Η σπουδαία Γεωργιανή πιανίστα Elisabeth Leonskaja έχει πραγματοποιήσει πολλές εμφανίσεις στην χώρα μας, ιδίως στην Αθήνα, κατά τις περασμένες δεκαετίες και δεν παύει να επιστρέφει με ανανεωμένη έμπνευση. Στις 18/10, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), συνέπραξε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ), υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, κατά την εναρκτήρια συναυλία του συνόλου στο πλαίσιο της νέας καλλιτεχνικής περιόδου.
Μετά την προσεγμένη από την ορχήστρα εκτέλεση της Εισαγωγής στην όπερα Oberon του Carl Maria von Weber (1786-1826), η Leonskaja έπαιξε το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου αρ. 3, Op. 37, του Ludwig van Beethoven (1770-1827), που ανήκει στα πλέον διάσημα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου, γραμμένο περίπου στα 1800 και παρουσιασμένο για πρώτη φορά, μερικά χρόνια αργότερα, στις 5/4/1803, με τον συνθέτη στο πιάνο. Η ίδια πρότεινε μία ανάγνωση «κλασική», που σεβόταν το μουσικό κείμενο και χαρακτηριζόταν από αμεσότητα έκφρασης, δυναμισμό και ωραίο σχηματισμό φράσεων. Η τραγική ένταση του πρώτου μέρους, Allegro con brio, ερχόταν ορμητικά στην επιφάνεια. Κατά το δεύτερο μέρος, Largo, ανέδειξε τις στιγμές ποίησης, ενώ κατά το τελευταίο μέρος, Rondo, δεν παρέλειψε να φωτίσει, εκτός προφανώς από εκείνες τις σελίδες που καλύπτονται από αγωνιώδη μελαγχολία, και εκείνες τις πιο αισιόδοξες. Ορχήστρα και μαέστρος την υποστήριξαν με συνεχές ενδιαφέρον, παράλληλα δίνοντάς της χώρο να αναπτύξει τις ερμηνευτικές της σκέψεις. Εκτός προγράμματος, η καλλιτέχνις χάρισε με ανεπιτήδευτη τρυφερότητα ερμηνευμένο, παράλληλα αποκαλύπτοντας με νόημα και εκλέπτυνση τις χαρακτηριστικές στιγμές θλίψης, το δεύτερο μέρος, Andante, της Σονάτας αρ. 16, KV 545, γνωστής ως Sonata facile, βεβαίως του αγαπημένου της (μας) Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791). Η επιλογή κάθε άλλο παρά τυχαία υπήρξε, αν αναλογισθούμε ότι το Κοντσέρτο του Beethoven που μας είχε παίξει, ήταν έντονα επηρεασμένο από το Κοντσέρτο αρ. 24, KV 491, του Mozart· επιπλέον, τα δύο έργα μοιράζονται την τονικότητα της ντο ελάσσονας.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 1, της Ανοίξεως (γερμ. Frühlingssinfonie), Op. 38, ολοκληρωμένη από τον Robert Schumann (1810-1856) κατά το 1841. Η ΚΟΑ και ο Καρυτινός πρόσφεραν μία ανάγνωση σοβαρών προθέσεων, ενθουσιώδη και, ενίοτε, δεξιοτεχνικής εκφραστικότητας (τρίτο μέρος, Scherzo), με πειστικούς τονισμούς και ρυθμική σαφήνεια (πρώτο μέρος, Andante un poco maestoso-Allegro molto vivace). Παρενθετικά αναφέρουμε ότι πάντα θυμόμαστε εκείνη τη συναισθηματικά φορτισμένη και μουσικά τόσο διεισδυτική ερμηνεία του πλήρους κύκλου των Συμφωνιών του Schumann, ο οποίος τότε είχε συνδυαστεί με τον πλήρη κύκλο των Συμφωνιών του Johannes Brahms (1833-1897) και παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια τεσσάρων συναυλιών (27, 29, 30 και 31/10/2021), ακριβώς στην ίδια αίθουσα, από την Κρατική Ορχήστρα του Βερολίνου (γερμ. Staatskapelle Berlin), υπό τη διεύθυνση του Daniel Barenboim (βλ. Critics’ Point, 18/11/2021).
