Γράφει η Elena Fiedeldey*
Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, ανταποκρινόμενο στις υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες ενός κοινού, που με συνέπεια το επισκέπτεται και κατακλύζει τις αίθουσες συναυλιών του, τροφοδοτώντας τη ζωή και την ευμάρεια ολόκληρης της αυστριακής πόλης, κατάφερε και φέτος να διοργανώσει ένα συνολικό πρόγραμμα, το οποίο χαρακτηριζόταν από ποικιλία και υψηλό επίπεδο.
Από τις 27/7 μέχρι τις 24/8 διεξάγεται ο κύκλος εκδηλώσεων “Zeit mit Schönberg ” / «Χρόνος με τον Schönberg», τιμώντας μία από τις κυριότερες ηγετικές φιγούρες της πρωτοπορίας του 20ου αιώνα: τον Arnold Schönberg (1874-1951). Ο κύκλος εντάσσεται στα πλαίσια των φετινών εορτασμών για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του. Κατά τη διάρκειά του εκτελέστηκαν όχι μόνο έργα του Schönberg, αλλά και άλλων συνθετών, οι οποίοι συνδέθηκαν μαζί του ως πρότυπά του, ως συνάδελφοί του, ως φίλοι του, ως μαθητές του, αλλά και ως συνθέτες επόμενης γενιάς που επηρεάστηκαν από αυτόν. Με αυτό τον τρόπο, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, αφηγήθηκε μουσικά (και όχι μόνο) μια σφαιρική ιστορία για τον συνθέτη.
Ο εβραϊκής καταγωγής αυστριακός συνθέτης υπήρξε (και παραμένει) στο επίκεντρο των συζητήσεων, λόγω της άμεσης συνύφανσης του ονόματός του με την ολική ρήξη της μουσικής με την τονικότητα, την πλήρη «απελευθέρωση της διαφωνίας», τον μουσικό Εξπρεσιονισμό και την επινόηση της δωδεκαφθογγικής τεχνικής. Ωστόσο, όλες αυτές οι ριζοσπαστικές συνθετικές παράμετροι, που άφησαν ανεξίτηλο το όνομα του Schönberg μέχρι σήμερα, δεν έκαναν την εμφάνισή τους από την αρχή της συνθετικής του πορείας.
Η συναυλία “Verklärte Nacht”, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα του Ιδρύματος Mozarteum στις 1/8, αφορούσε ακριβώς σε αυτή την πρώτη τονική περίοδο του συνθέτη και συγκεκριμένα περιστρεφόταν γύρω από το έργο του Verklärte Nacht, opus 4. Το πρόγραμμα εκτελέστηκε από τη γνωστή ορχήστρα δωματίου Camerata Academica des Mozarteums Salzburg (Camerata Salzburg). Τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο Giovanni Guzzo από τη θέση του Konzertmeister (πρώτου βιολιού). Αξίζει να αναφερθεί ότι από την Camerata Salzburg πέρασαν και φημισμένοι Έλληνες μουσικοί, όπως ο Έλληνας μαέστρος και συνθέτης Δημήτριος Αγραφιώτης, ο οποίος μάλιστα ξεκίνησε από εκεί τη διεθνή του καριέρα, ως βοηθός του διάσημου διευθυντή και ιδρυτή της, Bernhard Paumgartner. Η ακουστική της εντυπωσιακής αίθουσας με τον χρυσό διάκοσμο ήταν πολύ καλή.
Η έναρξη της συναυλίας δόθηκε με ένα έργο του Richard Wagner (1813-1883), το Siegfried–Idyll σε Μι-μείζονα, WWV 103. Η αρμονική γλώσσα και οι συνθετικές τεχνικές του Wagner άσκησαν τεράστια επιρροή σε πλήθος συνθετών, συμπεριλαμβανομένου –σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του Verklärte Nacht, opus 4– και του Arnold Schönberg. Το Siegfried–Idyll συντέθηκε το 1870 αρχικά ως προσωπικό δώρο για τα γενέθλια της συντρόφου του Wagner, Cosima, η οποία είχε πρόσφατα γεννήσει τον πολυαναμενόμενο διάδοχό του, Siegfried.
