Η Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων (ΕΛΣΟΝ), ιδρυμένη από τον κλαρινετίστα και μαέστρο Διονύση Γραμμένο το 2017, στις 28/5, πραγματοποίησε συναυλία στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), συμπράττοντας με τον βιολονίστα και βιολίστα Michael Barenboim, γιο του σημαντικού αρχιμουσικού και πιανίστα Daniel Barenboim. Σε ένα ενδιαφέρον και μουσικά απαιτητικό πρόγραμμα, αποτελούμενο από έργα των Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847), Συμφωνία για έγχορδα αρ. 10, Franz Schubert (1797-1828), Rondo για βιολί και ορχήστρα εγχόρδων, D 438, Paul Hindemith (1895-1963), Trauermermusik για βιόλα και έγχορδα, και Antonín Dvořák (1841-1904), Σερενάτα για έγχορδα, Op. 22, η ορχήστρα επέδειξε τις ποιότητές της και τη διάθεσή της να προχωρήσει σε προσεγμένες ερμηνείες. Στα σολιστικά μέρη των έργων του Schubert και του Hindemith, ο Barenboim έπαιξε επιστρατεύοντας γνώση και διεισδυτική μουσικότητα, η οποία σε στιγμές, πολύ θύμιζε εκείνη του διάσημου πατέρα του, με τον οποίον έχει συμπράξει ως εξάρχων της West-Eastern Divan Orchestra και σε αξιοσημείωτες αναγνώσεις μεγάλων έργων του ρεπερτορίου της μουσικής δωματίου, ιδίως έργων των Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791) και Ludwig van Beethoven (1770-1827), κάποιες εκ των οποίων έχουν ηχογραφηθεί για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon. Εκτός προγράμματος, η ορχήστρα και ο Barenboim, πρότειναν το Πρελούδιο (Εισαγωγή) από την όπερα, La Traviata, του Giuseppe Verdi (1813-1901), ευαίσθητα ερμηνευμένο.
Προχωρώντας, στις 30/5, παρακολουθήσαμε συναυλία της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Βύρωνα Φιδετζή, που δόθηκε στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του ΜΜΑ. Ο Φιδετζής είναι γνωστός τόσο για την αγάπη του προς την ελληνική μουσική δημιουργία, έχοντας παρουσιάσει και συνεχίζοντας να παρουσιάζει δεκάδες Έλληνες συνθέτες, αλλά και για τη στενή συνεργασία του με τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 2017 από τον ίδιον και από τον Νίκο Μαλιάρα, καθηγητή ιστορικής μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μαέστρο. Μολονότι η ορχήστρα, καλλιτεχνικός διευθυντής της οποίας είναι ο Φιδετζής, δημιουργήθηκε προκειμένου κυρίως να παρουσιάζει έργα ελληνικά, ωστόσο έχει επιτυχώς επεκταθεί σε συνθέσεις της διεθνούς μουσικής φιλολογίας, με έμφαση στα έργα που δεν ακούγονται συχνά ή και σε πολλές περιπτώσεις, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη χώρα μας.
