Συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, υπό τη διεύθυνση των Έκτορα Ταρτανή, Michał Nesterowicz και Μίλτου Λογιάδη – Οι Alexander Gavrylyuk, Vadim Repin και Narek Haknazaryan σολίστ σε μεγάλα Κοντσέρτα

Ο Έκτορας Ταρτανής διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki
Ο Έκτορας Ταρτανής διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki

 

Ο ταλαντούχος αρχιμουσικός και συνθέτης Έκτορας Ταρτανής ανήκει στους Έλληνες καλλιτέχνες που ζουν μόνιμα και διαπρέπουν στο εξωτερικό. Πιο συγκεκριμένα, γεννημένος στη Στουτγκάρδη (το 1987), δραστηριοποιείται κυρίως στη Γερμανία, είναι σήμερα κορυφαίος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής της Νότιας Βαυαρίας (γερμ. Niederbayerische Philharmonie) και πρώτος Kapellmeister της Όπερας του Freiburg (Theater Freiburg), ενώ έργα του κυκλοφορούν από τον σημαντικό αυστριακό μουσικό εκδοτικό οίκο Universal Edition. Η μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα σε συνδυασμό με τις προσκλήσεις για εμφανίσεις που δέχεται από μουσικούς φορείς της χώρας μας, του δίνουν την ευκαιρία να επιστρέφει τακτικά.

Κατά την πιο πρόσφατη εμφάνισή του στην Αθήνα, που πραγματοποιήθηκε στις 7/2, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), στάθηκε στο podium της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ). Η συναυλία του άνοιξε με την Εισαγωγή Οι Εβρίδες (γερμ. Die Hebriden), Op. 26, του Γερμανού συνθέτη Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847)· έργο γραμμένο το 1830 και αναθεωρημένο δύο χρόνια αργότερα, εμπνευσμένο από το ακατοίκητο νησί Staffa της Σκωτίας, που περιβάλλεται από τον ατλαντικό ωκεανό και είναι γνωστό για το χαρακτηριστικό Σπήλαιο Fingal (αγγλ. Fingal’s Cave) με τις τεράστιες όσο και πολυάριθμες στήλες από βασάλτη που το διακοσμούν. Ο μεγαλοφυής συνθέτης είχε επισκεφθεί τη Σκωτία το 1829 μένοντας εκεί για τρεις εβδομάδες, ενώ στο πλαίσιο του ταξιδιού του είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει το προαναφερθέν νησί. Η γνωστή λατρεία του για τη φύση αποτυπώνεται με ιδιαίτερη τέχνη στις σελίδες της εν λόγω παρτιτούρας. Ο Ταρτανής προέτρεψε την ορχήστρα να αναδείξει με ευαίσθητη εκφραστικότητα τις λεπτομέρειες του έργου, τη λυρική διάθεση, τα εκτενή μελωδικά σχήματα αλλά και τα ποικίλα περιγραφικά στοιχεία, που μεταφέρουν λ.χ. τις εναλλαγές «διαθέσεων» της θάλασσας και του ανέμου ή την καταιγίδα.

Ο πιανίστας Alexander Gavrylyuk ερμηνεύει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, Op. 16, του Edvard Grieg συνοδευόμενος από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Έκτορα Ταρτανή. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki

Στη συνέχεια, ακούστηκε το διάσημο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, Op. 16, του Νορβηγού συνθέτη Edvard Grieg (1843-1907), έργο γραμμένο το 1868 και αναθεωρημένο επτά φορές από το δημιουργό του. Σολίστ ήταν ο Ουκρανός πιανίστας Alexander Gavrylyuk, που ανήκει στους πλέον δραστήριους μουσικούς της εποχής μας. Ερμήνευσε το μέρος του με δυναμισμό, δεξιοτεχνική άνεση και προσωπικότητα. Επιπλέον, οδήγησε στην επιφάνεια τον ασυγκράτητο ρομαντισμό και την ομορφιά της μελωδικής γραφής. Στο πλάι του, ο Ταρτανής και η ΚΟΑ, του παρείχαν μία συνοδεία επιμελημένη (με πόση εκλέπτυνση έκτισε ο μαέστρος τις εναρκτήριες φράσεις του δεύτερου μέρους, Adagio) και καλά ισορροπημένη, η οποία φώτιζε εύστοχα τη μελαγχολική-νοσταλγική διάθεση που περιβάλλει τη σύνθεση. Εκτός προγράμματος, ο Gavrylyuk πρότεινε αισθαντικές αναγνώσεις, αρχικά της Vocalise τoυ Sergei Rachmaninoff (1873-1943) και στη συνέχεια, της Σπουδής, Op. 2, αρ. 1, του Alexander Scriabin (1872-1915).