Η Camerata Salzburg ερμήνευσε εξαιρετικά το συγκεκριμένο έργο, εκφέροντας τις διαδοχικές μελωδίες με λυρισμό και ζέση, κατά τέτοιο τρόπο που ανταποκρινόταν απόλυτα στην προσωπική και οικεία περίσταση σύνθεσης και που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν αδιάφορο. Ωστόσο, η εκτέλεση δεν περιέπεσε σε κανένα σημείο σε υπερβολικό συναισθηματισμό και τεμαχισμό, διατηρώντας πάντα μία ευχάριστη και συνεχόμενη ροή, η οποία εξασφαλιζόταν και από το αντιστοίχως κατάλληλο tempo. Άλλωστε, από μία καταχώρηση από τις 22 Σεπτεμβρίου του 1879 στο ημερολόγιο της Cosima προκύπτει ότι και ο ίδιος ο Wagner συνήθιζε να εκτελεί το συγκεκριμένο έργο με ομαλό ρέοντα χαρακτήρα.
Το επόμενο έργο που εκτελέστηκε ήταν η Kammersymphonie, του Franz Schreker (1878-1934), συνάδελφου και φίλου του Schönberg. Η συμφωνία δωματίου του Schreker συντέθηκε το 1916, δηλαδή δέκα χρόνια αργότερα από τη γνωστή Kammersymphonie αρ. 1 του Schönberg, ο οποίος ήταν από τους πρωτοπόρους του είδους. Το έργο ανήκει στην ώριμη συνθετική περίοδο του Schreker, και ενόσω βρισκόταν ακόμα στο απόγειο της καριέρας του. Στο επίκεντρο της μουσικής του συγκεκριμένου συνθέτη βρίσκεται ο “ήχος”, ο οποίος συνίσταται από πολλά πράγματα: από την πλούσια ενορχήστρωσή του, από την ασαφή αρμονική και χρωματική του γλώσσα κ.λπ. Στη μουσική του Schreker η σημασία μίας συγχορδίας δεν έγκειται τόσο στην τονική λειτουργικότητά της, αλλά στoν ιδιαίτερο “ήχο” και το “χρώμα” της. Αλλά και οι μελωδίες στην ουσία είναι σχεδόν ανύπαρκτες στο συγκεκριμένο έργο, καθιστώντας το από μία ελαστική έννοια «αθεματικό».
Αυτή ακριβώς την πολυτελή, πυκνή και ευχάριστα «αποπνικτική» ηχητική ατμόσφαιρα προσπάθησε και πέτυχε να αποδώσει η Camerata Salzburg, δίνοντας έμφαση στον ιδιαίτερο “ήχο” της κάθε στιγμής, και στην “παχιά” και περιεκτική υφή του, αν και σε ορισμένα σημεία κι εδώ, όπως και στο προηγούμενο έργο του προγράμματος, φαινόταν ότι τα χάλκινα αντιμετώπισαν ελαφρές δυσκολίες. Δεδομένου του ότι ο Schreker είναι ένας συνθέτης, ο οποίος δεν εκτελείται σήμερα τόσο συχνά, η συμπερίληψη ενός από τα λιγοστά ορχηστρικά έργα του στο πρόγραμμα αποτέλεσε μία ευχάριστη έκπληξη.
Μετά το διάλειμμα το πρόγραμμα συνέχισε με το τελευταίο και κύριο έργο της συναυλίας: το Verklärte Nacht, opus 4 (1899, εκδοχή για ορχήστρα εγχόρδων: 1943) του Arnold Schönberg. Το έργο βασίζεται στο ομώνυμο ποίημα του Γερμανού Richard Dehmel (1863-1920), του οποίου το όνομα συνδέθηκε με τα κινήματα του Αρ Νουβό, της Décadence και του fin de siècle. Το συγκεκριμένο ποίημα περιγράφει ένα ζευγάρι, το οποίο περπατάει μέσα στο δάσος. Η γυναίκα είναι έγκυος με το παιδί κάποιου άλλου, ωστόσο ο άντρας το αποδέχεται θεωρώντας ότι η αγάπη (σε αρμονία με τη φύση και το σύμπαν) θα μεταμορφώσει το παιδί σε δικό του. Το έργο του Schönberg στην ουσία περιγράφει τη φύση και τα συναισθήματα των χαρακτήρων του ποιήματος, καθώς ξεδιπλώνονται οι στίχοι και οι στροφές του, ακολουθώντας τη σταδιακή μεταφορική μεταμόρφωση του παιδιού, μέσα από τη μουσική μεταμόρφωση της αρχικής ρε-ελάσσονος στην τελική Ρε-μείζονα. Η μουσική γλώσσα είναι σαφώς επηρεασμένη από αυτή του Wagner, αλλά και από την τεχνική της «εξελισσόμενης παραλλαγής» του Johannes Brahms.
