Σύνολο «Κύκλος»: νέα βλάστηση σὲ καμμένη γῆ…

τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Δέκατο όγδοο 2013.

 

ΣΤΥΓΕΡΟΣ  ΜΟΥΣΟΚΤΟΝΟΣ, σὰν μόρφωμα κρυπτοϊσλαμικό, τὸ ἐπίσημο Ἑλλαδιστὰν, μὲ πρόσχημα τὴν οἰκονομικὴ κρίση ἀποκεφαλίζει ἀκατα-παύστως ἀνεκτίμητους θεσμούς: Χθὲς ἡ Ὀρχήστρα τῶν Χρωμάτων, οἱ διαγωνισμοὶ «Μαρία Κάλλας» τοῦ ᾠδείου Athenaeum, τὸ διαχρονικὸ ψυχομαχητὸ τοῦ Μεγάρου Μουσικῆς,  σήμερα τὰ Μουσικὰ Σύνολα τῆς ΕΡΤ, αὔριο τί; Εὐτυχῶς, ἡ καμμένη γῆ κρύβει ἀπεριόριστες δυνάμεις ἀναπτύξεως νέας βλαστήσεων, νέων ἐλπιδοφόρων μουσικῶν θεσμῶν ὅπως ἡ «Ἑταιρία (sic: ὄχι Ἑταιρεία!) Τέχνης», μὲ διευθυντὲς γενικὸ μὲν τὸν δεξιοτέχνη κρουστῶν Δημήτρη Δεσύλλα, καλλιτεχνικὸ δὲ τὸ συνθέτη Γιῶργο Κουμεντάκη καὶ ἱδρυτικὰ μέλη 16 γνωστότατους ἐκτελεστὲς ἐγχόρδων (8, μὲ δοξάρι, νυκτά, πληκτροφόρα), ξυλίνων (4) καὶ χαλκίνων (4), ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ ᾨδείου Ἀθηνῶν μὲ ἐπι-κεφαλῆς τὸ νέο διευθυντή του, πολλαπλᾶ καταξιωμένο ἀρχιμουσικὸ Νίκο Τσοῦχλο. Στέγη του, ἂν σωστὰ καταλάβαμε ἀπὸ τὴν ἀποφασιστικότατην εἰσαγωγὴ τοῦ κ. Τσούχλου, ποὺ εὐνόητα προσυπογράφουμε., ἡ μικρὴ αἴθουσα συναυλιῶν τοῦ ἱδρύματος, ὑπὸ τὴ στοργικότατη αἰγίδα τοῦ ὁποίου τελεῖ.

Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτή, χάρη στὸ περιεκτικότατο πρόγραμμα (κείμενα τοῦ μουσικολόγου Ἀνάργυρου Δενιόζου) μάθαμε τὸν ἀ-κατανόμαστο «ἀρχιτέκτονα» τοῦ βδελυγματικοῦ κτίσματος ὅπου στεγά-ζεται τὸ ᾨδεῖο ἀπὸ τὸ 1970 περίπου: εἶναι ὁ Ἰωάννης Δεσποτόπουλος ἢ Jean Despo (1903-1992) ποὺ τὸ ἔχτισε, λέει, σὲ στὺλ Bauhaus: τὸ μακαρίτης ποὺ 21 χρόνια τώρα κυττᾶ τὰ ραδίκια ἀνάποδα, μήτε σκέ–φτηκε τὰ ἄτομα μὲ κινητικὰ προβλήματα (λ.χ. σπουδαστές, δυνητικῶς ταλαντούχους): 50 καὶ πλέον σκαλοπάτια πρέπει νὰ σκαρφαλώσεις ἀγκομαχώντας γιὰ νὰ φτάσεις ἀπὸ τὴ Βασιλέως Κωνσταντίνου στὸ «ἰσόγειο», ἐνῶ μισὴ λεύγα (2 χλμ.) χωρίζει τὴν αἴθουσα συναυλιῶν ἀπὸ τὶς τουαλέτες. Φυσικὰ ἀσσανσὲρ δὲν ὑπάρχει! Ἡ λέξη τοῦ στρατηγοῦ  Cambronne στὸ Βατερλὼ ταιριάζει στὸν αὐτουργὸ καὶ στὸ κτίσμα του.    Δυστυχῶς ἔχασα, πρὸ μηνὸς περίπου τὴν ἐναρκτήριο τοῦ νέου θε-σμοῦ. Ἡ β΄ συναυλία του (τίτλος: «Κρουστικὲς ἀποκλίσεις»), μὲ δύο πιανιστικὰ «ντοῦο» καὶ τὸ σύνολο κρουστῶν «Τύπανα» πρόσφερε σὲ θαυμάσιες ἐκτελέσεις ἕνα ἀπὸ τὰ ἱστορικῶς πιὸ ἀξιομνημόνευτα προγράμ-ματα σύγχρονης μουσικῆς ποὺ ἄκουσε ποτὲ ἡ Ἀθήνα:

1) ΜΙΓΙΩ, ΝΤΑΡΙΟΥΣ (Milhaud, Darius, 1892-1974): «Scara-mouche», γιὰ δύο πιάνα (1937), τρίπτυχο (Ζωηρά, Μέτρια, Μπρα-ζιλέϊρα). Ἄκρα ἠχητικὴ ἐκπλέπτυνση, καταυγάζουσα μουσική ἀνεπιτήδευτα πρωτότυπη, δὲν ἀνέστειλε τὸ πηγαῖο ρυθμικὸ σφρῖγος μιᾶς σελίδας ποὺ ὅπως τόσες ἄλλες σαρώθηκε ἀπὸ τὴν «πρωτοπορειακὴ» πανούκλα, μιὰ ἀκόμη ἀνάμνηση συνθέτου ἄδικα παραγκωνισμένου ἀπὸ τὸ ἀλησμόνητο ταξεῖδι του (1917-1919) στὴ Βραζιλία, ὡς γραμματέας τοῦ μεγάλου Πὼλ Κλωντὲλ τότε πρεσβευτοῦ τῆς Γαλλίας. Δύο νέοι πιανίστες, Χριστόφορος Μίτζας καὶ Νικόλαος Παπαγεωργίου, ἀπέδοσαν μὲ κρυσταλλικὴν ἠχητικὴ διαφάνεια τὶς διονυσικότατες ἀνεμορριπὲς τῶν δύο ἀκραίων μερῶν, ἀναδεικνύοντας συναρπαστικὰ τὴν ἀενάως ἀνανεούμενη αὐθόρμητη μελῳδικὴν εὑρηματικὴ τοῦ μεσαίου.

2) ΜΠΑΡΤΟΚ, ΜΠΕΛΑ (Bartók, Béla, 1881-1945): «Σονάτα γιὰ δύο πιάνα καὶ κρουστά» (1937), ἔργο Sz. 110 (Sz. = Κατάλογος ἔρ-γων Μπάρτοκ ἀπὸ τὸν Οὗγγρο συνθέτη András Szőllősy, 1921-2007). Ἐκτελεστὲς: Στέφανος Θωμόπουλος καὶ Γιῶργος-Ἐμμανουὴλ Λαζαρί-δης, πιάνα, Δημήτρης Δεσύλλας καὶ Ἀντρέας Φαρμάκης, κρουστά. Ἔργο ἰσόκυρο τῶν τριῶν τελευταίων κουαρτέτων ἐγχόρδων τοῦ συνθέτου ὅπως καὶ τῶν ἕξη τελευταίων μπετοβενικῶν κουαρτέτων, ἤδη ἀπὸ τὸ εἰσαγω-γικὸ Assai lento μᾶς καθήλωσε μὲ τὸ σταγονομετρικὸ ἀλλ᾽ ἀδήριτο συνηχητικὸ πλουτισμὸ τοῦ ἀρχικοῦ «μονοφωνικοῦ» θέματος, ὅπως καὶ στὸ μεσαῖο Lento ma non troppo τὸ γοργό, ἐπαναλαμβανόμενο πολύ-φθογγο μοτίβο μᾶς ἀπογείωσε σὲ στρατόσφαιρες συνθετικῶν συλλήψεων. Τὸ φινάλε, ὅπου διακρίνεται τὸ ξυλόφωνο, μὲ ἀπόηχους Προκόφιεφ, μᾶς προσγείωσε διακριτικότατα. Ἐνστάσεις μας: ἡ αἴθουσα ἦταν πολὺ μικρὴ γιὰ τέτοιους, πιανιστικὲς ἰδίως, ἐντάσεις καὶ ἠχητικοὺς ὄγκους ἐνῶ μεγαλύτερη οἰκονομία πεντὰλ θὰ εὐνοοῦσε περισσότερο τὸ ἀριστούργημα.