Το πρόγραμμα της πρόσφατης συναυλίας απαρτίστηκε από δύο έργα οραματιστών συνθετών, που μέσω του έργου τους άνοιξαν νέους δρόμους και εξέλιξαν τη μουσική γλώσσα της εποχής τους. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος, ακούστηκε το Συμφωνικό ποίημα αρ. 13, με τίτλο Από το λίκνο στο μνήμα (γερμ. Von der Wiege bis zum Grabe), S. 107, του Franz Liszt (1811-1886). Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του έργου, που ολοκληρώθηκε κατά την ύστερη περίοδο της δημιουργικής πορείας του εμβληματικού μουσουργού, ο Φιδετζής και η ορχήστρα του πέτυχαν να αναδείξουν τη μελαγχολική-στοχαστική και γεμάτη προβληματισμούς διάθεση των μουσικών σελίδων, που αναζητούν παρηγοριά στη μετά θάνατον ζωή.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς και για πρώτη φορά στη Ελλάδα, εκτελέστηκε το Κοντσέρτο για πιάνο, ορχήστρα και ανδρική χορωδία, Op. 39, του Ιταλού Ferruccio Busoni (1866-1924), πολύτιμου μουσουργού και θρυλικού πιανίστα, που συνέχισε τη συνθετική και αισθητική παράδοση του μέγα Liszt. Η σύνθεση του Κοντσέρτου ολοκληρώθηκε το 1904 (η έντυπη παρτιτούρα στο τέλος της αναγράφει, Finis. Il 3. d’ Agosto 1904) και κατά το ίδιο έτος έλαβε την πρώτη παγκόσμια εκτέλεσή του, στο Βερολίνο, με σολίστ τον ίδιο τον δημιουργό και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του Karl Muck. Αναμφισβήτητα αποτελεί ένα από τα μουσικά και τεχνικά δυσκολότερα έργα του ρεπερτορίου, τόσο για τον σολίστ, όσο και για την ορχήστρα, με συνολική διάρκεια περίπου εβδομήντα λεπτά. Αξίζει να σημειωθεί ότι καίτοι κατά το μακρινό παρελθόν είχε προγραμματιστεί να παρουσιαστεί στη χώρα μας, πάλι στο ΜΜΑ, από πολύ γνωστό πιανίστα που δυστυχώς δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας, εντούτοις η ελληνική πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε τελικά μόλις πρόσφατα από τον βιρτουόζο πιανίστα Παναγιώτη Τροχόπουλο, ο οποίος κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του έχει καταπιαστεί με τεχνικά δυσπρόσιτα έργα-κολοσσούς, όπως λ.χ. με ορισμένα του Charles-Valentin Alkan (1813-1888, Συμφωνία για σόλο πιάνο, Op. 39, αρ. 4-7, και Κοντσέρτο για σόλο πιάνο, Op. 39, αρ. 8-10). Ειδικότερα, ερμήνευσε με ισχυρή όσο και ευθύβολη μουσική σκέψη, αξιοσημείωτη δακτυλική κυριαρχία (λ.χ. με πόση αυτοπεποίθηση έφερε στην επιφάνεια τον μεφιστοφελικό οίστρο και τις σαρκαστικές παραγράφους του συναρπαστικού τετάρτου μέρους, All’italiana-Tarantella vivace in un tempo, και με πόσο ενθουσιασμό απέδωσε τη ξέφρενη όσο και πανδύσκολη cadenza, που ακούγεται προς το τέλος του ίδιου τούτου μέρους) και ευχέρεια (λ.χ. σημειώσαμε τις γρήγορες χρωματικές κλίμακες στην αρχή του δευτέρου μέρους, Pezzo giocoso, και εκείνες τις διαβολικές εκτινάξεις, με την παρεμβολή επαναλαμβανόμενης τρίλιας, που ακολουθούν στη συνέχεια, ακριβώς στο σημείο της παρτιτούρας με την αγωγική ένδειξη Più trattenuto e fantasticamente). Επιπλέον, έπαιξε με ιδιαιτέρως μεγάλο ήχο, ωραία προβεβλημένο, ακλόνητη μνήμη-συγκέντρωση (σαστίζει κανείς και μόνο μπροστά στην ιδέα-διαδικασία της απομνημόνευσης αυτής της ογκώδους όσο και πολυδαίδαλης πιανιστικής πάρτας) και εξερεύνησε σε βάθος τις εκτενείς ρητορικές παραγράφους, τα παθιασμένα ξεσπάσματα, τις μεγάλες κορυφώσεις, αλλά και εκείνες τις πιο προσωπικές-στοχαστικές-λυρικές στιγμές της γιγαντιαίας σύνθεσης (τρίτο μέρος, Pezzo serioso). Το παρατεταμένο ηχηρό χειροκρότημα και το -μάλλον σπάνιο για τη χώρα μας- standing ovation, που του επεφύλαξε το κοινό στο τέλος, του άξιζαν πέρα για πέρα.