Η Camerata Salzburg υπογράμμισε το βαγκνερικό ιδίωμα του έργου, σε μία ερμηνεία, η οποία ήταν ξεκάθαρα στραμμένη προς το υστερορομαντικό στοιχείο του. Τα tempi που επιλέχθηκαν ήταν αργά και τα accelerandi ήταν συνολικά κάπως πιο συγκρατημένα. Ωστόσο, δεν έλειψαν τα δραματικά ξεσπάσματα και οι κορυφώσεις, στις οποίες οι εκτελεστές πολλές φορές στέκονταν εμφατικά και έπαιρναν τον χρόνο τους. Το αποτέλεσμα ήταν μία βαριά ατμόσφαιρα –αντίστοιχη αυτής του ποιήματος– και μία ερμηνεία με μεγάλη εσωτερική ένταση, η οποία υποβοηθούνταν βέβαια και από άλλες περιστασιακές χειρονομίες, όπως η σπαστική και τονισμένη άρθρωση των pizzicati. Γενικά, όμως, η εκφορά ήταν προς τη λεία και εξευγενισμένη μορφή της. Η εύθραυστη ψυχολογία της ηρωίδας (η σύγχυση, η απόγνωση, ο φόβος κ.λπ.) αποδόθηκε αρκετά καλά. Το ίδιο και η στοργική στάση του ήρωα μέσα από το βιολοντσέλο, αλλά και η –πότε τρομακτική και πότε υπερβατική– ομορφιά της φύσης. Οι φράσεις ήταν πλασμένες πάντα με κατεύθυνση, παρά τη δυσκολία που προξενούσαν τα αργά tempi, κάνοντας τα λυρικά μέρη να τραγουδήσουν.
Ο ήχος της Camerata Salzburg γενικά ακουγόταν πλούσιος και ζεστός. Ο Guzzo ερμήνευσε δεξιοτεχνικά και άκρως εκφραστικά τα σολιστικά μέρη για βιολί, ενώ είχε και αρκετά δυνατή προβολή. Σχετικά με το διπλό καθήκον του και ως μαέστρος φάνηκε αρκετά αφοσιωμένος, κάνοντας έντονες κινήσεις με όλο του το σώμα και διαγράφοντας έντονες χειρονομίες με τα χέρια –ακόμα και κατά την εκτέλεση απαιτητικών τεχνικά σημείων–, δίχως να ακουστούν γλιστρήματα ή προβλήματα επαφής. Οι ερμηνείες άρεσαν πολύ στο κοινό, πράγμα που έγινε αντιληπτό από το εκκωφαντικό χειροκρότημα και τις αλλεπάλληλες ομαδικές επευφημίες, που έλαβαν οι εκτελεστές στο τέλος της συναυλίας, αλλά και μετά από κάθε έργο ξεχωριστά.
Ο Schönberg, έχοντας διευρύνει κατά την πρώτη τονική του περίοδο ακόμα περισσότερο τη χρωματική γλώσσα του Wagner, προχώρησε σε μία φάση καλλιτεχνικής κρίσης, η οποία οδήγησε σε ρήξη με το τονικό σύστημα ή ίσως σε επιβολή πλήρους χρωματικότητας. Με αυτή ακριβώς την ιστορική φάση ασχολήθηκε η συναυλία με τίτλο “Entrückung”, η οποία πραγματοποιήθηκε αργότερα την ίδια ημέρα (1/8) και στην ίδια αίθουσα, στην οποία έλαβε χώρα η συναυλία “Verklärte Nacht”, στην ουσία συνεχίζοντας την ιστορία από εκεί που την άφησε η Camerata Salzburg.
