ΣΟΚ, του Γιώργου Σκούρτη, από την θεατρική ομάδα «Θεατρίνων Θεατές», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λιβανού

Γράφει η Λία Τσεκούρα

 

STUDIO ΚΥΨΕΛΗΣ, Αθήνα, 18112018

 

Σοκ,  ένα δαντικό ταξίδι σε μια νεκρή ζώνη, σε έναν ζοφερό τόπο ανείπωτης οδύνης∙ έναν τόπο φλογερό, τραχύ, ζωντανό και αέναα παρόντα, που αγκαλιάζει την ανθρώπινη ύπαρξη και τη λικνίζει βασανιστικά με το αλλόκοτο μένος μιας πένθιμης οργής.

 

Ήταν Δευτέρα 19 Νοεμβρίου, όταν διάβασα με θλίψη για τον θάνατο του Γιώργου Σκούρτη. Ήταν η μέρα που ανασάλευαν μέσα στη μνήμη μου, ζωντανές ακόμη, οι στιγμές του Σοκ, της θεατρικής παράστασης που είχα παρακολουθήσει την Κυριακή, ακριβώς μία μέρα πριν τον θάνατο του δημιουργού του Σοκ.

Το, μέχρι τις 16 Νοεμβρίου άπαιχτο, Σοκ κλείνει μεγαλειωδώς την τριλογία του δημιουργού του με πρώτο το Κομμάτια και Θρύψαλα και δεύτερο το Εφιάλτες. Λυδία λίθος της τριλογίας το χαρακτηριστικό στοιχείο των σύντομων μονόπρακτων και η θεματική, η οποία διασκεδάζει σαρκαστικά και ρεαλιστικά τη ματαίωση των προσδοκιών της νεοελληνικής κοινωνίας.

Σοκ! Η μονοσύλλαβη, μικροσκοπική λέξη με τα μόλις τρία γράμματα είναι ενδεικτική του συναισθήματος που δυστυχώς δεν περιγράφεται με σαφήνεια, ούτε αναλύεται με εξισώσεις και αλγόριθμους∙ αντικατοπτρίζει ένα συναίσθημα που βιώνεται και φτεροκοπά ανελέητα, αργά, απειλητικά και παγιδεύει το είναι  σε έναν κόσμο χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα, έναν κόσμο που υπάρχει, κινείται και πεθαίνει με έναν δικό του ιδιαίτερο τρόπο.

Σοκ! Πολλές ζωές, άπειρες στιγμές περιπλέκονται μεταξύ τους, ανταλλάσσουν ανάσες, κραυγές και ουρλιαχτά, παγιδεύουν η μια την άλλη, εγκλωβισμένες σε ένα υφάδι δεμένο με λυγμούς, μένος, μήνη, θάνατο.  Είναι εκείνες οι ζωές που υποφέρουν εγκλωβισμένες στο δέρμα τους, το οποίο πασχίζουν να ξεσκίζουν με μαιναδική μανία, αναζητώντας ματαίως μια γαλήνη στη μέση του υπαρξιακού πουθενά.

Σοκ! Το τελευταίο δημιούργημα ενός ανθρώπου που έδειξε τη σκληρότητα σε όλο της το μεγαλείο, με αγριεμένη, απειλητική τραχύτητα, απογυμνωμένη από κάθε επίφαση. Ένα δημιούργημα που αποκαθηλώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και αφήνει να αναδυθούν οι ενδόμυχες ασχήμιες της ανθρώπινης υπόστασης, ιχνηλατώντας φόβους, σχέσεις, ιδέες, προσδοκίες, θέσεις,  πόθους. Κοινός παρονομαστής η ματαίωση, μια αλλόκοτη και αλληγορική ματαίωση μίας φευγαλέας ελπίδας.

Σοκ! Μια ευτυχία που είναι πολύ ακριβή για να γίνει απτή. Το μαρτύριο της ζοφερής απόγνωσης που ο Σκούρτης κατακερματίζει σε μικρά μονόπρακτα, σε κομμάτια που θρυψαλιάζουν την απαντοχή μιας στιγμής που προσμένει μια ανάσα ζωής. Κομμάτια από γυαλί που ξεσκίζουν το παραπέτασμα που κρατάμε σφικτά πάνω μας, καθώς κλείνουμε ερμητικά τα μάτια για να μην αντικρίσουμε τη δική μας φρίκη.