Από την πλευρά τους, η ορχήστρα, με εξαιρετικά χάλκινα πνευστά, και ο μαέστρος, πρόσφεραν μία καλά διαρθρωμένη προσέγγιση του τόσο σημαντικού ορχηστρικού μέρους (ας μη λησμονούμε ότι ο συνθέτης αναφερόταν στο μνημειώδες έργο του ως Symphonie italienne), ενώ η Ακαδημαϊκή Χορωδία Νέων Αθηνών, τραγούδησε με συνέπεια κατά το πέμπτο και τελευταίο μέρος, Cantico: Largamente. Εντούτοις, πολύ μάς ξένισε η προσθήκη δύο, αν δεν μας απατά η μνήμη μας, γυναικείων μελών στη χορωδία, την ώρα που η παρτιτούρα σαφώς απαιτεί αποκλειστικά ανδρική χορωδία και αναγράφει στα γερμανικά Männerchor.
Κλείνοντας την αναφορά μας στη συγκεκριμένη συναυλία, ας μας επιτραπεί να προτείνουμε στον ατρόμητο κύριο Τροχόπουλο, ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον έργο, γραμμένο μόνο μερικά χρόνια μετά από εκείνο του Busoni, ακριβώς το 1910, επίσης υψηλών δεξιοτεχνικών απαιτήσεων: το θαυμαστό Κοντσέρτο για πιάνο, Op. 114, του Max Reger (1873-1916), κατά το οποίο ασφαλώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις δυσεύρετες δυνατότητές του.
Την ακριβώς επόμενη βραδιά (31/5) και στην ίδια αίθουσα, ο Βέλγος αρχιμουσικός Michel Tilkin, διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ), σύνολο με το οποίο έχει συνεργαστεί επιτυχώς και στο παρελθόν. Η συναυλία άνοιξε με μία ζωηρή και ενθουσιώδη εκτέλεση του έργου με τίτλο, Η Γιορτή, του Γιώργου Λαμπελέτ (1875-1945).
Στη συνέχεια, ο εκλεκτός σαξοφωνίστας Θεόδωρος Κερκέζος, γνωστός για τη διεθνή σταδιοδρομία του, όπως και για τις συμπράξεις και ηχογραφήσεις του με ονομαστές ορχήστρες, έπαιξε το Κοντσέρτο για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα του σύγχρονου Ταϊλανδού συνθέτη Narongrit Dhamabutra (γ. 1962), ενός από τους πλέον δραστήριους δημιουργούς της χώρας του. Επιστρατεύοντας άλλοτε λαμπερό και άλλοτε βελούδινο και τρυφερό ήχο, ερμηνευτική βεβαιότητα και εντυπωσιακή δεξιοτεχνική ευχέρεια (πεντακάθαρη υπήρξε η άρθρωση τόσο των ποικίλων ρυθμικών στοιχείων όσο και των εκτενών μελωδικών σχημάτων), ο Κερκέζος κέρδισε εύκολα τις εντυπώσεις σε ένα έργο γραμμένο με φαντασία και δομική πληρότητα, το οποίο παρέμενε στο τονικό σύμπαν, με ενδιαφέρουσες εξερευνήσεις τόσο της αρμονίας όσο και των ενορχηστρωτικών δυνατοτήτων. Η ΚΟΑ, υπό τον Tilkin, πρόσφερε στον σολίστ συνοδεία ιδιαίτερης έκφρασης, παράλληλα αναδεικνύοντας την ωραιότατη και στη λεπτομέρεια δουλεμένη ενορχήστρωση του Dhamabutra.
Κατά την ίδια συναυλία, ορχήστρα και μαέστρος απέδωσαν εύστοχα το ατμοσφαιρικό και με ψυχογραφικές προεκτάσεις έργο με τίτλο Individuum του Ελευθέριου Βενιάδη, που εμπνέεται από του Ιπποκράτη τα τέσσερα ταπεραμέντα της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως και στο τέλος της βραδιάς, το δημοφιλές Κοντσέρτο αρ. 3, Op. 26, του Sergei Prokofiev (1891-1953), με σολίστ την ικανή Θεοδοσία Ντόκου, η οποία εξερεύνησε το μέρος της μπολιάζοντας με φλογερή εκφραστικότητα τις μουσικές φράσεις. Σε ανταπόκριση των χειροκροτημάτων του ακροατηρίου, επαναλήφθηκαν οι είκοσι τρεις καταληκτικές σελίδες του τρίτου και τελευταίου μέρους, Allegro, ma non troppo, του Κοντσέρτου, ακριβώς από το μέτρο αρ. 131 της ορχηστρικής παρτιτούρας με την αγωγική ένδειξη Allegro.