Περνώντας στη δεύτερη συνθετική περίοδο του Schönberg ανακύπτει αναπόφευκτα η έννοια της «ελεύθερης ατονικότητας». Ωστόσο, ο ίδιος ο όρος «ατονικότητα», δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους τους προασπιστές της συγκεκριμένης μουσικής, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Schönberg. Με αυτή την αφορμή ξεκίνησε και η συγκεκριμένη συναυλία: ο Alban Berg (1885-1935), γνωστός μαθητής του Schönberg και ένα από τα τρία μέλη της λεγόμενης «Δεύτερης Σχολής της Βιέννης», είχε δώσει στις 23 Απριλίου του 1930 μία συνέντευξη στη Ραδιοφωνία της Βιέννης, στην οποία απέρριπτε τον όρο ατονικότητα, ως υποτιμητικό χαρακτηρισμό, ο οποίος παραπέμπει σε “μη μουσική”. Με την απαγγελία αποσπάσματος αυτής της συνέντευξης ξεκίνησε λοιπόν και η συναυλία. Την απαγγελία είχε αναλάβει ο Christoph Luser, ο οποίος υποδύθηκε και τον ρόλο της Καλής παρέας/ Διαβόλου στην φετινή παραγωγή του Jedermann στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.[1]
Ο Luser εμφανίστηκε στη σκηνή με καθημερινά ρούχα και αναπαρήγαγε παραστατικά μέρος του διαλόγου μεταξύ του Berg και του συνεντευκτή του. Η πρωτοβουλία συμπερίληψης αποσπάσματος της συνέντευξης στη συναυλία ήταν σίγουρα ενδιαφέρουσα, καθώς κατά αυτόν τον τρόπο, το κοινό ήταν σε θέση να ακούσει το τι πίστευαν τα ίδια τα μέλη της «Δεύτερης Σχολής της Βιέννης» για τα έργα και τις τεχνικές τους σε σχέση με το τονικό σύστημα και με ένα πιθανό αρμονικό κέντρο αυτών. Η απαγγελία σταμάτησε εντέχνως στο σημείο, στο οποίο ο Berg σχολίαζε και “υπερασπιζόταν” την ατονική φωνητική γραμμή, για να συνεχίσει το πρόγραμμα με ένα μείζονος σημασίας φωνητικό έργο του Schönberg: τα 15 ποιήματα από Το βιβλίο των κρεμαστών κήπων του Stefan George, για φωνή και πιάνο, opus 15.
Αυτά τα 15 τραγούδια-μινιατούρες, αναφερόμενα συχνά και ως “George Lieder”, συντέθηκαν κατά τα έτη 1908 και 1909 και ήταν από τα πρώτα έργα που σηματοδότησαν την «απελευθέρωση της διαφωνίας» και την έναρξη της μετάβασης προς την «ελεύθερη ατονικότητα». Στο πρόγραμμα της πρεμιέρας μάλιστα ο Schönberg έγραφε ότι σε αυτό το έργο πέτυχε να προσεγγίσει για πρώτη φορά έναν νέο τρόπο έκφρασης, τον οποίο είχε στο μυαλό του χρόνια. Η οργανωμένη μορφή των έμμετρων και με ομοιοκαταληξία ποιημάτων, που επέλεξε, του έδωσε την ευκαιρία να εγχύσει μέσα τους τη νέα πιο ωμή και αδόμητη εκφραστική του γλώσσα, προσφέροντας ταυτόχρονα μία μορφή στα έργα του. Τα ποιήματα αναφέρονται στην πορεία μίας ερωτικής ιστορίας, που εκτυλίσσεται σε έναν αλληγορικό κήπο, με τον οποίο εν μέρει ταυτίζεται, μέχρι τη δύση και των δυο τους.
Το έργο ερμηνεύθηκε από τον βαρύτονο Georg Nigl (και όχι από soprano ή mezzosoprano, όπως συνηθίζεται) και από τον πιανίστα Markus Hinterhäuser. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Hinterhäuser, εκτός από διακεκριμένος πιανίστας, φημίζεται και για την ιδιότητά του ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Μάλιστα, διατελεί καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ από το 2016.
