Το όνομα του Ρωσο-ελβετού πιανίστα Andrei Gavrilov είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα στον κατάλογο των σημαντικότερων μουσικών του εικοστού αιώνα και η διαδρομή του υπήρξε εντυπωσιακή.
Μολονότι η διεθνής αναγνώριση ήρθε νωρίς στη ζωή του και οι επιτυχίες του ήταν πάμπολλες, η πορεία του κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν· όταν άρχισε να σχολιάζει επικριτικά το σοβιετικό καθεστώς, βρέθηκε αντιμέτωπος με ποικίλες δυσκολίες και εφιαλτικά εμπόδια, που, μετά από δυσχερείς, πολυετείς και ψυχοφθόρες περιπέτειες, τον οδήγησαν να αναζητήσει καταφύγιο σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Εν τέλει, κατέληξε στη Ζυρίχη, πόλη που μέχρι σήμερα αποτελεί μόνιμη βάση του. Ο ίδιος ουδέποτε δίστασε να αναφερθεί εκτενώς και με αναλυτικό τρόπο στις εμπειρίες και στα βιώματά του, τόσο κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων όσο και μέσω των αυτοβιογραφικών βιβλίων που έχει γράψει.
Οι θαυμάσιες ηχογραφήσεις του (κυρίως για λογαριασμό των εταιριών EMI, σήμερα Warner Classics, και Deutsche Grammophon, με την οποία είχε υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο κατά το φθινόπωρο του 1990), βραβεύθηκαν και αποτελούν σημεία αναφοράς. Σε ένα ιδιαίτερα ευρύ ρεπερτοριακό φάσμα σχηματισμένο από έργα κορυφαίων μουσουργών διαφορετικών εποχών, όπως είναι οι Johann Sebastian Bach και George Frideric Handel, Franz Schubert, Frédéric Chopin, Robert Schumann, Johannes Brahms, Edvard Grieg, Alexander Scriabin, Sergei Rachmaninoff και Sergei Prokofiev, για να αναφέρουμε μόνο μερικούς, αναμφισβήτητα άφησε το προσωπικό του ερμηνευτικό στίγμα.
Σήμερα, ο ίδιος αισθάνεται εντελώς διαφορετικός καλλιτέχνης και δεν αναγνωρίζει εύκολα τον παλαιότερο «μουσικό εαυτό» του, νιώθοντας ότι έχει πλέον εξελιχθεί και ανακαλύψει διαφορετικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, για εμάς, όπως προφανώς και για τους χιλιάδες θαυμαστές του ανά τον κόσμο, οι εμβληματικές πλέον ηχογραφήσεις του, πάντα θα κατέχουν υψηλή θέση στην καρδιά μας.
Η μουσική του Bach απασχόλησε τον πιανίστα από νωρίς στη σταδιοδρομία του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στον μέγα Γερμανό Κάντορα και μάλιστα με όλη του τη ψυχή· ειδικότερα στα δύο βιβλία του με γενικό τίτλο, Το Καλά Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο (γερμ. Das Wohltemperierte Clavier), BWV 846-869, κάθε ένα από τα οποία σχηματίζεται από είκοσι τέσσερα Πρελούδια και Φούγκες, σε όλες τις τονικότητες.
