On est grand par l’amour et plus grand par les pleurs… (Jacques Offenbach/Jules Barbier, Les contes d’Hoffmann, Finale)
O Jacques Offenbach (1819-1880) είναι ο συνθέτης που βρίσκεται κοντά στην καρδιά του απαιτητικού connoisseur όντας ταυτόχρονα κι ο λατρεμένος του ευρύτερου φιλόμουσου κοινού. Γεννημένος στη Γερμανία (Κολωνία), ο κορυφαίος αυτός εκπρόσωπος του είδους της γαλλικής κωμικής όπερας (γαλλ. Opéra bouffe), πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι, όπου έγινε ο αγαπημένος συνθέτης του γαλλικού και στη συνέχεια, του διεθνούς κοινού. Αξίζει να τονιστεί ότι προτού αρχίσει καν να συνθέτει για τη σκηνή, είχε καταχειροκροτηθεί ως ένας από τους διαπρεπέστερους βιολοντσελίστες της εποχής του, έχοντας συνθέσει ικανό αριθμό σελίδων για το όργανό του και έχοντας συμπράξει με προσωπικότητες όπως ο συνθέτης, πιανίστας και μαέστρος Felix Mendelssohn Bartholdy (1809-1847). Οι πολλές κωμικές του όπερες αποτελούν σπινθηροβόλα, πολύτιμα, όσο και άψογα δουλεμένα κομψοτεχνήματα, μέσα από τα οποία σατιρίζονται, συχνά μάλιστα με ιδιαίτερα δεικτικό τρόπο, οι κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις της εποχής του. Είναι μπολιασμένες με πνεύμα άλλοτε σαρκαστικό και ειρωνικό και άλλοτε αστείο, ρομαντικό, ερωτικό, ψευδοτραγικό ή ακόμα και τραγικό.
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Offenbach εργαζόταν πάνω στην ολοκλήρωση της αθάνατής του όπερας (σύμφωνα με τον ίδιο, φανταστικής όπερας, γαλλ. opéra fantastique), με τίτλο Τα Παραμύθια του Hoffmann (γαλλ. Les contes d’Hoffmann), σε λιμπρέτο του Γάλλου ποιητή, συγγραφέα και λιμπρετίστα Jules Barbier (1825-1901) βασισμένο σε τρεις σύντομες ιστορίες του Γερμανού συγγραφέα, κριτικού μουσικής και συνθέτη E.T.A. Hoffmann (1776-1822). Θυμίζουμε ότι ο Barbier είχε συμπράξει και με άλλους επιφανείς συνθέτες της εποχής του, όπως ήταν οι Giacomo Meyerbeer (1791-1864), Ambroise Thomas (1811-1896), Charles Gounod (1818-1893) και Camille Saint–Saëns (1835-1921), ενώ ο Hoffmann, είχε εμπνεύσει και άλλους συνθέτες στη δημιουργία αριστουργημάτων (αναφέρουμε εδώ τους Robert Schumann, 1810-1856, και το οκταμερές πιανιστικό του έργο, Kreisleriana, Op. 16, όπως και τον Pyotr Ilyich Tchaikovsky, 1840-1893, και το μπαλέτο του, Ο Καρυοθραύστης, Op. 71).
