Υποδειγματικό ανέβασμα της όπερας «Dialogues des Carmélites» του Poulenc από τη Met

Σκηνή από την όπερα "Dialogues des Carmelites". Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

 

Σκηνή από την όπερα “Dialogues des Carmélites”. Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

 

Άλλη μία λαμπρή καλλιτεχνική περίοδος ζωντανών μεταδόσεων από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan Opera Live in HD) ολοκληρώθηκε με την όπερα Διάλογοι Καρμηλιτισσών (Dialogues de Carmélites), που συνετέθη το 1956 από τον Γάλλο Francis Poulenc, σε δικό του libretto, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του συμπατριώτη του, συγγραφέα Georges Bernanos (1888-1948). Σημειώνουμε ότι ο Bernanos έγραψε το έργο του ως σενάριο για κινηματογραφική ταινία, η οποία ουδέποτε γυρίστηκε. Το έργο παρουσιάστηκε στη θεατρική σκηνή της Ζυρίχης και του Παρισιού, μετά από τον θάνατο του συγγραφέα, κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Ο Poulenc θα πρέπει να παρακολούθησε το ανέβασμα των Παρισίων και να γοητεύτηκε. Στη συνέχεια, βρισκόμενος στη Ρώμη, είδε το βιβλίο τυχαία μπροστά του, σε κάποια βιβλιοπωλείο της αιώνιας πόλης, και μελετώντας το αποφάσισε ότι αυτό θα ήταν το θέμα του νέου του μελοδράματος.

 Μολονότι η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Scala του Μιλάνου (Teatro alla Scala, 26/1/1957), στην ιταλική γλώσσα, με τη σημαντική Ρουμάνα υψίφωνο Virginia Zeani (γ. 1925), η οποία δίχως άλλο εντυπωσίασε στο ρόλο της Blanche, όταν δόθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι (21/6/1957), στην πρωτότυπη γαλλική γλώσσα, στον ίδιο ακριβώς ρόλο της Blanche, η αγαπημένη τραγουδίστρια και στενή συνεργάτις του συνθέτη, Denise Duval (1921-2016), έδωσε πνοή στο έργο ξεχωρίζοντας με την αισθαντικότητα της έκφρασής της.

Στις 11/5, στην Αίθουσα Αλεξάνδρας Τριάντη, του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε «ζωντανή» μετάδοση της αναβίωσης της ιστορικής όσο και δοκιμασμένης αμερικανικής παραγωγής του που είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο ίδιο λυρικό θέατρο, το 1977. Δημιούργημα του σκηνοθέτη John Dexter, του σκηνογράφου David Reppa, της ενδυματολόγου Jane Greenwood και του υπεύθυνου φωτισμού Gil Wechsler.

Θα σταθούμε εδώ για να αναφέρουμε ότι τα χειροκροτήματα τότε δεν είχε κερδίσει μόνο η παραγωγή, αλλά και η εξαίρετη διανομή σχηματισμένη από τους Maria Ewing (Blanche de la Force), Régine Crespin (Madame de Croissy), Shirley Verrett (Madame Lidoine), Mignon Dunn (Μητέρα Marie), William Dooley (Marquis de la Force) και Raymond Gibbs (Chevalier de la Force). Την ορχήστρα είχε διευθύνει ο ειδικός στο γαλλικό ρεπερτόριο και τότε σχετικά νέος Michel Plasson, ο οποίος σημείωνε το ντεμπούτο το στο podium της Met. Η όπερα είχε παρουσιαστεί στη μετάφραση του Joseph Machlis.

Το μινιμαλιστικό σκηνικό, που τόσο ατμοσφαιρικά περιγράφει την αγωνιώδη ατμόσφαιρα, η σκηνοθεσία, που εύστοχα αναδεικνύει  τον φόβο και την απειλή που βιώνουν οι μοναχές του τάγματος των Καρμηλιτισσών κατά την εποχή της γαλλικής επανάστασης, όπως και τα απέριττης γραμμής κοστούμια, όπως τότε, έτσι και τώρα, μαγνητίζουν την προσοχή.

