Στο Wigmore Hall, στις 10/12, απολαύσαμε συναυλία του περίφημου όσο και πολυδισκογραφημένου συνόλου παλαιάς μουσικής Gabrieli Consort & Players, υπό τη διεύθυνση του ιδρυτού και αρχιμουσικού του, Paul McCreesh. Η βραδιά ήταν αφιερωμένη στον Johann Sebastian Bach και περιέλαβε έργα σχετιζόμενα με τη γέννηση του Θεανθρώπου και τις χριστουγεννιάτικες λειτουργίες κατά την περίοδο της ζωής του κορυφαίου μουσουργού. Προτού αρχίσει η συναυλία, ο μαέστρος απευθυνόμενος στο κοινό, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρθηκε στη χαρά που ένιωθε επιστρέφοντας στην πανέμορφη αυτή αίθουσα, στη δοξασμένη (αγγλ. glorious) μουσική του Bach, και στο γεγονός ότι, τελευταία στιγμή, ο τενόρος Jeremy Budd, λόγω του ότι βρέθηκε θετικός στον κορονοϊό, χρειάστηκε να αντικατασταθεί την τελευταία στιγμή από τον, πιο θαρραλέο τενόρο στην Αγγλία, όπως τον χαρακτήρισε, Daniel Norman.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον και ιδιαίτερης θρησκευτικής πνοής πρόγραμμα, αποτελούμενο από γνωστά και λιγότερο γνωστά έργα, σχηματίστηκε από τα ακόλουθα έργα: Allemande από την Pastorale για εκκλησιαστικό όργανο, BWV590, Καντάτα Süsser Trost, mein Jesus kommt BWV151, Sinfonia από την Καντάτα Gott soll allein mein Herze haben BWV169, Λειτουργία BWV236, Vom Himmel hoch, da komm ich her, για εκκλησιαστικό όργανο, BWV701 και Καντάτα Christen, ätzet diesen Tag, BWV63. Στα δύο προαναφερθέντα κομμάτια για εκκλησιαστικό όργανο που άνοιξαν αμφότερα το πρώτο και το δεύτερο μέρος του προγράμματος, ο οργανίστας William Whitehead με ευστοχία έθεσε τα θεμέλια πάνω στα οποία μαέστρος, η έξοχη ορχήστρα του και οι τραγουδιστές (Rowan Pierce, σοπράνο, Daniel Norman, τενόρος, και Morgan Pearse, μπάσος), ξεδίπλωσαν τις τόσο ακριβείς, ιδιωματικές, συναισθηματικά φορτισμένες και απολύτως εμπνευσμένες αναγνώσεις τους.
Την αμέσως επόμενη βραδιά (11/12), παρακολουθήσαμε, τούτη τη φορά στον χώρο του διάσημου κεντρικού αγγλικανικού ναού, γνωστού ως Αγίου Μαρτίνου των Αγρών (αγγλ. St. Martin-in-the-Fields), το Ορατόριο Η παιδική ηλικία του Χριστού (γαλλ. L’Enfance du Christ) του Γάλλου συνθέτη Hector Berlioz, που ακούστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στις 10 Δεκεμβρίου 1854 και δίχως άλλο ανήκει στις πλέον συναρπαστικές σελίδες του θρησκευτικού ρεπερτορίου της ρομαντικής περιόδου της μουσικής ιστορίας. Ο διακεκριμένος βρετανός αρχιμουσικός Sir John Eliot Gardiner στο podium της δικής του ορχήστρας Orchestre Révolutionnaire et Romantique (έτος ίδρυσης 1989) και Χορωδίας, Monteverdi Choir (έτος ίδρυσης 1964), και έχοντας επιλέξει την αγγελικών ποιοτήτων Παιδική Χορωδία Αγοριών Trinity (αγγλ. Trinity Boys Choir) και τους έξι λαμπρούς σολίστ Michael Spyres, τενόρος (Αφηγητής), Ann Hallenberg, μεσόφωνος (Μαρία), Lionel Lhote, βαρύτονος (Ιωσήφ), William Thomas, μπάσος (Ηρώδης), Alex Ashworth, βαρύτονος (Πατέρας/Πολύδωρος) και Gareth Treseder, τενόρος (Ρωμαίος εκατόνταρχος), στόχευσε σε μια ερμηνεία που ανέδειξε υποδειγματικά τη λεπτότητα, την τρυφερότητα, την δυνατή αφήγηση, την συναισθηματική ποικιλία και ιδιαιτέρως την συγκίνηση της σπουδαίας όσο και τόσο προσωπικής παρτιτούρας του μεγάλου μουσουργού.
Είναι γνωστό ότι ο ευρυμαθής Gardiner εδώ και δεκαετίες εξερευνά τις συνθέσεις του τελευταίου (μάλιστα, αποκάλυψε ότι αγάπησε το εν λόγω έργο κατά τα νεανικά του χρόνια) και κατά τη διάρκεια της συναυλίας με έμπειρη γνώση και αγάπη ενέπνευσε τις δυνάμεις που καθοδηγούσε, να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό. O ναός του St. Martin-in-the-Fields, που σημειωτέον αποτελεί τη νέα βάση των συνόλων του Sir John, αποτέλεσε ιδανικό χώρο φιλοξενίας ενός τέτοιου έργου. Η συναυλία μεταδόθηκε ζωντανά από το DG Stage, το διαδικτυακό κανάλι της ιστορικής γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon (και εξακολουθεί να βρίσκεται online), δίνοντας στο διεθνές κοινό τη δυνατότητα να απολαύσει την όντως αξιομνημόνευτη ερμηνεία.