Η Παγκόσμια Ημέρα της Μουσικής (21/6), γιορτάστηκε φέτος από το Φεστιβάλ Αθηνών, στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, με συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Οικονόμου και με σολίστ τον πολύ νεαρό, δεκατριών ετών (γ. 28/10/2010), Ρώσο πιανίστα Elisey Mysin.
Τη συναυλία άνοιξε η Εορταστική Εισαγωγή, Op. 96, του Dmitri Shostakovich (1906-1975). Η ορχήστρα απέδωσε με την απαιτούμενη ενθουσιώδη ένταση τον πανηγυρικό χαρακτήρα αυτού του έργου, το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το 1954, μετά από παραγγελία του Θεάτρου Bolshoi για τον εορτασμό της 37ης επετείου της Ρωσικής Επανάστασης (1917).
Στη συνέχεια, ο Mysin ανέβηκε στη σκηνή με τη σοβαρότητα και τη συγκρότηση φθασμένου καλλιτέχνη, προκειμένου να ερμηνεύσει το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 2, Op. 21, του Frédéric Chopin (1810-1849). Ευθύς εξαρχής θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εικόνα ενός μικρού παιδιού στο πιάνο και μάλιστα στην τεράστια σε σημασία και μέγεθος σκηνή του Ηρωδείου, από μόνη της προκαλούσε θαυμασμό και συγκίνηση. Εδώ και μερικά χρόνια παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την πορεία του παιδιού από διαδικτυακές μεταδώσεις· εντούτοις, ήταν ακόμη μεγαλύτερη η χαρά της ζωντανής ακρόασής του.
Ο Mysin προσέγγισε το υπέροχα λυρικό, διάσημο όσο και τεχνικά απαιτητικό κοντσέρτο, που συχνά συμπεριλαμβάνεται στο ρεπερτόριο διεθνών διαγωνισμών, με ευαισθησία, σεβασμό στο μουσικό κείμενο, δακτυλική ευχέρεια και ιδιαίτερη άνεση στον σχηματισμό και ιδίως στην κλιμάκωση των φράσεων. Ναι, άλλα «παιδιά θαύματα», άλλων εποχών και προφανώς τούτης της υψηλής κλάσης (αυθόρμητα έρχονται στο νου τα ονόματα του Ρώσου Evgeny Kissin, γ. 1971, και του Βρετανού Benjamin Grosvenor, γ. 1992, οι οποίοι σήμερα ανήκουν στους κορυφαίους βιρτουόζους των πλήκτρων), ενδεχομένως να είχαν στην ηλικία του επιδείξει ακόμη περισσότερη μουσική ωριμότητα και αισθαντικότητα, ωστόσο -το τονίζουμε- οι ικανότητες κάθε νέου καλλιτέχνη, αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς και ομολογούμε ότι με αμείωτο ενδιαφέρον θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την εξέλιξη του χαρισματικού Mysin. Κατά τα δύο encores που επέλεξε να προσφέρει, αμφότερα του Sergei Rachmaninov (1873-1943), χαρήκαμε την εκλέπτυνση του toucher του, που αναμφισβήτητα αποτελεί μία από τις ξεχωριστές αρετές του: Πρελούδιο Op. 32, αρ. 12, και Lilacs Op. 21, αρ. 1. Ειδικά όσον αφορά στο τελευταίο έργο, κατά τα απολύτως εναρκτήρια μέτρα, διαχώρισε με έξοχο τρόπο τις αποχρώσεις δυναμικής των δύο φωνών, υπογραμμίζοντας εύγλωττα τη διαφορά του pp, στην ψηλότερη φωνή, με εκείνη του p, στην χαμηλότερη, και στη συνέχεια ερμηνεύοντας με ωραίο legato τους αρπισμούς του αριστερού χεριού. Του ευχόμαστε από καρδιάς, κάθε καλό και μία λαμπρή σταδιοδρομία, την οποία έχει ήδη αρχίσει να διαγράφει.
Από την πλευρά τους, η ορχήστρα και ο Οικονόμου τον υποστήριξαν με προσοχή και έγνοια, επιπλέον, προτείνοντας στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, δυναμικές εκτελέσεις της Εισαγωγής-Φαντασίας «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Piotr Ilyich Tchaikovsky (1840-1893) και των Πολοβιτσιανών Χορών από την Όπερα Πρίγκιψ Igor (ρωσ. Князь Игорь) του Alexander Borodin (1833-1887), μάλιστα το τελευταίο έργο, με τη θετική συμβολή της Χορωδίας των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων και της Χορωδίας της ΕΡΤ.