Κατά την πρόσφατη αυτή αναβίωση, η διανομή καλύφθηκε από μια πλειάδα άξιων τραγουδιστών, που καθοδηγήθηκαν από τον χαρισματικό Καναδό Yannick NézetSéguin, αρχιμουσικό, πιανίστα και νέο μουσικό διευθυντή της Met.

Isabel Leonard (Blanche) και Karita Mattila (Mme de Croissy). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Ήταν μια από εκείνες τις παραστάσεις τις οποίες πραγματικά εύχεται κανείς να δει κάποια στιγμή μελλοντικά να κυκλοφορούν σε DVD, όπως έχει γίνει και με άλλες εκλεκτές παραγωγές που έχουμε παρακολουθήσει από το εν λόγω λυρικό θέατρο.

Πρόκειται για όπερα που εξαρτάται από την καλή σύμπραξη και σωστή χημεία μεταξύ των τραγουδιστών της.

Πιο συγκεκριμένα, τον ρόλο της Blanche de la Force κράτησε η Isabel Leonard προσφέροντας απλόχερα τη φωνητική και προσωπική ομορφιά της σε έναν ρόλο που της ταίριαζε γάντι από κάθε άποψη. Οδήγησε στην επιφάνεια με αμεσότητα και ευαισθησία την ευθραυστότητα, αλλά και την εσωτερική δύναμη της ηρωίδας, που αφήνει το αριστοκρατικό της σπίτι, τον πατέρα και τον αδελφό της, σε καιρούς έντονων κοινωνικών αναταραχών και προσωπικών προβληματισμών, προκειμένου να προσχωρήσει στη μοναστηριακή ζωή και στο τάγμα των Καρμελητισσών. Πρόκειται για καλλιτέχνιδα με ιδιαίτερη προσωπικότητα, μουσικότητα και ακτινοβόλα γοητεία.

Karita Mattila (Mme de Croissy) και Isabel Leonard (Blanche). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.
Karita Mattila (Mme de Croissy) και Isabel Leonard (Blanche). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Όντως συγκλονιστική στον ρόλο της Madame de Croissy, άρρωστης ηγουμένης του μοναστηριού, υπήρξε η Karita Mattila, η διάσημη όσο και όμορφη δραματική υψίφωνος που σε αυτή την ώριμη περίοδο της σταδιοδρομίας της στεκόταν με άνεση απέναντι σε έναν ρόλο γραμμένο για κοντράλτο φωνή. Είχε μεταμορφώσει τον εαυτό της σε μια ταλαιπωρημένη, μέσα στους σωματικούς πόνους και την αγωνία, ημίτρελη γυναίκα, που κατά τις τελευταίες της ώρες διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι ο Θεός την εγκατέλειψε. Ανακάλυπτε μία στενή όσο και αποκαλυπτική επικοινωνία με τη  νεαρή Blanche. Η σκηνή του θανάτου της (πρώτη πράξη) αποτέλεσε πραγματική σκηνή τραγωδίας. Έχουμε παρακολουθήσει αρκετές σημαντικές ντίβες στον ρόλο, αλλά καμία που να βγάζει τον τρόμο και τον σπαραγμό σε τέτοιο βαθμό.

H Adrianne Pieczonka υπήρξε εξίσου πειστική στον ρόλο της Madame Lidoine, της νέας ηγουμένης, που αντικαθιστά την Madame de Croissy. Πέτυχε να σκιαγραφήσει μια ιδιαίτερα συμπαθητική ηρωίδα, εκ διαμέτρου διαφορετική από την προηγούμενη ηγουμένη. Η καλά δουλεμένη και πάντα εύηχη φωνή της, όπως και η ευγένεια του τραγουδιού της,  υπήρξαν πραγματικά δώρα.

Ως αδελφή Costance, ρόλο εμπνευσμένο από εκείνον της μοτσάρτιας Zerlina (Wolfgang Amadeus Mozart, Don Giovanni), η Erin Morley τραγούδησε με γλυκύτητα υπογραμμίζοντας τα αγνά αισθήματα της νεαρότερης στο τάγμα μοναχής, που δεν χάνει το φως της αισιοδοξίας.

Η Karen Cargill, ως μητέρα Marie, έφερε με νόημα στο προσκήνιο το μητρικό ενδιαφέρον το οποίο δείχνει προς την Blanche.