Η σκηνοθετική οπτική εικονοποιεί κάθε κομμάτι, κάθε θρύψαλο με μια αλήθεια ωμή, αισθητικά άρτια, διακριτικά και ελεγχόμενα υπερβολική, αριστοτεχνικά δοσμένη έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει εκείνο το ζοφερό, σκοτεινό θρύψαλο που επιβιώνει μέσα μας, επιτυγχάνοντας την πολυπόθητη μέθεξη. Ο σκηνοθέτης δένει μεταξύ τους τα 13 μονόπρακτα και τις 7 σφήνες αφήνοντας να αναδυθεί και να βιωθεί  η ένταση και η ουσία κάθε σκηνής, κάθε συναισθήματος, κάθε κίνησης.

Η σκηνοθεσία, κατά την παραστασιοποίηση, τηρεί την αρχή του road theatre play, δηλαδή την αρχή του θεάτρου δρόμου, όπου κυριαρχεί μια διαρκής κίνηση, η οποία δεν οδηγεί πουθενά, αλλά αντικατοπτρίζει και το αδιέξοδο του ατόμου, την αναζήτηση ενός φεγγίτη στο σκοτεινό, υγρό αποκρουστικό υπόγειο της ανθρώπινης ύπαρξης. Η σκηνοθετική οπτική, εκτυφλωτικά δυναμική, εικονοποιεί κάθε σημασιολογική διάσταση και δημιουργεί μια ασθμαίνουσα ατμόσφαιρα, καθώς η ανάσα μάχεται μεταξύ ύπαρξης κι ανυπαρξίας∙ εισάγει τον θεατή σε έναν χώρο πολλαπλών επιπέδων και προβάλλει όλο εκείνο το υπόρρητο μένος που ενώνει το είναι και το φαίνεσθαι.

Το Σοκ  είναι γραμμένο σε δύο μέρη, το πρώτο ονομάζεται «οι κάτω» και το δεύτερο ονομάζεται «οι πάνω», με προφανή ταξικό χαρακτήρα. Οι «κάτω» είναι πρωταγωνιστές μιας περιθωριακής ζωής, που παλεύουν με κάθε τρόπο για να επιβιώσουν. Η θεματική του α’ μέρους κυμαίνεται γύρω από τον έρωτα, τη μοναξιά, την απόγνωση, την αδήριτη ανάγκη κυριαρχίας, αγάπης, σχέσης, ύπαρξης. Η σκηνοθεσία ερωτοτροπεί με τη δίπολη ανατομία της ανθρώπινης ύπαρξης και παρουσιάζει με προκλητικό τρόπο τις διαφορετικές εκφάνσεις και συμπεριφορικές εναλλαγές του ίδιου προσώπου. Έτσι ο θεατής μετέχει σε μια περίπλοκη περιδίνηση συναισθημάτων και σε μια ωμή επικοινωνία σημασιών, από τη χαρά στη θλίψη, τον οίκτο, την αποκτήνωση, τη ματαίωση, την απαξίωση, την περιφρόνηση, το ψέμα, την απομάγευση, την ψυχική ανυπαρξία.

Το β’ μέρος κινείται σε ένα παρόμοιο επίπεδο, με την έννοια ότι προβάλλει την ίδια ασφυκτική ατμόσφαιρα από την πλευρά των «πάνω», εκείνων των ανθρώπων που, ωστόσο, δεν σκιάζει τίποτα την οικονομική τους επιβίωση. Εντούτοις, αιμορραγούν αδυνατώντας να αντιληφθούν τη στρέβλωση και την, ενδεχομένως, μη αναστρέψιμη πορεία προς τον θάνατο, έναν θάνατο πολύπλευρο, ανελέητο, παντοτινό.

Το τέλος του έργου σφραγίζει νομοτελειακά η μόνη αλήθεια που αγκαλιάζει το είναι με το δικό του παγωμένο και πένθιμο χάδι, ο θάνατος. Σε κάθε περίπτωση η ανθρώπινη θνητότητα είναι εκείνη η πανταχού παρούσα πραγματικότητα την οποία ασθμαίνοντας προσπαθούν να ξορκίσουν, ματαίως, οι «πάνω» και οι «κάτω», προσπαθώντας με κάθε τρόπο να κερδίσουν μια θέση στην αιωνιότητα, να κερδίσουν λίγα λεπτά αθανασίας.

Η ανθρώπινη θνητότητα είναι εκείνη η αγριεμένη αλήθεια που εξισώνει τους «πάνω» και τους «κάτω». Η σκηνοθετική οπτική αξιοποιεί στο έπακρο αυτή την ζοφερή πραγματικότητα και ερωτοτροπεί με δαντική αχλή, θα έλεγε κανείς, χορεύοντας πάνω στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα που με προκλητική διαύγεια φτεροκοπούν σαν εφιάλτες, στοιχειώνοντας τα απαλά και σκληρά προσκέφαλα των «πάνω» και των «κάτω».