Τα George Lieder, αν και κομβικής ιστορικής σημασίας, δεν εκτελούνται το ίδιο συχνά με άλλα έργα του Schönberg. Έτσι, η προσθήκη τους στο πρόγραμμα ήταν μια ενδιαφέρουσα επιλογή. Η ερμηνεία περιείχε αιχμές, αντιθέσεις και ένταση. Γενικότερα, μέσα από αυτήν αποδόθηκε εύστοχα ο –ως ένα βαθμό– τεμαχισμός και η αποσύνθεση, που υπέστησαν τα αυστηρώς οργανωμένα ποιήματα του George κάτω από τη μελοποίηση του Schönberg. Στην ουσία ακούστηκε όχι μόνο η δύση και οργανική αποσύνθεση του κήπου, αλλά και η αποσύνθεση μίας παρωχημένης αισθητικής της προηγούμενης παράδοσης των Lieder. Επίσης, επιδιώχθηκε μία εκφραστική εύθραυστη ερμηνεία, με βάση όμως πάντα την κατεύθυνση, που τους έδινε η ίδια η μουσική του Schönberg και όχι το ποιητικό κείμενο. Ο Nigl επέδειξε αρκετά μεγάλη δύναμη φωνής, τραγούδησε εκφραστικά και έδωσε έμφαση στην εκφορά και τον ήχο των λέξεων. Ο Hinterhäuser έπαιξε ευκρινώς, με ελεγχόμενη χρήση πεντάλ, διατηρώντας πάντα την ισορροπία μεταξύ πιάνου και φωνής, στηρίζοντας τον μονωδό και εντείνοντας το ενδιαφέρον του ακροατηρίου. Στο τέλος, οι δύο εκτελεστές αποχώρησαν από τη σκηνή εν μέσω χειροκροτημάτων και της επιδοκιμασίας του κοινού.
Η συναυλία συνεχίστηκε με ένα ακόμα έργο του Arnold Schönberg από την ίδια εποχή, που σχετίζεται με τη μετάβαση προς την ατονικότητα: το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2, σε φα-δίεση ελάσσονα, για δύο βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο και σοπράνο, opus 10. Μέσα από το εν λόγω έργο, το οποίο συντέθηκε κατά την περίοδο 1907 και 1908, διαφαίνεται η συνθετική μεταλλαγή του Schönberg, με τη σύνθεση να αρχίζει σε τονικό ιδίωμα, αλλά στο τελευταίο μέρος να τείνει σε μεγάλο βαθμό να το εγκαταλείψει. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από την πρωτοποριακή επιλογή προσθήκης φωνής σοπράνο στα δύο τελευταία μέρη, τα οποία χρησιμοποιούν δύο ποιήματα, επίσης του Stefan George, που φέρουν τους τίτλους “Litenei” / «Λιτανεία» και “Entrückung” / «Υπέρβαση-έκσταση». Όταν το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1908 προκάλεσε σκάνδαλο, καθώς το ακροατήριο δεν ήταν ακόμα έτοιμο στο σύνολό του να το δεχτεί.
Το έργο ερμηνεύτηκε από το κουαρτέτο εγχόρδων “Minguet” και τη σοπράνο Anna Prohaska, την οποία παρακολούθησε το Critics’ Point και πέρυσι στο Musikfest Berlin πάλι σε ρεπερτόριο μουσικής της πρωτοπορίας (Βλ. Critics’ Point, 12/9/2023). Στο διάστημα που ακολούθησε η αναγνωρισμένη σοπράνο απέσπασε την ανώτατη διάκριση της «Μονωδού της χρονιάς 2024» στα βραβεία Opus Klassik και τον φετινό Αύγουστο κατέφτασε πανηγυρικά στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ για να τιμήσει και με τη δική της σειρά τον σπουδαίο συνθέτη Schönberg!