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας καλύφθηκε από το περίπου τριάντα τεσσάρων λεπτών Κοντσέρτο για άρπα, βαρύτονο και ορχήστρα, Ερατώ Ψάλτριαν, του ίδιου του Ταρτανή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει κατά τις εναρκτήριες γραμμές του εισαγωγικού του σημειώματος, που δημοσιεύθηκε στο έντυπο πρόγραμμα: Η Ερατώ ήταν μία από τις εννέα Μούσες που ζούσαν στον Ελικώνα. Απεικονίζεται με μια λύρα στην αγκαλιά και θεωρείται σαγηνευτική τραγουδίστρια, εξού και το προσωνύμιό της «Ψάλτρια». Η παρούσα μουσική σύνθεση είναι καρπός ενός διαλογιστικού ταξιδιού στη σημασιολογία αυτών των λίγων δεδομένων που έχουμε για αυτή

Και πράγματι, η ραψωδιακού χαρακτήρα σύνθεση αποτελεί έναν μουσικό διαλογισμό, που μέσω της παράθεσης και αξιοποίησης των μελωδικών θεμάτων, της καλά δουλεμένης όσο και πλούσιας σε χρήση και συνδυασμούς οργάνων ενορχήστρωσης, όπως και της συνεισφοράς των δύο σολίστ, πετυχαίνει να μεταφέρει στον ακροατή τους στοχασμούς και τις σκέψεις του δημιουργού. Η αρπίστα Γωγώ Ξαγαρά, εδώ και χρόνια επίλεκτο μέλος της ΚΟΑ, ερμήνευσε με βεβαιότητα και αυτοσχεδιαστικό οίστρο τα μέρη της (λ.χ. cadenza, με την οποία εγκαινιάζεται το δεύτερο μέρος, Ταξίδι), ενώ ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός έδωσε πνοή στο στίχους που υπέγραφαν ο συνθέτης και ο Αναστάσης Ασημακόπουλος.

Ο βιολονίστας Vadim Repin ερμηνεύει το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1, Op. 77 (79), του Dmitri Shostakovich συνοδευόμενος από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Michał Nesterowicz. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki

Προχωρώντας, στις 27/2, στην ίδια αίθουσα, ακούσαμε την ΚΟΑ, υπό τη διεύθυνση του Πολωνού αρχιμουσικού Michał Nesterowicz, σε δυο μεγάλα έργα της ρωσικής μουσικής φιλολογίας.

Ειδικότερα, η βραδιά άνοιξε με το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1, Op. 77 (79), του Dmitri Shostakovich (1906-1975) που αφιερώθηκε στον αλησμόνητο Ρώσο βιολονίστα David Oistrach. Ο τελευταίος υπήρξε σολίστ κατά την παρθενική παρουσίαση του έργου, η οποία σημειώθηκε στις 29/10/1955, με τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής του Leningrad, υπό τον Yevgeny Mravinsky. Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή παρουσίαση του Κοντσέρτου, το σολιστικό μέρος κράτησε ένας από τους σημαντικότερους βιολονίστες της εποχής μας, ο Ρώσος Vadim Repin. Ο καλλιτέχνης απέδωσε το έργο με σκέψη (πρώτο μέρος, Nocturne: Moderato) και δεξιοτεχνικό οίστρο (δεύτερο μέρος, Scherzo: Allegro, και τέταρτο μέρος, Burlesque: Allegro con brio – Presto), ενώ γενικότερα υπήρξε αξιοσημείωτη η εκφραστική του ένταση και ο έλεγχος του ήχου του όπως λ.χ. κατά την εκτέλεση της cadenza του τρίτου μέρους, Passacaglia. Ο ίδιος υποστηρίχθηκε καλά από την ΚΟΑ και τον Nesterowicz, που φρόντισαν να υπογραμμίσουν τον αγωνιώδη και τραγικό κόσμο του μουσουργού.