Η παρτιτούρα των Παραμυθιών του Hoffmann δεν ολοκληρώθηκε πριν από τον θάνατο του συνθέτη που σημειώθηκε μόλις μερικούς μήνες πριν από το πρώτο ανέβασμα του έργου, με αποτέλεσμα από τότε και μέχρι σήμερα να έχουν συνδράμει διαφορετικά πρόθυμα χέρια στη συμπλήρωσή της. Έτσι, κυκλοφορούν αρκετές εκδόσεις-εκδοχές του μουσικού κειμένου, ενίοτε, όμως, εγείροντας ακανθώδη ερωτήματα τόσο σε σχέση με την προσθήκη φωνητικών μερών, όσο και σε σχέση με λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης των δύο πράξεων, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε από τον συνθέτη. Αναφέρουμε ότι από το χέρι του Offenbach διασώζεται το μουσικό κείμενο των φωνητικών μερών με τη συνοδεία πιάνου, όπως και η ενορχήστρωση του προλόγου και της πρώτης πράξης ή ορθότερα και σύμφωνα με τη νεότερη έκδοση που θέλει -όπως κι ο συνθέτης, εξάλλου- την όπερα σε πέντε πράξεις, της πρώτης πράξης (κατά την παλαιότερη έκδοση, του προλόγου) και της δεύτερης πράξης (κατά την παλαιότερη έκδοση, της πρώτης πράξης). Στις μέρες μας, ο εμβριθής μελετητής του συνθέτη, Γάλλος μουσικολόγος, αρχιμουσικός και επικεφαλής της κριτικής έκδοσης απάντων του, Jean-Christophe Keck (γ. 1964), μέσα από ενδελεχή έρευνα προτείνει μία έκδοση της παρτιτούρας που περιλαμβάνει και ακολουθεί όσο γίνεται πιστότερα τις προθέσεις του Offenbach, συμπεριλαμβάνοντας και μουσικό υλικό το οποίο ανακαλύφθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) ενέταξε το πολυαγαπημένο και ακροτελεύτιο αυτό έργο του μουσουργού στο ρεπερτόριο της τρέχουσας καλλιτεχνικής της περιόδου προσφέροντας οκτώ παραστάσεις (18, 20, 22, 28, 29/12/2022 και 4, 5, 8/1/2023). Επέλεξε δε να ακολουθήσει την τελευταία εξαιρετική κριτική έκδοση των μουσικολόγων Michael Kaye (1948-2008) και Keck, σύμφωνα με την οποία αποκαθίστανται και προστίθενται μέρη: λ.χ. η όπερα παρουσιάζεται στην πρωτότυπη πεντάπρακτη μορφή της, αφαιρείται η γνωστή άρια του ήρωα Dapertutto, Scintille, Ô diamant (που δεν ανήκε στον συνθέτη και που αντλεί τη μελωδία της από την εισαγωγή στην όπερα Le voyage dans la lune, ελλ. Το ταξίδι στη σελήνη, του ιδίου, την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε κατά τον προσεχή Ιούλιο, 12 και 13/7, στην Αθήνα από την ΕΛΣ), ενώ ιδιόγραφες και μέχρι πρόσφατα χαμένες και άγνωστες σελίδες, βρίσκουν τη θέση τους στον επίλογο.
Το αθηναϊκό ανέβασμα υλοποιήθηκε στο πλαίσιο συμπαραγωγής με το Βασιλικό Θέατρο του La Monnaie (γαλλ. Théâtre Royal de la Monnaie) των Βρυξελλών. Η παραγωγή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο εν λόγω βελγικό λυρικό θέατρο, στις 10/12/2019 (το 2019 εορτάστηκε διεθνώς η επέτειος των διακοσίων ετών από τη γέννηση του Offenbach), με σειρά παραστάσεων που διήρκεσαν ως τις 2/1/2020: ο πάντα καινοτόμος όσο και ανατρεπτικός Πολωνός σκηνοθέτης, ιδρυτής-καλλιτεχνικός διευθυντής του Νέου Θεάτρου (Nowy Teatr) της Βασοβίας, Krzystof Warlikowski υπέγραφε τη σκηνοθεσία και η διάσημη Γαλλίδα υψίφωνος Patricia Petibon, η οποία στο παρελθόν είχε ενσαρκώσει μόνον τον ρόλο της Olympia, τραγούδησε σε αυτή την παραγωγή (πρώτη διανομή) και τις τέσσερις κεντρικές ηρωίδες (Olympia, Antonia, Giulietta και Stella), όπως ακριβώς επιθυμούσε ο συνθέτης. Προσθέτουμε εδώ ότι τον Δεκέμβριο του 2019 είχαμε παρακολουθήσει παράσταση ακριβώς της εν λόγω παραγωγής από την τηλεόραση, σε απευθείας μετάδοση από το κανάλι arte, και είχαμε εντυπωσιαστεί από τη διεισδυτική ματιά, την πληθώρα των ιδεών και νοημάτων του Warlikowski (σε πόσο βάθος είχε δουλέψει με τους τραγουδιστές!), από τη μουσικά και υποκριτικά στέρεη ερμηνεία της Petibon, από την απόδοση του τενόρου Eric Cutler, που έστησε ένα γοητευτικά μοιραίο Hoffmann, κι από τη λεπτομερή μουσική διεύθυνση του εξαίρετου Alain Altinoglu.
