Μια συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC, με ένα με φαντασία και σκέψη διαμορφωμένο πρόγραμμα, παρακολουθήσαμε στο Barbican Hall του Λονδίνου, στις 27/10.
H BBC Symphony Orchestra, που ιδρύθηκε το 1930 και είναι η κύρια συμφωνική ορχήστρα του διάσημου βρετανικού ραδιοφωνικού σταθμού BBC, είναι ένα από πιο αγαπητά λονδρέζικα ορχηστρικά σύνολα, τα οποία έχουν διευθύνει μεγάλοι αρχιμουσικοί της κλάσης των Sir Thomas Beecham, Richard Strauss, Willem Mengelberg και Arturo Toscanini.
Ο συντάκτης θυμάται αξιομνημόνευτες συναυλίες, στο Λονδίνο, υπό τη διεύθυνση του αξέχαστου Pierre Boulez, ο οποίος πετύχαινε πάντα να εκμαιεύει αναλυτικές και αποκαλυπτικές ερμηνείες έργων συνθετών του 20ου αιώνα από το εν λόγω σύνολο.
Η πρόσφατη συναυλία, που παρακολουθήσαμε, άνοιξε με την Συμφωνία αρ. 2, Op. 137, του Florent Schmitt, του σημαντικού αυτού Γάλλου μουσουργού, το έργο του οποίου διαθέτει πολλές πρωτοτυπίες όσον αφορά στην αρμονική γλώσσα, την δομή και την ρυθμική ανάπτυξη. Η επιρροή που άσκησε πάνω του το έργο των Richard Wagner και Richard Strauss είναι εμφανής σε πολλές σελίδες του.
Η Δεύτερη Συμφωνία, τελευταίο μεγάλο έργο του συνθέτη, ολοκληρωμένο το 1957, ακούστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Στρασβούργου: podium της ορχήστρας στάθηκε ο Charles Munch, εξασφαλίζοντας μια εκτέλεση αξιώσεων που ευχαρίστησε το κοινό και τον ίδιο τον συνθέτη, ο οποίος εισέπραξε ένα θερμό χειροκρότημα από το κοινό.
Ο Sakari Oramo, στο τιμόνι της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC, της οποίας είναι κύριος αρχιμουσικός από το 2013, πρόσφερε μια ανάγνωση διαχυτική και ενθουσιώδη (ιδιαίτερα κατά το εναρκτήριο μέρος, Assez animé), φωτίζοντας την πολυτελή ενορχήστρωση (σημαντικός ο ρόλος των διαφορετικών κρουστών, που ενσωματώνονται) και την ιδιάζουσα ρυθμική πλοκή συνδυασμένη με μια τολμηρή αρμονική φαντασία. Βρήκαμε ότι η ωριμότητα της σύλληψης και η ισχυρή μουσική προσωπικότητα του Schmitt, απολύτως δικαιώθηκαν.
Στη συνέχεια, ακούσαμε τις Συμφωνικές Παραλλαγές (Variations symphoniques), Μ. 46, για πιάνο και ορχήστρα, του Βέλγου César Franck, ολοκληρωμένο στο τέλος του 1885 και αφιερωμένο στον Γάλλο πιανίστα και συνθέτη Louis-Joseph Diémer (ο τελευταίος, την πρωτομαγιά του 1886 και υπό την διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη, πραγματοποίησε την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Σολίστ στην συναυλία της BBC Symphony Orchestra ήταν ο Γάλλος πιανίστας Jean-Efflam Bavouzet, γνωστός στο ευρύτερο κοινό μέσα από την πλούσια δισκογραφία του. Ο Bavouzet, τεχνικά σίγουρος και απολαμβάνοντας μια καλά δομημένη συνοδεία από την ορχήστρα και τον Oramo, στόχευσε σε μια απέριττη ανάγνωση, η οποία φώτιζε την τέχνη των παραλλαγών και της θεματικής μεταμόρφωσης, που τόσο καλά κατείχε ο Franck. Εντούτοις, σε στιγμές αποζητούσαμε περισσότερη θέρμη στην ερμηνεία των ρομαντικών παραγράφων του έργου, όπως και στις στιγμές ονειροπόλησης και οράματος, που ο συνθέτης περιγράφει μέσω παρατεταμένων αρπισμών στο αριστερό χέρι (Molto più lento), ακριβώς πριν από την εισαγωγή του Allegro non troppo, που ανοίγει με μια παρατεταμένη τρίλια στο πιάνο.