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκε η Συμφωνία αρ. 2, Op. 27, του Rachmaninoff, ολοκληρωμένη κατά την άνοιξη του 1907 και αφιερωμένη στον δάσκαλο και επιφανή ομότεχνό του, Sergei Taneyev (1856-1915). Το έργο ανήκει στα πλέον αγαπημένα του κοινού και δεν άργησε να αναγνωρισθεί διεθνώς ως αριστούργημα, σε αντίθεση με του ίδιου την προηγούμενη Συμφωνία (Συμφωνία αρ. 1, Op. 19, ένα εξίσου σημαντικό έργο), που ύστερα από την πρώτη της παρουσίαση έλαβε αρνητικά σχόλια από κριτικούς και κοινό· σημειώνουμε ότι το δυσάρεστο όσο και άδικο αυτό γεγονός οδήγησε τον Rachmaninoff σε κατάρρευση. Κατά την τελευταία αθηναϊκή ερμηνεία της Δεύτερης Συμφωνίας, μεγάλης σε αξία όσο και σε διάρκεια (αφού στην αυθεντική της εκδοχή, την οποία και ακούσαμε, ξεδιπλώνεται μέσα σε περίπου εξήντα λεπτά), ο Nesterowicz και η ΚΟΑ, υιοθετώντας όπου χρειαζόταν καλοζυγισμένα rubati, φώτισαν τόσο τον συναισθηματικό της πλούτο όσο και τις θαυμάσιες εκείνες ρομαντικές και εκτενείς μελωδίες της, που άλλοτε είναι βουτηγμένες στη θλίψη, άλλοτε αναζητούν την ελπίδα και άλλοτε διακατέχονται από θριαμβευτικό δυναμισμό όπως συμβαίνει κατά το τελευταίο μέρος, Allegro vivace. Επιπλέον, ανέδειξαν με γενναιοδωρία τις εντυπωσιακές κλιμακώσεις των φράσεων, την λαμπρή αρμονική γραφή και την έξοχη ενορχήστρωση, που φέρνει άλλοτε σε αντιπαράθεση και άλλοτε συνδυάζει εύστοχα τα έγχορδα με τα πνευστά δημιουργώντας εξαίσια ηχοχρώματα.

Ο βιολοντσελίστας Narek Haknazaryan ερμηνεύει το Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα, Op. 104, του Antonín Dvořák συνοδευόμενος από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki

Τέλος, στις 21/3, πάντα στον ίδιο χώρο, ακούσαμε συναυλία της ΚΟΑ, αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη. Η βραδιά απέκτησε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της συμμετοχής, ως σολίστ, του Αρμένιου βιολοντσελίστα Narek Haknazaryan, σήμερα 36 ετών, που το 2011 είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο κατά τον 14ο Διεθνή  Διαγωνισμό Tchaikovsky και του οποίου Μέντορας υπήρξε ο αείμνηστος ομότεχνός του, Mstislav Rostropovich.

Η βραδιά άνοιξε με  τη Συμφωνία αρ. 40, KV 550, του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), έργο λαξευμένο το 1788, κατά την ύστερη δημιουργική περίοδο του αθάνατου μουσουργού. Η ΚΟΑ και ο Λογιάδης υποστήριξαν μία ερμηνεία κλασικής σαφήνειας και ρυθμικής ακρίβειας. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας άρχισε με μία ενθουσιώδη ανάγνωση της Εισαγωγής για ορχήστρα, Καρναβάλι, Op. 62 του Antonín Dvořák. Ακολούθησε η ερμηνεία του διάσημου Κοντσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα, Op. 104, του ίδιου συνθέτη, το σολιστικό μέρος του οποίου κράτησε με ψυχή και τεχνική πληρότητα ο Haknazaryan. Η μουσικότητα και η αγάπη με την οποία μπόλιαζε τις φράσεις της επικής αυτής σύνθεσης κέρδισαν την προσοχή και τον θαυμασμό μας. Εκτός προγράμματος, ανταποκρινόμενος στο θερμό χειροκρότημα του κοινού, πρόσφερε δύο ενδιαφέροντα έργα για σόλο βιολοντσέλο: Lamentatio (Θρήνος) του σύγχρονου Ιταλού συνθέτη και βιολοντσελίστα Giovanni Sollima (γ. 1962), το οποίο ζητά από τον μουσικό εκτός από το να παίξει, επιπλέον να τραγουδήσει τον θρήνο (κάτι που ο Haknazaryan έπραξε με βαθύ αίσθημα), και Chonguri (από τα Πέντε Κομμάτια σε Λαϊκά Θέματα) του Γεωργιανού συνθέτη Sulkhan Tsintsadze (1925-1991)· το δεύτερο έργο, πολύ σύντομο και τεχνικά εντυπωσιακό, γεμάτο pizzicato ρυθμικούς αντιχρονισμούς, κέρδισε από τις δακτυλικές ευχέρειες του βιρτουόζου. Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι κατά τη διάρκεια του Κοντσέρτου του Dvořák, η ΚΟΑ και ο Λογιάδης πρόσφεραν στον σολίστ μία συνοδεία στέρεη και μουσικά ορθή.

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.