Κατά την πρόσφατη παρουσίαση της ίδιας παραγωγής στην Αθήνα, ανανεώθηκαν οι θετικές μας εντυπώσεις σχετικά με τη σκηνοθετική άποψη του Warlikowski. Αναλυτικότερα, ο τελευταίος μετατόπισε χρονικά την πλοκή φέρνοντάς την πιο κοντά στην εποχή μας και στο Hollywood, στηριζόμενος, ωστόσο, πάντα στον έρωτα του ήρωα Hoffmann για τις τρεις γυναίκες της όπερας, που ουσιαστικά, όπως ο ήρωας εκμυστηρεύεται κατά τον επίλογο, πρόκειται για διαφορετικές πτυχές της αγαπημένης του Stella, πριμαντόνας όπερας. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε τη σκοτεινή πλευρά του έργου δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό κάδρο, βοηθούμενος από προβολές˙ συχνά βλέπαμε τα πρόσωπα των τραγουδιστών σε πραγματικό χρόνο ζουμαρισμένα, μεγεθυμένα και προβεβλημένα στην μεγάλη οθόνη, ως ήρωες των ταινιών. Σύμφωνα πάντα με εκείνον, ο ήρωας είναι ένας χολιγουντιανός σεναριογράφος-σκηνοθέτης, αλκοολικός και ψυχικά ταλανισμένος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της όπερας, έχοντας γύρω του συνεργάτες, τεχνικούς και ηθοποιούς, γυρίζει τρεις ταινίες, μία με θέμα την κάθε ηρωίδα, στο πρόσωπο των οποίων βλέπει με τρόπο εμμονικό εκφάνσεις του χαρακτήρα της γυναίκας της καρδιάς του, που τους υποδύεται. Έτσι, επιχειρεί, μέσα σε κλίμα προσωπικής σύγχυσης, να έρθει αντιμέτωπος με τις προσωπικές αγωνίες του (ένα από τα μηνύματα του Warlikowski: η ζωή πολλών δημιουργών του κινηματογράφου δεν είναι πάντα όσο ελκυστική τη φανταζόμαστε).
Επιπλέον, βλέπαμε επί σκηνής φιγούρες και αναφορές αντλημένες από διάσημες κινηματογραφικές ταινίες, όπως εκείνη του τρομακτικού Joker του οποίου τη μορφή λαμβάνουν οι κακοί της όπερας (Lindorf, Coppélius, Doctor Miracle και Dapertutto), ενώ οι επιρροές από ταινίες του David Lynch δεν ήταν λίγες (λ.χ. οι τρεις χορεύτριες ντυμένες στα ροζ, θα μπορούσαν να είχαν ξεπηδήσει από το Twin Peaks: The Return). Τα μεγάλα σκηνικά (βλέπουμε την εντυπωσιακή σκηνή ενός κινηματοθεάτρου και τη χορωδία να κάθεται μπροστά από τη μπορντό αυλαία) και τα πολύχρωμα κοστούμια (ξεχώρισαν οι αποχρώσεις του βαθέος πράσινου, του βαθέος κόκκινου, του έντονου ροζ και πορτοκαλί, αλλά και του χρυσού) της Małgorzata Szczęśniak, σταθερής και πιστής συνοδοιπόρου του Πολωνού θεατράνθρωπου, οι ωραίοι φωτισμοί της Felice Ross, οι εκτενείς, ενίοτε ταχύτατα εναλλασσόμενες, βιντεοπροβολές του Denis Gueguin και η διακριτική χορογραφία του Claude Bardouil, αναμφίβολα συνέδραμαν στο στήσιμο της ονειρικής, εφιαλτικής και, ενίοτε, παρηκμασμένης ατμόσφαιρας που αντικατόπτριζε, όπως προαναφέρθηκε, το συναισθηματικό αδιέξοδο που βίωνε ο μεθυσμένος από το ποτό, τον έρωτα και την επιθυμία Hoffmann του Warlikowski. Ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε ορισμένες ακόμη από τις προτάσεις του τελευταίου, που κέντρισαν την προσοχή και/ή το ενδιαφέρον μας παρέχοντας παράλληλα τροφή για σκέψη και οι οποίες, δεν θα το κρύψουμε, απομακρύνονταν από την αρχική πλοκή του έργου: κατά την πράξη της Antonia (τρίτη πράξη, σύμφωνα με την νεότερη έκδοση), η μητέρα της ηρωίδας, που έχει χάσει τη ζωή της από «θεραπεία» την οποία έλαβε από τον σατανικό Dr Miracle, αντί να εμφανίζεται ως οπτασία την οποία προκαλεί ο εν λόγω γιατρός, εμφανίζεται με σάρκα και οστά, μάλιστα ως κομψή μα έντονα ερωτική φιλενάδα του τελευταίου, ερωτοτροπώντας μαζί του. Επίσης, στην πράξη της Giulietta, που σύμφωνα με το αρχικό libretto τοποθετείται στη Βενετία, αντί για γόνδολες, είδαμε έναν μεγάλο χρυσό πάγκο του μπαρ να κινείται. Ακόμα, πριν από το τέλος της παράστασης, η ροή της όπερας διακόπτεται προκειμένου να εμφανιστεί η ηρωίδα Stella μπροστά σε μικρόφωνο (θυμηθήκαμε την ταινία A Star is Born) και μέσα από έναν επιτηδευμένο και συγκινησιακά φορτισμένο κλισέ λόγο να ευχαριστεί για το βραβείο Oscar που της απονεμήθηκε, ενώ ο Hoffmann, που παίρνει τον λόγο στη συνέχεια, χωρίς να έχει και ο ίδιος βραβευθεί, καταρρέει μετά από τις δικές του περίεργες «εξομολογητικές» παρακλήσεις και έχοντας ζητήσει να του δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία.
Όσον αφορά τώρα στο μουσικό μέρος των δύο παραστάσεων που παρακολουθήσαμε πρόσφατα, στις 20 Δεκεμβρίου (δεύτερη διανομή) και 29 Δεκεμβρίου (πρώτη διανομή), οι ρόλοι καλύφθηκαν από μία πλειάδα πολύ καλών μονωδών.
Αναλυτικότερα, στις 20/12 τον ρόλο του Hoffmann επωμίσθηκε ο Γιάννης Χριστόπουλος και τους ρόλους των τεσσάρων ηρωίδων, Olympia, Antonia, Giulietta και Stella, η Βασιλική Καραγιάννη. Οι δύο λυρικοί καλλιτέχνες πρόσφεραν τον καλύτερό τους εαυτό, ανέδειξαν τα μουσικά και υποκριτικά στοιχεία, ενώ παράλληλα στήριξαν την ιδιότυπη σκηνοθετική άποψη.
Η ερμηνεία του Πέτρου Μαγουλά υπήρξε όντως θαυμαστή στους ρόλους των μοχθηρών Lindorf, Coppélius, Dr Miracle και Dapertutto. Το ζεστό όσο και πάντα ελκυστικό ηχόχρωμα της φωνής του, σε συνδυασμό με τη μουσικότητά του, την εκφορά της γαλλικής γλώσσας και την κίνησή του, ικανοποίησαν απόλυτα.