Στις 22/4, στην καλαίσθητη και κατάλληλης ακουστικής αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», του αρχαιότερου πολιτιστικού συλλόγου της Αθήνας, πρότεινε ένα ρεσιτάλ, ερμηνεύοντας το πρώτο βιβλίο του προαναφερθέντος βαρυσήμαντου δημιουργήματος, BWV 846-869. Πριν από κάθε Πρελούδιο (μερικές φορές και πριν από κάποιες Φούγκες) προχωρούσε σε σύντομη αναφορά υπογραμμίζοντας τα στοιχεία που τον εντυπωσίαζαν και που τον ενδιέφεραν περισσότερο, δίνοντας έτσι στη βραδιά τον χαρακτήρα ενός lecture recital. Με απροκάλυπτο ενθουσιασμό, αμεσότητα και αυτοπεποίθηση, αλλά και με την έκπληξη ενός πολύπειρου μουσικού που ανακαλύπτει εκ νέου τα εν λόγω έργα, τα εξερεύνησε μέσα από ένα εντελώς νέο πρίσμα· όπως μας εκμυστηρεύτηκε, είχε αφιερώσει σε αυτά, τέσσερα χρόνια πολύωρης καθημερινής μελέτης. Μοιράστηκε, λοιπόν, μαζί μας τις σκέψεις και τις ιδέες του, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στον διαφορετικό χαρακτήρα, στις δομικές και στις μουσικές λεπτομέρειες των κομματιών, όπως και στις ιδιαίτερες σχέσεις που συνδέουν τα Πρελούδια με τις αντίστοιχες Φούγκες.
Πιο συγκεκριμένα, έχοντας στο αναλόγιο ανοιγμένη την παρτιτούρα, μέσα στην οποία με διαφορετικά έντονα χρώματα είχε σημειώσει πάμπολλες σκέψεις, παρατηρήσεις και ενδείξεις, συνήθως επιλέγοντας πολύ ζωηρά tempi, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις απρόσμενα ιλιγγιώδη, με έντονους τονισμούς φθόγγων και με σωστό έλεγχο και προβολή του πάντα εύρωστου ήχου του, ξεδίπλωσε τα έργα, ενίοτε παίζοντας τις Φούγκες δίχως ούτε μία σύντομη παύση μετά από τα Πρελούδια. Επιπλέον, φώτισε με αδρό τρόπο τις μουσικές αναλογίες και αντιστοιχίες, που ένιωθε ότι όφειλαν να αναδειχθούν.
Για τον γράφοντα, η ωραιότερη στιγμή της βραδιάς έφθασε με την ερμηνεία του Πρελουδίου και της Φούγκας αρ. 8 σε μι ύφεση ελάσσονα, BWV 853: με σκέψη και υποδειγματικό legato έφερε στην επιφάνεια την εσωτερική ηρεμία (το tempo υπήρξε άρτια ζυγισμένο και εξυπηρετούσε τη ροή των φράσεων), τη μεγάλη cantabile γραμμή και την πνευματικότητα του Πρελουδίου, ενώ στην ακόλουθη Φούγκα, ανέδειξε με τέχνη εκείνα τα καλολαξευμένα και πολυσχιδή stretti, τα οποία αναπτύσσονται σε μορφή μιμήσεων κανόνα.
Στο τέλος, εκτός προγράμματος, μας χάρισε την πεντάφωνη και αποτελούμενη από τρία θέματα Φούγκα αρ. 4 σε ντο δίεση ελάσσονα, BWV 849/2, συγκινημένος λέγοντας λίγο πριν από την ερμηνεία της, πόσο ευχαριστεί και πόσο πολύ αγαπά το αθηναϊκό κοινό.
Ολοκληρώνοντας, οι ρηξικέλευθες και ριζοσπαστικές μουσικές απόψεις του Gavrilov, σε τούτη την περίοδο ωριμότητας και (ανα)στοχασμού του, έδωσαν τροφή για σκέψη, ενθουσιάζοντας τα περισσότερα μέλη του αθηναϊκού ακροατηρίου, αλλά και προβληματίζοντας κάποια άλλα. Σε κάθε περίπτωση, δεν άφησαν κανέναν αδιάφορο (και αυτό, δεν αποτελεί μικρό επίτευγμα!) προσφέροντας μία διαφορετική ερμηνευτική άποψη των αγαπημένων αυτών μουσικών σελίδων που συνοδεύουν τους πιανίστες από τα πρώτα στάδια της μελέτης τους και στη συνέχεια, σε όλη τους την πορεία.