema Greece προσφέροντας εκπαιδευτικά προγράμματα σε παιδιά προσφύγων, που διαμένουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς της χώρας μας.
Η συναυλία, που έφερε τον τίτλο «Η μυθολογία του Handel», αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου όχι σε έναν, αλλά σε τρεις συνθέτες: προφανώς στον George Frideric Handel (1685-1759), αλλά και στον περίπου σύγχρονό του, Giovanni Benedetto Platti (1692-1763), όπως και στον μεταγενέστερο, Luigi Boccherini (1743-1805). Την βραδιά λάμπρυναν οι δύο αδιαμφισβήτητες ντίβες της διεθνούς μπαρόκ μουσικής σκηνής, Karina Gauvin, υψίφωνος, και Ann Hallenberg, μεσόφωνος. Η συγκίνηση ήταν ιδιαίτερη παρακολουθώντας ταυτόχρονα αυτές τις δύο ερμηνεύτριες στην σκηνή του Ηρωδείου και μάλιστα να τραγουδούν την υψηλής έμπνευσης μουσική του Handel.
Η Καναδή υψίφωνος Gauvin ερμήνευσε με περίσσεια μουσική και εκφραστική ωριμότητα τις άριες «Sdegno, amore» (Arianna in Creta, HWV 32), «Tornami a vagheggiar» (Giove in Argo, HWV A14) και «Felicissima quest’ alma» (Apollo e Dafne, HWV 122). Ο σχηματισμός των φράσεων και η θέρμη του τραγουδιού της, υποστηρίζονταν από την απόλυτη γνώση του ιδιώματος της «ιταλικής» συνθετικής πλευράς του μεγάλου μουσουργού. Ιδιωματικές και λαμπρά υποστηριγμένες, με γενναιόδωρο αίσθημα και αίσθηση μεγαλοπρέπειας, υπήρξαν οι άριες που πρόσφερε η Σουηδή μεσόφωνος Hallenberg: «Ah, where shall I fly?» (Hercules, HWV 60), «Sento brillar» (Il pastor fido, BWV 8) και «Saida quercia» (Teseo, HWV 9). Οι δύο φωνές ταίριαξαν με θαυμαστό τρόπο και υποδειγματική μουσικότητα στα duetti «Deh, taci crudel/Bell’ idolo mio» (Arianna in Creta, HWV 32) και «Per le porte del tormento» (Imeneo, HWV 41). Ειδικά το τελευταίο αυτό απόσπασμα της όπερας, αποδόθηκε με λεπτό γούστο και αισθαντική άρθρωση των λέξεων. Το σύνολο Il Pomo d’ Oro και ο Emelyanychev, που άνοιξαν τη συναυλία με την Εισαγωγή στην όπερα «Arianna in Creta», αποδείχθηκαν άξιοι συνοδοιπόροι: ο μαέστρος εκμαίευσε από τους έξοχους μουσικούς του εκφραστική ομορφιά και έναν ωραιότατο όσο και τονικά ακριβή ήχο.
Στα έργα των άλλων δύο τιμώμενων συνθετών, σολίστ υπήρξε ο ανερχόμενος νεαρός Γάλλος βιρτουόζος του βιολοντσέλου Edgar Moreau, γεννημένος μόλις τον Απρίλιο του 1994. Ο μουσικός απέσπασε το δεύτερο βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Tchaikovsky, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ενώ ήδη έχει εγκαινιάσει μια εντυπωσιακή διεθνή σταδιοδρομία. Τόσο στο Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και έγχορδα, D-WD 650, του Platti, συνθέτη που πέρασε πολλά χρόνια στο Würzburg ως τραγουδιστής, ομποΐστας και συνθέτης, όσο και στο Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα, G. 479, του Boccherini, επέδειξε εκπληκτική μουσικότητα συνδυασμένη με μια εντυπωσιακή δεξιοτεχνία. Σημειώσαμε τη λαμπρότητα και το μέγεθος του ήχου του, τη σωστή αίσθηση της ρυθμικής ανάπτυξης των έργων, τη γνώση του ύφους της εποχής του κάθε συνθέτη, όπως και τη ξεχωριστή του μουσική σκέψη.
