Είναι κοινό μυστικό ότι το σημερινό Φεστιβάλ Αθηνών (ξεχάστε τις παλαιότερες δόξες του!) αδυνατεί πλέον να προσφέρει συναυλίες κλασικής μουσικής, γυρίζοντας ουσιαστικά την πλάτη στο παραδοσιακό κοινό του, που περίμενε τους καλοκαιρινούς μήνες προκειμένου να απολαύσει φημισμένους σολίστ, ορχήστρες και μαέστρους. Εντούτοις, ευτυχώς υπάρχουν τα φεστιβάλ που πραγματοποιούνται σε άλλες πόλεις και νησιά της ελληνικής επικράτειας και κυριολεκτικά «σώζουν» την κατάσταση. Αναφερθήκαμε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Αιγαίου της Σύρου και τώρα ερχόμαστε να επαινέσουμε τις δράσεις ενός άλλου, νεώτερου Φεστιβάλ, το οποίο φέρει τον τίτλο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Σαρωνικού, συμπλήρωσε φέτος την τέταρτη χρονιά του και υποστηρίζεται από την Γερμανική Πρεσβεία.
Πρωτεργάτες αυτής της πρωτοβουλίας υπήρξαν ο ευρύτατης μουσικής μόρφωσης και καλλιέργειας, προικισμένος βιολονίστας Γιάννης Αγρανιώτης, του οποίου την πρόοδο παρακολουθούμε με ενδιαφέρον από τα εφηβικά του χρόνια, και ο Αυστραλός βιολίστας Francis Kefford, που κάθε καλοκαίρι συγκεντρώνουν μια ομάδα εξαίρετων σολίστ και παρουσιάζουν έργα μουσικής δωματίου. Δυναμικός μοχλός της ομάδας στον τομέα οργάνωσης και επικοινωνίας είναι ο ακαταπόνητος Μιχάλης Αγρανιώτης.
Το φετινό φεστιβάλ εγκαινιάστηκε στις 4/8 στις Σπέτσες και ολοκληρώθηκε στις 10/8 στον Γαλατά, με ενδιάμεσες συναυλίες στον Πόρο (5/8), Ύδρα (7 και 9/8) και Πόρο (8/8). Παρακολουθήσαμε τις δύο τελευταίες συναυλίες του φεστιβάλ.
Πιο συγκεκριμένα, στις 9/8, στην Αίθουσα Συνεδρίων του Ξενοδοχείου Μπρατσέρα της Ύδρας (πρόκειται για το παλαιό εργοστάσιο σφουγγαριών που μετατράπηκε σε πολυτελές και ιδιαίτερα καλόγουστο ξενοδοχείο), ακούσαμε έργα Joseph Haydn, Johann Sebastian Bach και Arnold Schoenberg. H βραδιά άνοιξε με το τριμερές Τρίο με πιάνο αρ. 39, Hob. XV/25, ολοκληρωμένο το 1795 και αφιερωμένο, όπως και τα άλλα δύο τρίο του κύκλου, Op. 73, στην αγαπημένη φίλη (και πιθανότατα μετά τον χαμό του άντρα της, ερωμένη) του μουσουργού, Rebecca (Scott) Schroeter. Οι τρεις νέοι μουσικοί, Αγρανιώτης, βιολί, James Barralet, βιολοντσέλο, και Caspar Frantz, πιάνο, ερμήνευσαν με ιδιαίτερο panache, brio και τεχνική δεξιότητα. O Frantz, κατανοώντας πλήρως τις συχνές εναλλαγές τονικοτήτων (με πόση τόλμη και αυτοπεποίθηση που κινείται ο Haydn από το ένα μακρινό τονικό σύμπαν στο άλλο), παρέσυρε τους δύο συναδέλφους του να αισθανθούν βαθιά τον χαρακτήρα του λαμπρού αυτού έργου. Οι τσιγγάνικοι ρυθμοί του καταληκτικού μέρους, Rondo a l’Ongarese:Presto, βρήκαν τους τρεις μουσικούς σε εκρηκτική φόρμα: τόνισαν με ζέση και σπίθα τα ρυθμικά σχήματα.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας συμπληρώθηκε με την Αγγλική Σουίτα αρ. 1, BWV 806, του Bach, σε μεταγραφή για τρίο εγχόρδων από τον Francis Kefford. Ο τελευταίος μετέγραψε το έργο, στην πρωτότυπή του εκδοχή προορισμένο βεβαίως για το αρπίχορδο, με οίστρο και προσοχή στους διαλόγους των διαφορετικών φωνών και στην ανάδειξη της πολυφωνίας. Ο ίδιος στη βιόλα, συνεργάστηκε υποδειγματικά με τους Bogdan Božovic, βιολί, και Rebekka Markowski, βιολοντσέλο, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο ύφος των χορών που σχηματίζουν τη σουίτα και φροντίζοντας για την ανάδειξη των αναλογιών και ισορροπιών των μερών.