Εξαιρετικοί οι συντελεστές της παράστασης που ανταποκρίνονται άμεσα σε κάθε ρόλο αυτού του δύσκολου και απαιτητικού έργου, αξιοποιώντας τις ερμηνευτικές τους δεξιότητες και ικανότητες. Ο Γ. Τσιώμου φέρει το βάρος ενός μεγάλου ηθοποιού, με καθαρή άρθρωση και ρυθμό στον λόγο, προσδίδει σημασία στον κάθε ρόλο που βιώνει. Ο Μ. Χατζηγεωργίου, συγκινεί ως απογοητευμένος πατέρας και γοητεύει ως πολιτικός μετέχοντας με άνεση στις σουρεαλιστικές σκηνοθετικές πινελιές.

Η Κ. Ιμπροχώρη, θελκτική, διακριτική, κομψή, γεμάτη ήθος, πλημμυρίζει τρυφερότητα και λυγμική μοναξιά τη σκηνή κρατώντας σπαρακτικά τη βαλίτσα της, ενώ η Ο. Πρωτονοταρίου σκανδαλίζει ως ξιπασμένη κυρία που καταβροχθίζει λαίμαργα τη νιότη του νεαρού εραστή. Ο Ανδρέας Ζαχαριάδης, με ενάργεια και ειλικρίνεια, χαρίζει στην παράσταση στιγμές μιας εποχής παλιάς, που πνίγεται στη σκάφη της βασανισμένης μητέρας, ενώ ο Ν. Χαλατζίδης μας κερδίζει με την επιβλητική παρουσία του, άλλοτε σαρδόνιος, άλλοτε παρορμητικός.

Η Σοφία Μπεράτη, αναδύει λυρικότητα, ασθμαίνει και ασφυκτιά εγκλωβισμένη στον εαυτό της, ενώ η Μαρία Φλωράτου και η Σόνια Κωτίδου αναμετρώνται δυναμικά με ρόλους δύσκολους,  που απαιτούν πλήρη έκθεση τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε σωματικό επίπεδο.

Η μουσική σύνθεση του Σ. Τσιλίκη εναρμονίζεται απόλυτα με τη σημασιολογική αιχμή του έργου, ενώ η Ν. Γκουντούμη στο πιάνο πράγματι τονίζει την πραγματικότητα της κάθε σκηνής. Τα κοστούμια της Δ. Βολίδη εκφράζουν απόλυτα τον χαρακτήρα του κάθε ρόλου και τονίζουν την απόμακρη, νεκρική εικόνα του finale, ενώ τα σκηνικά που φιλοτέχνησε η ίδια, βάσει δικών της graffiti, χάρισαν στην παράσταση μια εκρηκτική προοπτική.

Σε κάθε περίπτωση, το Σοκ σοκάρει! Στην ουσία, με τον ανεπαίσθητα γκροτέσκο χαρακτήρα του, την προκλητική ωμότητα της γλώσσας του, τον πρωτόγονο ρεαλισμό του, θυμίζει και υπενθυμίζει το παράλογο του θανάτου και την προσωρινότητα της ανθρώπινης φύσης. Το Σοκ είναι ένας εφιαλτικός μονόδρομος, που οδηγεί τον άνθρωπο σε έναν εκούσιο εγκλωβισμό. Το Σοκ θυμίζει με τον πιο τραχύ και σκληρό τρόπο την ανθρώπινη ματαιότητα.

Σοκ, μια απαστράπτουσα παρουσίαση της ανθρώπινης τραγικότητας, εκείνου του μοιραίου εγκλωβισμού, η απογυμνωμένη, αποστεωμένη, θλιβερή εικόνα ενός κόσμου αλλότριου και συνάμα οικείου που βουλιάζει στη φρίκη αντικρίζοντας τον εαυτό του.  Ένας αέναος, εκστατικός χορός θανάτου, που σαρκάζει και διαπομπεύει το είναι, ένας επιτάφιος για μια ζωή που σβήνει, που πλέκεται για να υπάρξει, τελικά, απογυμνωμένη σε εκείνους τους αγαπημένους στίχους…

Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.
Σκοπός
της ζωής μας είναι το σεσημασμένον
δέρας
της υπάρξεώς μας.

 

Αθήνα 28122018