Στους ρόλους του Marquis de la Force, και του γιού του, Chevalier de la Force, αντιστοίχως οι Davide Portillo και JeanFrançois Lapointe, τραγούδησαν με προσοχή στην ανάδειξη των ζητουμένων των ρόλων τους, αλλά και με συναισθηματική ένταση, όπου έπρεπε. Ο Portillo ήταν στοργικός ως πατέρας, ενώ η σκηνή όπου ο γιος του συναντά την κόρη του, Blanche, για να της ζητήσει να εγκαταλείψει το μοναστήρι που δεν αποτελούσε πλέον ασφαλή τόπο διαμονής (εκείνη, φυσικά, αρνείται), ήταν γεμάτη συγκίνηση χάρη στην υψηλή μουσική και υποκριτική επικοινωνία μεταξύ των δύο τραγουδιστών (Lapointe και Leonard).

Ο αρχιμουσικός ΝézetSéguin πέτυχε να εξερευνήσει με τέχνη, καλό γούστο και γνώση, τα τόσο «γαλλικά» χαρακτηριστικά της βαθύτατα προσωπικής παρτιτούρας του Poulenc, που αποτελεί μία απολύτως de profundis κατάθεση, εξομολογητικής τάξης, του μουσουργού. Από την πάντα πολύτιμη ορχήστρα της Met πέτυχε να εκμαιεύσει μεγάλη ηχοχρωματική ποικιλία και έναν ήχο γεμάτο, άλλοτε βαθύ και άλλοτε ακτινοβόλο. Φώτισε με ενδιαφέρον τα ποικίλα ρυθμικά στοιχεία και κυρίως τα πιο τολμηρά που ενίοτε ενισχύονται από χαρακτηριστικές όσο και αιχμηρές διάφωνες συγχορδίες. Επίσης, κλιμάκωσε με νόημα και συναίσθημα την όπερα, μέχρι την τελευταία σκηνή της τρίτης πράξης κατά την οποία, τον Ιούλιο του 1794, οι αγνές και αθώες μοναχές οδηγούνται στην γκιλοτίνα και στο μαρτυρικό τους τέλος υπό τον ήχο του υπέροχου “Salve Regina”.

Σκηνή από την τρίτη πράξη. Φωτο: Ken Howard/ The Met Opera.
Σκηνή από την τρίτη πράξη της όπερας “Dialogues des Carmélites”. Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Έξοχη οικοδέσποινα υπήρξε η διάσημη σοπράνο Renée Fleming, που με ελκυστικό τρόπο συνομίλησε με τους πρωταγωνιστές και τον μαέστρο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος κάνοντάς μας να ελπίζουμε ότι, μολονότι η ίδια έχει πει πως θα ασχοληθεί πλέον με το είδος του musical, δίνοντας παράλληλα ρεσιτάλ και πραγματοποιώντας ηχογραφήσεις, ίσως κάποια στιγμή θελήσει να επιστρέψει στην οπερατική σκηνή. Βρίσκουμε ότι στα εξήντα της χρόνια, είναι περισσότερο γοητευτική παρά ποτέ.

Κλείνοντας, προσβλέπουμε στην επόμενη καλλιτεχνική περίοδο της Met, που αναμένεται να είναι εξίσου συναρπαστική με τις προηγούμενες. Όπως κάθε χρόνο, δέκα παραγωγές της προγραμματίζεται να μεταδοθούν ζωντανά σε πολλές (πάνω από εβδομήντα) χώρες του κόσμου. Η έναρξη θα γίνει με την όπερα Turandot του Giacomo Puccini, στις 26/10, ενώ ακολουθούν ακόμα δύο όπερες του ίδιου συνθέτη (Madama Butterfly, 9/11, και Tosca, 11/4), όπως και εκείνες άλλων σημαντικών συνθετών από διαφορετικές περιόδους της μουσικής ιστορίας: Manon (Jules Massenet, 26/10), Akhnaten (Philip Glass, 23/11), Wozzeck (Alban Berg, 11/1), Porgy and Bess (George Gershwin, 1/2), Agrippina (George Frideric Handel, 29/2), Der Fliegende Holländer (Richard Wagner, 14/3) και Maria Stuarda (Gaetano Donizetti, 9/5).

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.