Η όλη ερμηνεία ήταν ιδιαίτερη και τόνισε μία “εξπρεσιονιστική” οπτική της παραδοξότητας του ασυνείδητου. Αυτή η προσέγγιση έλαβε την πλήρη διάστασή της με την είσοδο της φωνής στο τρίτο μέρος. Η Prohaska εμφανίστηκε τελετουργικά/ θεατρικά, βηματίζοντας αργά προς το κουαρτέτο για να ερμηνεύσει το τρίτο και τέταρτο μέρος του έργου. Η μονωδός δεν φοβήθηκε να πειραματιστεί για άλλη μία φορά με τη φωνή της και το ηχόχρωμά αυτής, οδηγώντας στην πλήρη ενσωμάτωση στο ηχητικό σώμα των εγχόρδων. Η χροιά της φωνής της, το φραζάρισμά της, τα απότομα crescendi και diminuendi της, αλλά και τα έντονα –ενίοτε– glissandi της, οδήγησαν στην απόλυτη σύμπνοια της φωνής με την αισθητική των εγχόρδων. Επιπλέον, η Prohaska προσέδωσε μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα σε ορισμένα σημεία, τραγουδώντας τα –κατ’ εξαίρεσιν– senza vibrato. Ένα τέτοιο σημείο ήταν και το εμβληματικό “Ich fühle Luft von anderem Planeten” / «Αισθάνομαι αέρα από άλλον πλανήτη», το οποίο (αν και με ανεπαίσθητο vibrato παροδικά για λείανση), έδωσε μία παγερή, συμπαντική αλλά και προφητική συνάμα αίσθηση, η οποία αντιστοιχούσε απόλυτα στη σημασία προοικονομίας, που έχει λάβει η συγκεκριμένη φράση, για την σύντομα επερχόμενη εξέλιξη του συνθέτη και όλης της ιστορίας της μουσικής. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό της αιώρησης στο διάστημα· της απόδοση της παύσης υπακοής στους νόμους της βαρυτικής έλξης (όπως υπαγορεύει έμμεσα το κείμενο), αλλά και της παύσης της υπακοής στους νόμους της τονικής έλξης (όπως υπαγορεύει άμεσα ο συνθέτης). Το συγκεκριμένο ήταν ένα από τα πιο εύστοχα και ανατριχιαστικά σημεία της ερμηνείας, τα οποία εγγυήθηκαν τον χαρακτηρισμό της ως «πολύπτυχη». Ως προς τη διάταξη, άξιο αναφοράς είναι ότι η Prohaska στάθηκε ακριβώς πίσω από το κουαρτέτο, για να ερμηνεύσει, κάτι που βελτίωσε την ένταξη της φωνής της στο συνολικό αποτέλεσμα, αλλά από την άλλη μπορεί να σχετίζεται με κάποιες στιγμές που κινδύνεψε να χαθεί η ισορροπία μεταξύ φωνής και κουαρτέτου. Από τη συνολική ερμηνεία όλων των μερών, το μόνο ίσως που θα μπορούσε να παρατηρηθεί είναι ότι το δεύτερο μέρος του έργου θα μπορούσε να έχει και λίγο παραπάνω μπρίο. Η υποδοχή ήταν πάρα πολύ καλή, με πολύ δυνατό χειροκρότημα και ενθουσιώδεις επευφημίες.
Μία ακόμα ενδιαφέρουσα συναυλία στο πλαίσιο του κύκλου “Zeit mit Schönberg” ήταν αυτή που έφερε τον τίτλο “Kammersymphonie” και πραγματοποιήθηκε στις 3/8 στην ίδια αίθουσα. Η συναυλία ήταν αφιερωμένη, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, στη Kammersymphonie αρ. 2, opus 38 του Schönberg, αλλά επιπλέον και στο τρίπτυχο της «Δεύτερης Σχολής της Βιέννης»: Arnold Schönberg, Alban Berg και Anton Webern.
H Kammersymphonie αρ. 2 του Schönberg αποτέλεσε το κεντρικό έργο του προγράμματος και εκτελέστηκε σε μεταγραφή/ εκδοχή του ίδιου του συνθέτη για δύο πιάνα (opus 38b) από τους καταξιωμένους Nenad Lečić και Tamara Stefanovich. Ο Schönberg άρχισε να συνθέτει το συγκεκριμένο έργο το 1906, αλλά εντέλει το ολοκλήρωσε το 1939, ενώ βρισκόταν στην Αμερική και είχε περάσει στη δωδεκαφθογγική περίοδό του. Ο συνθέτης ήρθε αντιμέτωπος με έναν παλιό του εαυτό, τον οποίο δεν ήταν σίγουρος εξ αρχής πώς θα αντιμετωπίσει. Το έργο προέρχεται από μία εποχή, που ο Schönberg φαίνεται να γράφει ενίοτε ξανά σε εν μέρει τονικό ιδίωμα και να επιδιώκει τρόπους γεφύρωσης του τονικού συστήματος με τον δωδεκαφθογγισμό.