Ο Γιάννης Γιαννίσης, ως Crespel και Luther, επίσης άφησε άρτιες εντυπώσεις δίνοντας χαρακτήρα στους ρόλους και αξιοποιώντας με τέχνη την επιβλητική και ιδιαίτερων ποιοτήτων φωνή του, πάντα ωραία, καλά στηριγμένη και τονικά ακριβή. Ο ίδιος καλλιτέχνης αντικατέστησε τον Χριστόφορο Σταμπόγλη στη δεύτερη παράσταση που παρακολουθήσαμε (29/12) επαναλαμβάνοντας την επιτυχημένη ενσάρκωση των δύο ρόλων.
Η Μαρισία Παπαλεξίου φώτισε με έγνοια την πολυδιάστατη φύση του διπλού ρόλου της Μούσας και του Nicklausse.
Τη διανομή της ίδιας παράστασης συμπλήρωσαν με φωνητικά και υποκριτικά πειστικές ενσαρκώσεις οι Ανδρέας Καραούλης (Spalanzani/Nathanaël), Άννα Τσελίκα (Φωνή από τον τάφο), Γιώργος Παπαδημητρίου (Hermann/Peter Schémil), Γιάννης Καλύβας (Andrès/Cochenille/Frantz/Pitichinaccio), Νίκος Κατσιγιάννης (Wolfram) και Χρήστος Ραμμόπουλος (Wilhelm).
Η παράσταση της 29της Δεκεμβρίου, που όπως προαναφέρθηκε καλύφθηκε από την πρώτη διανομή, είχε το μεγάλο προτέρημα της συμμετοχής στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, του Hoffmann και των τεσσάρων ηρωίδων, δύο εκλεκτών λυρικών καλλιτεχνών της διεθνούς οπερατικής σκηνής. Ο λόγος για τον Βρετανό τενόρο Adam Smith (Hoffmann) και την Αμερικανίδα υψίφωνο Nicole Chevalier (Olympia/Antonia/Giulietta/Stella), που δίχως άλλο πρόσφεραν ερμηνείες εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Πιο συγκεκριμένα, ο Smith υποστήριξε έναν Hoffmann γοητευτικό, μοιραίο, άμεσο και αυθόρμητα ειλικρινή. Η φωνή του, εύπλαστη, με δυνατά κέντρα και ασφαλείς ψηλές νότες, συνδυάστηκε άψογα με μία ενίοτε σβέλτη, πάντα νεανική και γεμάτη ενέργεια κίνηση επί σκηνής. Αυτός είναι ένας από τους αγαπημένους του ρόλους και η προτίμησή του τούτη επιβεβαιώθηκε με λαμπρό τρόπο κατά την παράσταση.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Chevalier είχε επωμισθεί τους ίδιους ρόλους ακριβώς στην αρχική παραγωγή των Βρυξελλών, καλύπτοντας τη δεύτερη διανομή, σε συνέχεια των εμφανίσεων της Petibon. Η σκηνική της εμπειρία και το μουσικό της ταλέντο, που ενισχύθηκαν από τη στενή συνεργασία της με τον σκηνοθέτη όσο κι από την προσεκτική μουσική μελέτη του ρόλου με τον διαπρεπή αρχιμουσικό (και ευαίσθητο πιανίστα) Altinoglu, που είχαν προηγηθεί κατά τη βελγική παραγωγή, πράγματι συνέδραμαν στη θαυμάσια πρόσφατη ενσάρκωση των ρόλων. Επιπλέον, η αυτοπεποίθησή της, η δουλεμένη φωνή της και η αξιοπρόσεκτη τεχνική που διαθέτει, μας κέρδισαν από την αρχή της παράστασης: σημειώσαμε, τονική ακρίβεια (πεντακάθαρες οι κολορατούρες της απαιτητικότατης άριας της Olympia, Les oiseaux dans la charmille), πολλές διαβαθμίσεις δυναμικής, προσεγμένα «κλεισίματα» μουσικών φράσεων και φωνητική-σκηνική άνεση, μέσω των οποίων οδήγησε στην επιφάνεια τους διαφορετικούς χαρακτήρες της ψεύτικης κούκλας Olympia, της «ανθρώπινης» και συναισθηματικής Antonia, όπως και της αισθησιακής Giulietta.