3) ΚΡΑΜΠ, ΤΖΩΡΤΖ (Crumb, George, γ. 1929): Ἔχοντας ἀ-κούσει ἄνω τῶν 5 ἔργων τοῦ ἀξιόλογου, τελικῶς, ἀμερικανοῦ συνθέτου, τὸν θεωρούσαμε μακρινὸν «ἐξάδελφο» ἑνὸς Μεσσιάν, διαπρέποντα σὲ περίτεχνη μανιέρα ἀπόηχων ἐξωτικῶν πολιτισμῶν, τόσο ἀναγνωρίσιμη ὅσο ἐκείνη ἑνὸς Μπερνάρ Μπυφφέ στὴ ζωγραφικὴ ἢ ἑνὸς Τζιακομμέτι στὴ γλυπτική. Ἡ 40λεπτη σύνθεσή του (5 μέρη) «Μουσικὴ γιὰ μιὰ κα-λοκαιρινὴ βραδιά―Μακρόκοσμος ΙΙΙ» [Music for a Summer Evening-Makrokosmos III], τοῦ 1974, ἐντυπωσίασε τόσο ὅσο νὰ εὐχόμαστε βαθύτερη γνωριμία μὲ τὴν παραγωγή του, ἀνάλογα πλούσια μὲ τὴν ἠλι-κία του. Χαρακτηριστικὸς τοῦ βάθους τῆς σκέψεώς του ὁ θαυμαστὸς ὁρι-σμός του τῆς μουσικῆς: «σύστημα ἀναλογιῶν στὴν ὑπηρεσία πνευμα-τικῶν ἀνατάσεων». Τὸ ἔργο πλὴν τῶν πιάνων (Θωμόπουλος, Λαζαρίδης) καὶ κρουστῶν (Δεσύλλας, Φαρμάκης) ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς τελευταίους νὰ παίζουν σὲ φλογέρες ἀρχέγονα σόλι ἢ ἑτεροφωνίες καὶ νὰ σφυρίζουν. Ἡ λεπτότητα ἤχου καὶ δυναμικῶν διαβαθμίσεων ποὺ ἀναζητήθηκε στὸ Μπάρτοκ,  ἐδῶ θαυματούργησε ἀναδεκνύοντας τὸ πεντάπτυχο σὲ ἀρ-στούργημα τῆς ἀμερικανικῆς μουσικῆς συγκρίσιμο μὲ τὴν περίφημη Σονάτα ἀρ. 2, γιὰ πιάνο, ἐπιλεγόμενη  «Κόνκορντ« [Concord Sonata,   1915] τοῦ μεγάλου Τσάρλς Ἄϊβς [Charles Ives, 1874-1954]. Τὰ μέρη:

Ι. «Νυχτερινοὶ Ἦχοι»: ἐπιφανειακῶς ἄμορφα πιανισσίσιμι βαθμιαῖα συμπυκνούμενα, ἀπάγουν σὲ…καταιγίδα. ΙΙ. «Φαντασία τοῦ Ὁδοιπό-ρου», τίτλος 100% Σοῦμπερτ: φλογέρα πάνω ἀπὸ χορδὲς πιάνου, ντου-έττο κρουστῶν, πιάνα σὲ μονοφωνικὸ «διάλογο». ΙΙΙ. «Ἔλευση», πάνω σὲ διαστήματα 5ης-4ης (ἀνιόντα) καὶ 4ης-5ης (κατιόντα) σὲ ἔκταση ὀκτάβας, ἀναπέμπει στὸ Μεσσιὰν. IV.  «Μῦθος»: οἱ κραυγὲς «χά-χά», ἔτσι τοὐλάχιστον ὅπως ἐκτελέστηκαν, μόνον ἰαπωνικὸ θέατρο «νὸ» δὲ θύμιζαν. Λεπτότατη ἀτμοσφαιρικὴ «στικτογραφία». V.  «Μουσικὴ ἔναστρης νύχτας». Τὸ παράθεμα τῆς Φούγκας, ρε ὕφ. ἐλ. (Μπάχ: «Καλοσυγκερασμένο Πληκτροφόρο», τόμ. ΙΙ) ἑρμηνευόταν καὶ ὡς «Ἰδοὺ ἡ μουσική»! Τὸ ἔργο ἐνῶ σὲ καθηλώνει κάθε στιγμὴ σὲ φευγαλέα ἠχητικὰ λεπτουργήματα, τελειώνοντας ἀποδεικνύεται μεγαλειώδης ἀρχιτεκτονικὸς ὀραματισμός, ἐπιβάλλων ἐπανακρόαση! (ᾨδεῖο Ἀθηνῶν, 13.6.2013).