Το συγκεκριμένο έργο επισκιάζεται αρκετές φορές από την πρώτη συμφωνία για ορχήστρα δωματίου του συνθέτη και έτσι, αποτέλεσε μια επιλογή, πέρα από τα συνηθισμένα, για το πρόγραμμα. Στο πρώτο μέρος αναδείχθηκε η μελωδικότητα και εκφραστικότητα του έργου, με αρκετό πεντάλ, σχεδόν συνεχόμενα “κομπιάσματα” και rubati. Το δεύτερο μέρος ήταν νευρικό και ευκρινές, η απαισιόδοξη coda δραματική και βαριά. Γενικά, η ερμηνεία πέτυχε να αντικαταστήσει τα ορχηστρικά ηχοχρώματα που χάθηκαν κατά τη μεταγραφή με την ιδιαιτερότητα του ήχου του πιάνου. Το κοινό αντάμειψε τους εκτελεστές με ενθουσιασμό, χειροκροτώντας τους ένθερμα και επικροτώντας τους ηχηρά.
Το έργο του Schönberg πλαισιώθηκε από δύο άλλα έργα μαθητών του, τα οποία ερμήνευσε το κουαρτέτο εγχόρδων “Leonkoro”: το Αργό μέρος για κουαρτέτο εγχόρδων (1905) του Anton Webern (1883-1945) και τη Λυρική σουίτα, για κουαρτέτο εγχόρδων (1925/1926) του Alban Berg (1885-1935). Οι περιστάσεις σύνθεσης και των δύο έργων σχετίζονται με έντονα ερωτικά συναισθήματα και βιώματα των δημιουργών τους.
Η ερμηνεία, που έδωσε το κουαρτέτο “Leonkoro” στο έργο του Webern, ήταν γεμάτη ενέργεια και παρορμητικότητα, με το tempo να είναι αρκετά τσιμπημένο και να υπάρχει μία συχνή τάση ακόμα και προς (απότομα σε κάποια σημεία) accelerandi. Αυτή η προσέγγιση βοηθούσε στην διατήρηση της ενότητας του έργου και στην ενιαία σύλληψη των μελωδιών του, αποδίδοντας ταυτόχρονα τον ψυχικό κόσμο του συνθέτη. Βέβαια, σε ορισμένα μόνο σημεία ίσως δεν αφηνόταν χρόνος για τον λυρισμό και τη στιγμιαία ομορφιά των αρμονιών, κάτι όμως που οι εκτελεστές υπερκάλυπταν με τη σημασία που έδιναν στην κάθε νότα και με τον πολύ όμορφο ήχο τους. Έτσι, η ερμηνεία τους σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπονοηθεί ότι δεν τραγουδούσε. Επίσης, φάνηκε ότι είχε γίνει λεπτομερής δουλειά πάνω στα χρώματα και τις δυναμικές του έργου. Ενδιαφέρον ήταν ότι ο γνωστός για την αυστηρή οργάνωση των δωδεκαφθογγικών συνθέσεών του Webern, επιλέχθηκε να αντιπροσωπευτεί σε αυτή τη συναυλία με ένα πρώιμο έργο του, πριν καν από την περίοδο της «ελεύθερης ατονικότητας».