Ο Τάσος Αποστόλου στους ρόλους των κακών (Lindorf, Coppélius, Dr Miracle και Dapertutto) είχε την ευκαιρία να ξετυλίξει τόσο τις φωνητικές όσο και τις υποκριτικές του δεξιότητες. Με εύστοχη έκφραση μορφοποίησε τους χαρακτήρες, επιπλέον αποτυπώνοντας επιτυχώς στο πρόσωπό του το γνωστό τρομακτικό-απειλητικό βλέμμα και χαμόγελο του Joker.
Η Μαίρη-Έλεν Νέζη τραγούδησε επιστρατεύοντας μουσικότητα και, ανάλογα με τα ζητούμενα, έκφραση άλλοτε αριστοκρατική, άλλοτε ερωτική, παραδίδοντας μία ελκυστική ερμηνεία των ρόλων τόσο της Μούσας όσο και του Nicklausse τον οποίον ο σκηνοθέτης θέλει θηλυπρεπή, σαν μεταμόρφωση της ιδίας της Μούσας.
Ο Χρήστος Κεχρής στους ρόλους των Andrès, Cochenille, Frantz και Pitichinaccio απέδωσε με αξιοσημείωτη αμεσότητα, ειδικά κατά την κωμική άρια, Jour et nuit je me mets en quatre, του αστείου και μάλλον ανέμελου υπηρέτη Franz κατά την πράξη της Antonia.
Βρήκαμε ενδιαφέρουσα και την ενσάρκωση των μάλλον σύντομων ρόλων του Spalanzani και του Nathanaël όπως αποδόθηκαν από τον Διονύση Μελογιαννίδη, ειδικά εκείνου του εφευρέτη Spalanzani, τον οποίον ο Warlikowski είχε τοποθετήσει σε αναπηρική καρέκλα και τις φράσεις του οποίου ο τενόρος άρθρωσε με χαρακτηριστική έμφαση.
Στους υπόλοιπους ρόλους ξεχωρίσαμε τους Γιώργο Ματθαιακάκη (Hermann και Peter Schlémil), Παναγιώτη Πρίφτη (Wolfram) και Χρήστο Ραμμόπουλο (Wilhelm).
Η Χορωδία της ΕΛΣ, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, απέδωσε με παλμό και συνέπεια τα εκτενή μέρη της.
Η Ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση του έμπειρου αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού, συνόδευσε προσεκτικά τους τραγουδιστές. Διαπιστώσαμε ότι, αντιμέτωπη με μία παρτιτούρα η οποία ζητά πολλά, όπως γαλλική φινέτσα που εναλλάσσεται με δραματικές εξάρσεις, εύπλαστο ήχο, ποικίλα ηχοχρώματα, διαβαθμίσεις δυναμικής και χαρακτηριστικό ρυθμικό élan, υπήρξε πιο έτοιμη κατά τη δεύτερη από τις δύο παραστάσεις που παρακολουθήσαμε, παίζοντας με πιο εκφραστικό και τονικά ακριβή ήχο.
Εν κατακλείδι, ένα ξεχωριστό ανέβασμα που εκτιμήσαμε και το οποίο πιστεύουμε ότι θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε εκ νέου και κατά τη διάρκεια μίας εκ των επόμενων καλλιτεχνικών περιόδων της ΕΛΣ. Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς προσβλέπουμε στο επόμενο αθηναϊκό ανέβασμα έργου του Offenbach, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν θα είναι άλλο από το Ταξίδι στη σελήνη, το οποίο ακολουθεί τον ερχόμενο Ιούλιο, πάντα από την ΕΛΣ. Μακάρι οι δύο αυτές παραγωγές να αποτελέσουν την αρχή για το ανέβασμα κι άλλων έργων του μουσικά αστείρευτου και πάντα αξιοθαύμαστου όσο και πολυγραφότατου μουσουργού!