Προχωρώντας, πάντα στον ίδιο χώρο, στις 29/6, ο πολυηχογραφημένος Μαλτέζος τενόρος Joseph Calleja, τον οποίον αρκετές φορές έχουμε απολαύσει «ζωντανά» σε μεγάλες ευρωπαϊκές σκηνές, συνοδευόμενος από τους Μουσικούς της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής, υπό τη διεύθυνση του Ισπανού αρχιμουσικού, Ramón Tebar, χάρισε μια βραδιά με άριες. Κατά το πρώτο μέρος της συναυλίας, σε μέρη από όπερες του Giuseppe Verdi («Se quel Guerrier io fossi-Celeste Aida», από την όπερα «Aida», «O figli miei-Ah la paterna mano» από την όπερα «Macbeth», «Oh! fede negar potessi», από την όπερα «Luisa Miller» και «La vita è inferno», από την όπερα «La forza del destino») ξεχώρισε το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, το ωραίο legato και το συναίσθημα με το οποίο μπόλιαζε τις μουσικές φράσεις.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, υπήρξε εξίσου πειστικός από μουσικής και φωνητικής άποψης σε άριες των Georges Bizet («La fleur que tu m’avais jetée», από την όπερα «Carmen»), Francesco Cilea («É la solita storia del pastore», από την όπερα «L΄Arlésienne»), Giacomo Puccini («E lucevan le stelle», από την όπερα «Tosca»), Jules Massenet («Pourquoi me réveiller» από την όπερα «Werther») και τέλος, Jacques Offenbach («Il était une fois à la cour d’Eisenach» από την όπερα «Τα παραμύθια του Hofmann»). Ειδικότερα, η εκφραστική γενναιοδωρία και η θερμή προσωπικότητά του είχαν πολλά να προσφέρουν στα μέρη που μας τραγούδησε. Καίτοι τα ιταλικά του ήταν πεντακάθαρα αρθρωμένα, δυστυχώς η εκφορά της γαλλικής γλώσσας υστερούσε, παράδοξο γεγονός για έναν καλλιτέχνη του δικού του διαμετρήματος. Εκτός προγράμματος, χάρισε τρία encores, τα οποία ερμήνευε και ο αξέχαστος Luciano Pavarotti: «Non ti scordar di me» του Ernesto De Curtis, «Mattinata» του Ruggero Leoncavallo, και «O sole mio» του Eduardo di Capua. Τα τραγούδησε με την απαιτούμενη άνεση και τη σωστή δόση νοσταλγικού αισθήματος.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στο ρεσιτάλ του τενόρου, προσθέτουμε ότι η ορχήστρα, υπό τον Tebar, του πρόσφερε μια άρτια συνοδεία, μουσικά σωστή, ενώ ευχαρίστησε στα ορχηστρικά μέρη από όπερες που ερμήνευσε (Verdi, Εισαγωγή στην όπερα «Nabucco» και μουσική μπαλέτου από την όπερα «Macbeth», Puccini, Intermezzo από την όπερα «Manon Lescaut», και Offenbach, Βαρκαρόλα από την όπερα «Τα παραμύθια του Hofmann»).
Συνεχίζοντας, η συναυλία της Philharmonia Orchestra του Λονδίνου, υπό τον κύριο αρχιμουσικό και καλλιτεχνικό της σύμβουλο, Esa–Pekka Salonen, Φινλανδό μαέστρο και συνθέτη, αποτέλεσε ένα από τα κορυφαία μουσικά γεγονότα του φετινού καλοκαιριού (2/7). Στο πρώτο μέρος της συναυλίας, πρότεινε μια ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 3, Op. 55, («Ηρωική») του Ludwig van Beethoven, γεμάτη δυναμισμό (πρώτο μέρος, Allegro con brio), ρυθμική ακρίβεια (τρίτο μέρος, Scherzo: Allegro vivace, και Finale: Allegro molto), έξοχη μουσικότητα και συγκίνηση (δεύτερο μέρος, Marcia funebre: Adagio assai), προσοχή στον σχηματισμό των φράσεων και στην ανάδειξη των ενορχηστρωτικών λεπτομερειών.
Το δεύτερο μέρος της βραδιάς, καλύφθηκε από μέρη προερχόμενα από το μουσικό δράμα «Το Λυκόφως των Θεών» (Götterdämmerung), WWV 86D, του Richard Wagner: Αυγή, Το ταξίδι του Siegfried στον Ρήνο, Ο θάνατος του Siegfried, Πένθιμο εμβατήριο, και, Η θυσία της Brünhilde. Ο ήχος της Philharmonia, υπό τον Salonen, υπήρξε πραγματικά μεγαλοπρεπής, ενώ επιβλητικό υπήρξε και το ύφος της ερμηνείας των αποσπασμάτων. Ο ομοιογενής και ο βελούδινος ήχος των εγχόρδων, σε συνδυασμό με τον λαμπερό και επιβλητικό ήχο των χάλκινων, ιδιαιτέρως μας ευχαρίστησαν. Στην τελευταία σκηνή της όπερας, το μέρος της κόρης του Wotan, αρχηγού των Θεών, ερμήνευσε η Αμερικανίδα μεσόφωνος Michelle DeYoung. Σε έναν ρόλο καθαρά δραματικής σοπράνο, ο οποίος προφανώς την γοητεύει, έδωσε όλη της την ψυχή: πρόσφερε ένταση και δραματικότητα στον ύστατο αυτόν μονόλογο της Brünhilde. Η ερμηνεία της κρίθηκε καθηλωτική, ακόμα και στις στιγμές που την νιώσαμε να προσπαθεί να αναμετρηθεί και να δαμάσει την υψηλότερη φωνητική έκταση της παρτιτούρας.