Αντίθετα από τον Webern, ο Berg αντιπροσωπεύτηκε στη συναυλία με ένα από τα έργα της τελευταίας του περιόδου, στο οποίο έχει εντάξει τον δωδεκαφθογγισμό στη συνθετική του γραφή. Το κουαρτέτο “Leonkoro” ερμήνευσε τη Λυρική Σουίτα πικάντικα, με εκφραστικές πινελιές και λεπτομέρεια στην άρθρωση, τη δυναμική και το ηχόχρωμα, αλλά και με μεγάλη ενεργητικότητα, καθοδηγώντας το κοινό μέσα από την σταδιακή κλιμάκωση της έντασης, στο αγωνιώδες ερωτικό βίωμα του Berg, που αφορούσε ένα εξωσυζυγικό πάθος. Εδώ φάνηκαν οι μεγάλες δεξιοτεχνικές ικανότητες των εκτελεστών, οι οποίοι ερμήνευσαν το έργο με ακρίβεια και συγχρονισμό.
Στο τέλος της συναυλίας, το κοινό κατενθουσιασμένο από τη λεπτοδουλεμένη ερμηνεία του κουαρτέτου “Leonkoro”, αρνήθηκε επί μακρόν να αποχωρήσει, αναγκάζοντας τους εκτελεστές να βγουν πολλαπλές φορές για υπόκλιση στη σκηνή. Εκτός των τρανταχτών χειροκροτημάτων και φωνών από όλες τις πλευρές της αίθουσας, η πλατεία σείστηκε από τις αδιάκοπες ποδοκρουσίες στο ξύλινο πάτωμα, το οποίο λειτούργησε ως αντηχείο στη θέληση ενός ζωντανού οργάνου: ενός εκστατικού ακροατηρίου, που απαιτούσε επίμονα encore! Τελικά, το κουαρτέτο ικανοποίησε το κοινό του, ερμηνεύοντας με ευαισθησία και υπέροχο ήχο το μελαγχολικό Crisantemi / Χρυσάνθεμα, για κουαρτέτο εγχόρδων του Giacomo Puccini (1858-1924), με στόχο προφανώς την κοινή θεματική του λυρισμού. Το έργο, ήταν αφιερωμένο στη μνήμη ενός τιμώμενου από τον συνθέτη προσώπου.
Από ό,τι φάνηκε από αυτές τις συναυλίες ο κύκλος “Zeit mit Schönberg ” / «Χρόνος με τον Schönberg» μαγνήτισε το κοινό, το οποίο γέμιζε τις αίθουσες, για να δικαιώσει την τόλμη ενός συνθέτη να πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα…
Αυτό που βλέπω μόνο είναι ότι ήμουν μια ζωή στο κόκκινο· αλλά έχω μια δικαιολογία: είχα πέσει σε έναν ωκεανό, σε έναν ωκεανό με καυτό νερό και δεν έκαψε μόνο το δέρμα μου, αλλά με έκαιγε και εσωτερικά. Και δεν μπορούσα να κολυμπήσω. Πάντως, δεν μπορούσα να κολυμπήσω με το ρεύμα, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κολυμπήσω αντίθετα στο ρεύμα –είτε αυτό με έσωσε είτε όχι. Αυτό που βλέπω είναι ότι ήμουν μια ζωή στο κόκκινο και όταν το αποκαλείς αυτό “επίτευγμα”, λοιπόν, –συγχωρέστε με– δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να συνιστά. Ότι δεν τα παράτησα ποτέ; Δεν θα μπορούσα –θα το ήθελα. […] Παρακαλώ μην το αποκαλέσετε ψεύτικη σεμνότητα αν πω: Ίσως κάτι να επιτεύχθηκε, μα δεν είμαι εγώ που αξίζω τα εύσημα για αυτό. Τα εύσημα πρέπει να δοθούν στους αντιπάλους μου. Αυτοί ήταν που με βοήθησαν πραγματικά.
—Απόσπασμα από την περίφημη ομιλία του «νερού που κοχλάζει» του Arnold Schönberg το 1947, σε μετάφραση της αρθρογράφου.
—Στη μνήμη του πρόσφατα εκλιπόντος Γιώργου Λεωτσάκου
*H Elena Fiedeldey είναι μουσικολόγος, τελειόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών ΕΚΠΑ.
[1] Πρόκειται για θεατρικό έργο του Hugo von Hofmannsthal (ενός από τα ιδρυτικά μέλη του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ), το οποίο εκτελείται κάθε χρόνο στα πλαίσια του Φεστιβάλ και το οποίο συνδέεται αναπόσπαστα με την ιστορία του.