Μερικές μέρες αργότερα, στις 28/6, πάντα στο Ηρώδειο, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ) συμμετέχοντας στους διεθνείς εορτασμούς της επετείου των διακοσίων ετών από την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση (Βιέννη, 7/5/1824) της Συμφωνίας αρ. 9, Op. 125, Ωδή στη Χαρά (γερμ. Ode an die Freude), εμβληματικού όσο και παγκοσμίως αγαπημένου έργου του παμμέγιστου Ludwig van Beethoven, επέλεξε εύστοχα να το παρουσιάσει κατά την πρώτη από τις δύο συναυλίες της στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, μετακαλώντας μάλιστα τον διάσημο Εσθονό αρχιμουσικό Neeme Järvi και ένα κουαρτέτο μονωδών αποτελούμενο από τους διαπρεπείς Camilla Tilling, σοπράνο, Aude Extrémo, μεσόφωνο, Barry Banks, τενόρο, και Andrew Foster-Williams, μπασοβαρύτονο. Ο Järvi επιλέγοντας tempi που έκλειναν περισσότερο προς την αργή πλευρά, στόχευσε σε μία ερμηνεία έντονης μουσικορητορικής ισχύος, που υπογράμμιζε τόσο την μεγαλοπρέπεια του έργου, όσο και την ουμανιστική σημασία του. Η ΚΟΑ τον ακολούθησε με προθυμία, ενώ στο τελευταίο μέρος, Finale, τόσο το καλά σχηματισμένο σύνολο των προαναφερθέντων σολίστ, που στεκόταν μπροστά από τη χορωδία και (όπως βλέπουμε τη σκηνή) στα αριστερά της, όσο και οι τρεις χορωδίες, Χορωδία της ΕΡΤ, Χορωδία των Μουσικών Συνόλων και Amadeus Mixed Choir, ερμήνευσαν με συναισθηματική ένταση τους αθάνατους στίχους του Friedrich Schiller (1759-1805), που ενέπνευσαν τον Beethoven να δώσει τη μουσική αυτής της απίστευτης δύναμης και ψυχικής ανάτασης που γνωρίζουμε και λατρεύουμε.
Προχωρώντας, στις 30/6, πάντα στον ίδιο χώρο, είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε, υπό τη διεύθυνση του κορυφαίου Βρετανού αρχιμουσικού Sir Simon Rattle, μία από τις αρτιότερες σύγχρονες ορχήστρες, την Chamber Orchestra of Europe. Το σύνολο ιδρύθηκε το 1981 και από την αρχή συνεργάστηκε με μεγάλους αρχιμουσικούς. Δυστυχώς δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι με λύπη παρατηρούσαμε τις πολλές άδειες θέσεις στο αμφιθέατρο, αποκαρδιωτική εικόνα αν αναλογισθεί κανείς ότι επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες συναυλίες του καλοκαιριού.
Από το πρώτο κιόλας έργο της βραδιάς, που δεν ήταν άλλο από το δεξιοτεχνικό Scherzo Capriccioso, Op. 66, του Antonín Dvořák (1841-1904), ο ποιοτικός, θαυμάσια δεμένος, ρυθμικά εύπλαστος και γεμάτος ενέργεια ήχος της ορχήστρας, κέρδισε τις εντυπώσεις μας.
Στη συνέχεια, η διάσημη Τσέχα μεσόφωνος και σύζυγος του μαέστρου, Magdalena Kožená, επιστρατεύοντας το ξεχωριστό μουσικό της ήθος και την αφοπλιστική της μουσικότητα, εξερεύνησε τον πολυαγαπημένο κύκλο των πέντε τραγουδιών με τίτλο, Rückert-Lieder, του Βοημού συνθέτη και μαέστρου Gustav Mahler (1860-1911). Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τα τραγούδια ακούστηκαν κατά την ακόλουθη σειρά (η οποία, ενίοτε, μεταβάλλεται ανά εκτέλεση): Liebst du um Schönheit, Blicke mir nicht in die Lieder!, Um Mitternacht, Ich atmet’ einen linden Duft!, Ich bin der Welt abhanden gekommen). Η ίδια, μας έδωσε μία συγκινητική όσο και ιδανική ανάγνωση, γεμάτη εσωτερικότητα και διεισδυτικότητα.
