της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.
«Σ’ ένα κόσμο που κυριαρχείται από την αδικία, η φιλοδοξία να παραμείνει κάποιος ουδέτερος είναι απλώς κυνισμός. Αποφασίστε επιτέλους, Μπουλγκάκοφ, σε ποια πλευρά του οδοφράγματος βρίσκεσθε;». Τα λόγια αυτά απευθύνονται από τον μεγάλο σύντροφο Στάλιν στον πρωτοπόρο ρώσο συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στη μεταξύ τους αντιπαράθεση, που ξεδιπλώνεται στο έργο του Χουάν Μαγιόρκα «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν».
Μια σύγχρονη δραματική θεατρική σύνθεση που διαπλέκει αριστοτεχνικά την ιστορία με τη μυθοπλασία, την πραγματικότητα με την φαντασία υπό τις ευλογίες του μαγικού ρεαλισμού και αποτελεί μια στοχαστική κατάθεση του μεγαλύτερου εν ζωή ισπανού συγγραφέα πάνω στη σχέση εξουσίας και καλλιτέχνη. Η δράση τοποθετείται στην δεκαετία του 1930, που βρίσκει τον Μπουλγκάκοφ στη δίνη μιας οδυνηρής εμπειρίας καθώς στοχοποιείται ανελέητα, από τις εφημερίδες του σταλινικού καθεστώτος και το έργο του λογοκρίνεται άγρια από τις αρμόδιες επιτροπές. Από τους ορθόδοξους υποστηρικτές της Επανάστασης φέρεται ως προδότες της κοινωνίας, και ως ένας αστός, που φτύνει δηλητήριο στα μούτρα της εργατικής τάξης.
Αποκλεισμένος και περιθωριοποιημένος από τον σταλινισμό, στον οποίο ο διαμαρτυρόμενος και επικριτικός καλλιτέχνης δεν είχε θέση – «δεν υπάρχει για μένα ούτε μια μικρή γωνιά, στον κόσμο» μονολογεί – και έχοντας περιέλθει σε κατάσταση απόγνωσης, που αγγίζει τα όρια της παράκρουσης, γράφει και ξαναγράφει γράμματα στον Στάλιν παραδομένος στην απελπισία της εμμονής του, ζητώντας ή να ζήσει ελεύθερος στη πατρίδα του ή να του δοθεί η άδεια να φύγει από τη χώρα. Μάταια περιμένει απάντηση, αυτή δεν θα έλθει ποτέ. Μοναδική απαντοχή στο υπαρξιακό του δράμα η γυναίκα του Μπουλγκάκοβα, μια παρουσία εκρηκτικού ψυχισμού και τολμηρού ερωτισμού που του συμπαραστέκεται με πείσμα και επιμονή. Η ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του έργου απογειώνεται όταν ο Μαγιόρκα -θεατρική αδεία- στήνει επί σκηνής τον ίδιο τον Στάλιν, ως αποκύημα της αχαλίνωτης φαντασίας και του διαταραγμένου μυαλού του Μπουλγκάκοφ, δημιουργώντας παράλληλα το κατάλληλο δραματουργικό πεδίο για να τεθούν σοβαρά ερωτήματα για την ελευθερία της τέχνης απέναντι στην εξουσία.
Μέσα από τη φανταστική συνάντηση των δύο προσώπων για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, διαμορφώνεται μια σχέση αμφιθυμίας και αμοιβαίας ανάγκης του αυτάρεσκου συγγραφέα για τον καταπιεστή πολιτικό και αντίστροφα αλλά και ενεργοποιείται συγχρόνως ένας προβληματισμός που αγγίζει θέματα που είναι πιο επίκαιρα από ποτέ σήμερα, σε μια κοινωνία που οδεύει ακάθεκτα προς τον ολοκληρωτισμό. Ποια είναι τα όρια που θέτει ένας δημιουργός στη σχέση του με την εξουσία για να διατηρήσει ακέραια την οντότητά του, τις αξίες και τα ιδανικά του; Πως μπορεί να γίνει κανείς αποδεκτός από την εξουσία και ταυτόχρονα να παραμείνει συνεπής ως προς τη δημιουργία του;
Ο Δημήτρης Μυλωνάς, ανταποκρινόμενος με σεβασμό στην πρόθεση του Χουάν Μαγιόρκα να αναδείξει τις τραυματικές επιπτώσεις της εξουσιαστικής πίεσης στον εύθραυστο ψυχισμό του συγγραφέα, οργάνωσε μια παράσταση ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας, καταιγιστικών ρυθμών και εκρηκτικών εντάσεων, απόλυτα στοιχισμένη με το ψυχικό του πάθος.
Οι ηθοποιοί συνεπείς στη σκηνοθετική γραμμή κατέθεσαν αξιόλογες ερμηνείες με νεύρο, περισσή ενέργεια και έντονες κορυφώσεις, δίνοντας και αναλώνοντας τη ψυχή τους. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο ρόλο του Μπουλγκάκοφ αναδεικνύοντας αφειδώλευτα τον ψυχικό αναβρασμό, την εσωτερική παράκρουση και τις βασανιστικές παραισθήσεις του ταραγμένου νου του ρώσου διανοούμενου άλλοτε χαμηλότονα και άλλοτε παράφορα. Η Άννα Ελεφάντη ως Μπουλγκάκοβα ήταν φυσικά και αβίαστα τολμηρή στην απόδοση του ερωτισμού της, επιδέξια επιθετική και ορμητική στην επίμονη και πεισματική υπεράσπιση του συζύγου της. Εξαιρετικός στον όχι και τόσο αβανταδόρικο ρόλο του Στάλιν, τον σκόπιμα υποβαθμισμένον από τον συγγραφέα στο επίπεδο της καρικατούρας, ο Στάθης Σταμουλακάτος με κίνηση καλοζυγισμένη στις λεπτομέρειές της και χιούμορ σαρκαστικό πέτυχε εύστοχες ισορροπίες ανάμεσα στον επαναστάτη, τον πολιτικάντη και τον καταπιεστή. Και μόνο ότι υποδύθηκε μια φαντασίωση θα ήταν αρκετό, πολύ δε περισσότερο καθώς εμφύσησε σ’ αυτή πνοή ζωής.
Μια γοητευτικά ατμοσφαιρική παράσταση, που κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»