Στο δεύτερο μέρος ακούσαμε το Σεξτέτο εγχόρδων, Op. 4, με τίτλο Εξαϋλωμένη Νύχτα (Verklärte Nacht), του Arnold Schoenberg, εμβληματική σύνθεση ολοκληρωμένη μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες, το 1899. Οι έξι μουσικοί (Benjamin Bowman και Božovic, βιολί, Kefford και Steven Dann, βιόλες, David Eggert και Rebekka Markowski, βιολοντσέλα) φρόντισαν να φέρουν στην επιφάνεια την αγωνία και τις φοβίες που συνθέτουν αυτό το αριστούργημα. Παράλληλα φρόντισαν να φωτίσουν με επιτυχία την πρωτοποριακή αρμονία και τους γεμάτο δράμα διαλόγους μεταξύ των οργάνων. Η ερμηνεία που λάβαμε διέθετε θεατρική ένταση και ποιητικό εκστατικό λυρισμό.
Η τελευταία βραδιά του Φεστιβάλ (10/8), έλαβε χώρα στην φιλόξενη αίθουσα του Γυμνασίου του Γαλατά. Το πρόγραμμα περιέλαβε δύο μεγάλα έργα της φιλολογίας της μουσικής δωματίου.
Η συναυλία άνοιξε με το Κουιντέτο αρ. 2, Οp. 81, Β. 155, του Antonín Dvořák, ολοκληρωμένο τον Οκτώβριο του 1887. Οι Božovic και Young Yoon, βιολί, Manuel Hofer, βιόλα, David Eggert, βιολοντσέλο, και Frantz, πιάνο, πρότειναν μια σφαιρικά ολοκληρωμένη ανάγνωση του έργου, τονίζοντας τον έντονο λυρισμό του πρώτου μέρους (Allegro, ma non troppo), την μελαγχολική μελωδία του δεύτερου μέρους (Dumka: Andante con moto), τον φλογερό χαρακτήρα του τρίτου μέρους (Scherzo, Furiant: molto vivace), για να φθάσουν σε ένα εκρηκτικής ενέργειας Finale: Allegro.
Από όλες τις υψηλών προδιαγραφών ερμηνείας που ακούσαμε, ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε εκείνη του Σεξτέτου εγχόρδων αρ. 1, Op. 18 του Johannes Brahms. Πρόκειται για έργο του 1860, γραμμένο με ιδιαίτερη τέχνη και ευαισθησία όσον αφορά στην ανάπτυξη του κάθε ένα εκ των τεσσάρων μερών που σχηματίζουν αυτό το αρκετά αισιόδοξο έργο. Οι Bowman, Αγρανιώτης, βιολιά, Dann, Kefford, βιόλες, Barralet και Markowski, βιολοντσέλα, βούτηξαν με ενθουσιασμό και γνώση στο μπραμσιανό σύμπαν προσφέροντας μια υπέροχη σε ζεστά και ανθρώπινα συναισθήματα ερμηνεία αυτού του κορυφαίου έργου. Ο Bowman, αυτός ο ικανότατος Αμερικανο-καναδός δεξιοτέχνης του βιολιού, απόφοιτος του Curtis Institute of Music της Φιλαδέλφειας, που σήμερα κατέχει τη θέση του κορυφαίου της ορχήστρας του American Ballet Theatre, με έντονα εκφραστικό τρόπο, καθοδηγούσε τους συναδέλφους του, σαν μαέστρος ορχήστρας, ελέγχοντας τη μεγάλη γραμμή, υπογραμμίζοντας τον συμφωνικό χαρακτήρα του έργου και προτρέποντας τους άλλους μουσικούς να κτίσουν τις δυναμικές, να δομήσουν και να αρθρώσουν με νόημα την αρμονική πρόοδο των μεγάλων μουσικών φράσεων και παραγράφων. Δίπλα του, ο έξοχος Αγρανιώτης, με προσοχή και θαυμάσια λαξευμένο ήχο, συνέδραμε ουσιαστικά σε αυτή την ιδιωματική και όλο συγκίνηση ερμηνεία.
Αδημονούμε για την επόμενη έκδοση του Φεστιβάλ, που θα είναι και η πέμπτη, ευχόμενοι σταδιακά να εξελιχθεί σε έναν από τους αρτιότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς μουσικής δωματίου. Ένα ελληνικό “Verbier Festival”; Ίσως, κάποια στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, έχει όλα τα προσόντα και η συνέχεια αναμένεται λαμπρή. Ένα μεγάλο, Εύγε!