Η ορχήστρα και ο Sir Simon (ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές και μελετητές του Mahler), ενίσχυσαν την ερμηνεία της μεσοφώνου με συναισθηματική φόρτιση και μελωδική πλαστικότητα για την ανάδειξη της μελαγχολικής όπως και ενίοτε νοσταλγικής διάθεσης. Επιπλέον ανακάλυπταν με λεπτό τρόπο ένα ξεχωριστό ηχόχρωμα για το κάθε τραγούδι, που σχηματίζεται με τόσο βάθος και αυτοβιογραφικό τρόπο από τον δημιουργό. Μάλιστα, κατά το τελευταίο τραγούδι, Ich bin der Welt abhanden gekommen (Είμαι χαμένος στον κόσμο), με την υπέροχη εκείνη σολιστική συνεισφορά του αγγλικού κόρνου που διεισδύει με αμεσότητα στην καρδιά, τόσο η Kožená, που εμφυσούσε πνοή σε κάθε νότα και συλλαβή του, όσο και οι συνοδοιπόροι της, μας μετέφεραν σε άλλα σύμπαντα, λαξεύοντας μία de profundis απόδοση και δίνοντας πνοή στις βαθυστόχαστες σελίδες (οι στίχοι αναφέρονται στην απομάκρυνση του ποιητή από την ταραχώδη καθημερινότητα και στην αναζήτηση της γαλήνης – …Πέθανα στην αναταραχή του κόσμου, και ξεκουράζομαι σε μία ήσυχη περιοχή! Ζω μόνος στον παράδεισό μου, στην αγάπη μου και στο τραγούδι μου!). Πολύ κρίμα που μια μεγάλη (μάλιστα, υπερβολικά μεγάλη) μερίδα του αθηναϊκού ακροατηρίου τόσο άκαιρα χειροκροτούσε μετά από σχεδόν κάθε τραγούδι (εκτός από το δεύτερο)· σαν να μην έφθανε αυτό, αντέδρασε άμεσα και μετά από το τελευταίο, προκαλώντας ισχυρότερη καταστροφή. Έτσι, εδώ, αντί να αφήσει λίγο χρόνο να περάσει επιτρέποντας στον προσεκτικό ακροατή να συνειδητοποιήσει και να κρατήσει βαθιά μέσα του τα πολύτιμα που μόλις είχαν προσφερθεί, βάναυσα ακύρωσε τον απόηχο του μεταφυσικής ηρεμίας σβησίματος της θεϊκής καταληκτικής φράσης (στο έβδομο από το τέλος μέτρο, η ορχηστρική παρτιτούρα αναγράφει morendo, ενώ το τελευταίο μέτρο εκπνέει με μία γεμάτη νόημα fermata και πάνω σε μία ppp συγχορδία της ντο ελάσσονος).
Μετά από το διάλειμμα, η εκλεκτή μεσόφωνος ερμήνευσε τα Πέντε Ουγγρικά Δημοτικά Τραγούδια (ουγγρ. Öt magyar népdal enekhangra zongorakísérettel), Sz. 33, BB 97, του Ούγγρου συνθέτη Béla Bartók (1881-1945), που περιλαμβάνονται στο τελευταίο της album (Pentatone, PTC518705, εδώ, τη συνοδεύουν η Τσέχικη Φιλαρμονική, πάλι υπό τον Rattle). Οδήγησε στην επιφάνεια με θεατρικότητα, έξοχη κυριαρχία των φωνητικών δυνατοτήτων, υποδειγματική άρθρωση και, όπου έπρεπε, έντονο τονισμό των συλλαβών, τα νοήματα και τους ζωηρούς ρυθμούς. Παράλληλα, απολάμβανε μία πρώτης τάξης, εκφραστική και ηχητικά σφύζουσα, συνοδεία από την Chamber Orchestra of Europe και τον Sir Simon.
Η βραδιά σφραγίστηκε με τη Συμφωνία αρ. 9, D 944, την επονομαζόμενη, H Μεγάλη (γερμ. Die Große) του Αυστριακού συνθέτη Franz Schubert (1797-1828). Στο σημαντικό αυτό έργο του πρώιμου ρομαντισμού (πιθανότερη ημερομηνία ολοκλήρωσης, 1826), ο Rattle, έχοντας στη διάθεσή του το ανεξάντλητων δυνατοτήτων σύνολο, το οποίο, αξίζει να υπογραμμιστεί, με σπάνια επιτυχία, κυρίως εδώ, κατάφερε να προσαρμόσει τον θερμό και ανάγλυφο ήχο του στην ακουστική του ανοιχτού χώρου (σε στιγμές -όσο και παράδοξο αν μοιάζει- από τη θέση που καθόμασταν, σχεδόν είχαμε τη ψευδαίσθηση ότι βρισκόμασταν σε αίθουσα συναυλιών, τόσο συγκεντρωμένος και καλά προβεβλημένος ήταν ο ήχος), φώτισε με σκέψη και ετοιμότητα τη στιβαρή αρχιτεκτονική δομή της παρτιτούρας και τις θεματικές αναπτύξεις της. Επιπλέον, οδήγησε στην επιφάνεια με ευψυχία και γενναιοδωρία, τα βαθιά συναισθήματα (ενίοτε, αμφίσημα και ταχύτατα εναλλασσόμενα), αλλά και εκείνη τη γεμάτη φως και κέφι διάθεση του τρίτου μέρους, Scherzo. Allegro vivace. Ακόμη, φρόντισε για την ανάδειξη των εναλλαγών δυναμικής αλλά και για την κλιμάκωση των εκτενών μελωδικών φράσεων που μας θυμίζουν ότι ο Schubert, εκτός από τρανός συμφωνιστής, είναι και κορυφαίος συνθέτης τραγουδιών (γερμ. Lieder).