Στο δεύτερο μέρος, ο ίδιος πιανίστας, επωμίσθηκε το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου για το αριστερό χέρι σε ρε μείζονα, του Maurice Ravel, ολοκληρωμένο το 1930 και γραμμένο ειδικά για τον Αυστριακό πιανίστα Paul Wittgenstein, που κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο έχασε το δεξί του χέρι. Ο Bavouzet αντιμετώπισε τις τεχνικές δυσκολίες αυτού του απαιτητικότατου Κοντσέρτου με άνεση. Απέδωσε με εύστοχη αξιοποίηση του pédale και δυνατά δάχτυλα, γνώση της δομικής ανάπτυξης του υλικού και μεγάλο (αν και κάπως μεταλλικό) ήχο. Ο Oramo και η ορχήστρα του, έκτισαν ένα εντυπωσιακό crescendo κατά την εισαγωγή του έργου (Lento), δίνοντας την ευκαιρία στον πιανίστα να κάνει μια λαμπρή είσοδο με μια σειρά δυναμικών συγχορδιών (fortissimo). Σε όλη τη διάρκεια, εξασφάλισαν μια μουσικότατη, όσο και ευαίσθητη συνοδεία. Εκτός προγράμματος, ο πιανίστας πρόσφερε το δεύτερο μέρος, «Oiseaux tristes» (Μελαγχολικά πουλιά), από τον πενταμερή πιανιστικό κύκλο «Miroirs» (Καθρέπτες), με εκλεπτυσμένη διάθεση και προσοχή στην διαφοροποίηση των ενδείξεων δυναμικής της παρτιτούρας, pianissimo και pianississimo.
Στο τέλος της συναυλίας ακούσαμε την Συμφωνία αρ. 3, Op. 52, που ο Jean Sibelius ολοκλήρωσε το 1907. Αξίζει να αναφέρουμε, ότι ο Oramo κατά την φετινή καλλιτεχνική περίοδο της ορχήστρας, πραγματοποιεί κύκλο συναυλιών αφιερωμένων στον κορυφαίο Φινλανδό μουσουργό, στο πλαίσιο της οποίας εντάχθηκε και η εν λόγω βραδιά.
Οι ποιότητες της ορχήστρας, ο ομοιογενής όσο και τονικά ακριβής ήχος των εγχόρδων, η καθαρή άρθρωση των πνευστών, και ο ενθουσιασμός με τον οποίον κτίζονταν οι φράσεις, εντυπωσίαζαν σε όλη τη διάρκεια της ερμηνείας. Η ανάπτυξη των μοτίβων και η ιδιαίτερη αρμονική γραφή, φωτίζονταν προσεκτικά και με νόημα. Σε αυτό το έργο, ο συνθέτης, με τόσο χαρακτηριστικό τρόπο, απομακρύνεται από την διαχυτική ρομαντική έκφραση των δύο πρώτων του Συμφωνιών (και γενικότερα των έργων που γράφονταν εκείνη την εποχή από άλλους μουσουργούς), χρησιμοποιώντας τα μουσικά του μέσα με μεγάλη οικονομία και υιοθετώντας έναν πιο προσωπικό τρόπο γραφής, πιο απλό και δωρικό. Ο Oramo, κατανοώντας τα παραπάνω, στόχευσε σε μια ανάγνωση εκλεπτυσμένη, απέριττη και ασφαλώς αναλυτική, η οποία ανταποκρινόταν στα ζητούμενα της παρτιτούρας.