- Πολλά και σημαντικά ακούστηκαν στο συμπόσιο με θέμα την ζωή και το έργο του Μανώλη Καλομοίρη το οποίο διοργανώθηκε από την μουσική βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Πέρα από την άρτια διοργάνωση, οφείλει να υπογραμμιστεί η σημασία της πρωτοβουλίας διοργάνωσης του συμποσίου, ως βήματος δημοσιοποίησης και ανταλλαγής των πορισμάτων της τρέχουσας ελληνικής μουσικολογικής έρευνας. Σημαντική φυσικά για την ανάδειξη της σημασίας διατήρησης, μελέτης και ερμηνείας των ιστορικών τεκμηρίων ήταν και η ίδια η έκθεση για τον Μανώλη Καλομοίρη, την οποία επιμελήθηκε η μουσικολόγος Μυρτώ Οικονομίδου, από το πλούσιο και πολύτιμο αρχείο του συνθέτη, το οποίο, μαζί με πολλά ακόμα αρχεία Ελλήνων μουσουργών φυλάσσεται πλέον στη ΜΒΒ Λίλιαν Βουδούρη. Στο σημείο αυτό ωστόσο θα ήθελα να καταθέσω κάποιες συμπερασματικές σκέψεις από την παρακολούθηση του διημέρου συμποσίου:
- Η πρωτογενής ελληνική μουσικολογική έρευνα διεξάγεται διαρκώς, σε έναν πολύ εκτενή χώρο και με μεγάλη επιστημονική συνέπεια και ορθότητα. Πλήθος επιστημόνων κατέθεσαν σχετικά πορίσματα προερχόμενα από τη μελέτη νεοανακαλυφθέντων ιστορικών τεκμηρίων. Ως συνέπεια, πολλές όψεις και απόψεις του Καλομοιρικού έργου αλλά και της αλληλεπίδρασης αυτού με την με τη σύγχρονή του όσο και με την μεταγενέστερη μουσική ζωή να επανατοποθετούνται. Τα νέα δεδομένα οδήγησαν σε νέες ερμηνείες που είτε συμπλήρωσαν αβέβαιες και θολές μέχρι σήμερα σελίδες της ελληνικής μουσικής, ή/και αναθεώρησαν βαθιά ριζωμένες απόψεις, οι οποίες στηρίζονταν ουσιαστικά στην ελλιπή προσέγγιση, για διάφορους λόγους, των ιστορικών και μουσικών πηγών.
- Το έργο του Μανώλη Καλομοίρη αναδείχθηκε πολύπτυχο, πολυσήμαντο, συχνά δυσερμήνευτο, άλλοτε υπερεκτιμημένο, άλλοτε υποτιμημένο, σε κάθε περίπτωση ωστόσο κεφαλαιώδους σημασίας για την ελληνική μουσική, ενισχύοντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά αυτά από την εξίσου πληθωρική προσωπικότητα του δημιουργού του.
- Το σημαντικότερο όλων των συμπερασμάτων ωστόσο θα τολμούσα να πω ότι -με αφετηρία και αφορμή το έργο του Καλομοίρη- αφορά στο σύνολο της έντεχνης ελληνικής μουσικής και στη διαπίστωση της ελλιπούς της παρουσίας στην πολιτιστική, εκπαιδευτική και εν γένει κοινωνική ζωή. Πρόκειται για μία διαπίστωση στην οποία κατέληξε το μεγαλύτερο μέρος των παρευρισκομένων. Η περιθωριοποίηση της κορωνίδας της ελληνικής μουσικής δημιουργίας συχνά από επίσημους κρατικούς θεσμούς, άλλοτε οφείλεται σε άγνοια, και άλλοτε στην άκριτη αναπαραγωγή παγιωμένων τακτικών και απόψεων. Στο σημείο αυτό η μουσικολογική έρευνα και γνώση μπορεί να έχει κομβικό ρόλο. Άλλωστε, η ανάδειξη του λειτουργικού ρόλου της έντεχνης ελληνικής μουσικής δημιουργίας σε κάθε τομέα και έκφραση της εκπαιδευτικής, πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής μπορεί να αποτελέσει μία πραγματική αναδιανομή πολιτιστικού κεφαλαίου -με όρους P. Bourdie- οδηγώντας σε μια διεθνή ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού μουσικού πολιτισμού. Η έντεχνη ελληνική μουσική, όπως αποτυπώνεται στο έργο του Καλομοίρη, του Μάντζαρου, του Σαμάρα, του Σκαλκώτα, του Χρήστου, του Δραγατάκη, του Σισιλιάνου, του Αντωνίου και πολλών ακόμα σπουδαίων δημιουργών παρελθόντων ή σύγχρονων οφείλει να είναι καθημερινό και αυτονόητο κτήμα κάθε μαθητή, κάθε ραδιοφωνικού ή συναυλιακού ακροατή, κάθε επισκέπτη χώρου πολιτισμού, κάθε μέλους της κοινωνίας που αποζητά -δίπλα στο δημοτικό τραγούδι και και τα δημοφιλή ακούσματα- την ελληνική μουσική ψυχ-αγωγία. Διαφορετικά θα ακούμε μία ακόμα από τις πολλές εκδοχές της «Συμφωνίας του Διός» ενώ η ελληνική έντεχνη μουσική δημιουργία θα αποτελεί τη διαρκώς και αναίτια εξόριστη του ελληνικού πολιτισμού.
Μαγδαληνή Καλοπανά
Μουσικολόγος, Δρ.