Συνεχίζοντας, ιδιαίτερη κρίθηκε η αμέσως επόμενη συναυλία της ΚΟΑ, που δόθηκε στις 8/11, πάντα στην ίδια αίθουσα, αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του εκλεκτού Γάλλου αρχιμουσικού Lionel Bringuier, που κατέχει τη θέση του πρώτου προσκεκλημένου αρχιμουσικού της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Λιέγης (γαλλ. Orchestre Philharmonique Royal de Liège) και της οποίας σύντομα (2025) θα είναι μουσικός διευθυντής. Το αποτελέσμα της σύμπραξής του με την ΚΟΑ υπήρξε απολύτως ικανοποιητικό.
Ειδικότερα, κατά το πρώτο μέρος της συναυλίας γίναμε αποδέκτες μίας ευαίσθητης ερμηνείας του Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα, Op. 15, ενός εκ των νεανικών έργων του κορυφαίου Άγγλου συνθέτη Benjamin Britten (1913-1976), το οποίο γράφτηκε κατά τα έτη 1938-1939 και αναθεωρήθηκε στη συνέχεια. Οι υπέροχες πλατιές μελωδίες, τα νεορομαντικά στοιχεία αλλά και εκείνα τα απαιτητικά δεξιοτεχνικά περάσματα της παρτιτούρας (λ.χ. δεύτερο μέρος, Vivace-Animando-Largamente-Cadenza) αντιμετωπίστηκαν από τον χαρισματικό βιολονίστα Ανδρέα Παπανικολάου (ο οποίος προτίμησε να παίξει μέσα από την παρτιτούρα) με γούστο, τονική ακρίβεια, καλαίσθητο vibrato και προσωπικότητα. Η ΚΟΑ και ο Bringuier τον υποστήριξαν με ετοιμότητα, αλλά και σε στιγμές, όπου χρειαζόταν, με εκφραστικότητα θεατρικής δύναμης (ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι ο Britten υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες όπερας του 20ού αιώνα). Επιπλέον, ανέδειξαν ορθά την ευφάνταστα λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση. Εκτός προγράμματος, ο σολίστ χάρισε μία υφολογικά εύστοχη ανάγνωση της Gavotte en Rondeau, που αποτελεί το τρίτο μέρος της Partita αρ. 3 για βιολί, BWV 1006, του Johann Sebastian Bach (1685-1750).
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ο Bringuier ενθάρρυνε την ΚΟΑ να αποδώσει με λυρισμό και, κυρίως, θέρμη, τη Συμφωνία αρ. 2, Op. 73, του Brahms· έργο ολοκληρωμένο στα 1877. Πιο συγκεκριμένα, οι μουσικοί της ορχήστρας, που έδειχναν να απολαμβάνουν τη σύμπραξή τους με τον μαέστρο, τον ακολούθησαν σε μία επιτυχή ανάγνωση η οποία εξερευνούσε με υφολογική πιστότητα τις γενναιόδωρες μελωδίες που πάντα αγγίζουν τον ακροατή και ενίοτε χαρακτηρίζονται από ήρεμη μεγαλοπρέπεια (πρώτο μέρος, Allegro non troppo, και δεύτερο μέρος, Adagio non troppo). Ακόμη, φώτισαν την πλούσια αρμονική γλώσσα αλλά και τις μοτιβικές επεξεργασίες κατά τις αναπτύξεις των μερών του αριστουργηματικού έργου. Στα χέρια του Bringuier οι κλιμακώσεις των μεγάλων μουσικών παραγράφων ήταν πάντα καλά δομημένες. Ασφαλώς, πρόκειται για έναν ακόμη προικισμένο διεθνή αρχιμουσικό του οποίου η σύμπραξη με την ΚΟΑ ευχόμαστε να έχει συνέχεια.
Ολοκληρώνοντας, αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια των δυο παραπάνω συναυλιών της ΚΟΑ, βρίσκονταν επί σκηνής τέσσερις μεγάλες οθόνες που πρόβαλαν σε πραγματικό χρόνο τους συντελεστές. Παρακολουθώντας τακτικά συναυλίες εδώ και δεκαετίες, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, ουδέποτε έχουμε δει κάτι ανάλογο. Διαπιστώσαμε ότι οι οθόνες αποσπούσαν την προσοχή του ακροατή κατά τη διάρκεια της μουσικής εκτέλεσης και δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τον λόγο για τον οποίον χρησιμοποιήθηκαν.