Γράφει ο Θοδωρής Ζωγόπουλος
Η ρομαντική όπερα σε τρεις πράξεις, με τίτλο «Ο ιπτάμενος Ολλανδός» (Der fliegende Holländer, WWV 63) του Richard Wagner, στα πάτρια της εδάφη υπήρξε μια πολυαναμενόμενη παραγωγή της ιστορικής Κρατικής Όπερας της Βαυαρίας (Bayerische Staatsoper), στο Μόναχο, της οποίας παρακολουθήσαμε την παράσταση που δόθηκε στις 28/4.
Η διανομή σχηματίστηκε από όντως καταξιωμένους λυρικούς καλλιτέχνες: με τον Sir Bryn Terfel, στον ρόλο του Ολλανδού, την Anja Kampe, στον ρόλο της Senta, τον Wookyung Kim, στον ρόλο του Erik, τον Hans–Peter König, στον ρόλο του Daland, και την Okka von der Damerau στον ρόλο της Mary.
Ο Ιπτάμενος Ολλανδός είναι το τέταρτο κατά σειρά έργο που συνέθεσε ο Wagner για τη σκηνή, μια γεμάτη δύναμη και έμπνευση παρτιτούρα, μέσα από την οποία παρακολουθούμε τον ιδιοφυή δημιουργό να αναζητά και να ανακαλύπτει την προσωπική του γραφή που θα συνεχίζει να γοητεύει κατά τα επόμενα μουσικά του δράματα.
Στην εν λόγω παρτιτούρα παρατηρούμε έντονα την ιταλική επιρροή (όπως εξάλλου, και στον προγενέστερη όπερα, Rienzi, WWV 49) καθώς επίσης και εκείνη του Ludwig van Beethoven, που αποτέλεσε ισχυρό πρότυπο του νεαρού Wagner, κυρίως όσον αφορά στο ορχηστρικό γράψιμο της μουσικής.
Ο ρόλος του Ολλανδού είναι ένας από τους πλέον απαιτητικούς για τη φωνή του μπασοβαρύτονου. Ο Sir Bryn ερμήνευσε με ιδιαίτερη γνώση και εκφραστική ένταση. Πρόκειται για έναν ρόλο τον οποίον έχει μελετήσει σε βάθος. Εντούτοις, κάποιες φορές, δεν θα το κρύψουμε, δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί στα φωνητικά ζητούμενα της παρτιτούρας, ιδιαίτερα όσον αφορά στην ερμηνεία των μουσικών φράσεων της ψηλότερης φωνητικής έκτασης. Όντας επί περίπου δύο ώρες συνεχώς επί σκηνής και δίχως να γίνει κάποιο διάλειμμα, έδωσε με προσπάθεια όλον του τον εαυτό για να ανταπεξέλθει.
Οι υπόλοιποι λυρικοί καλλιτέχνες εντυπωσίασαν, τόσο μουσικά όσο και υποκριτικά. Αναλυτικότερα, η σοπράνο Kampe, και ο βαθύφωνος König, κυριολεκτικά έκλεψαν την παράσταση με τις μεγάλες, άψογα δουλεμένες φωνές τους, όπως και με τη σκηνική τους συγκρότηση. Μπόρεσαν να υπηρετήσουν με υπέροχο τρόπο το ποιητικό κείμενο (libretto), αρθρώνοντας κάθε λέξη με προσοχή και καθιστώντας έτσι εύκολο για το γερμανικό κοινό να παρακολουθήσει το έργο σαν να ήταν θέατρο πρόζας.
Φυσικά και παρατηρήθηκε το κλασικό πλέον φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, δηλαδή ελαφρότερες φωνές να επωμίζονται πιο βαρείς ρόλους, ωστόσο αυτό έχει και το θετική του πλευρά αφού επιτρέπει στη φωνή να διατηρείται φρέσκια και να εκφέρει καθαρότερα το κείμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τενόρος της παράστασης, Kim, που διαθέτοντας μια καθαρά λυρική φωνή ερμήνευσε έναν ρόλο που απαιτεί πιο πολύ squillo, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τα forte της ορχήστρας και να χάνεται.
Η υψηλής ποιότητας απόδοση της ορχήστρας, υπό την αναλυτική διεύθυνση του Ισραηλινού αρχιμουσικού και προστατευόμενου του Daniel Barenboim, Asher Fisch, υπήρξε μαγευτική, αποδίδοντας με ηχητική διαύγεια και ξεπερνώντας με άνεση ακόμη και τα πλέον απαιτητικά από τεχνική άποψης σημεία της παρτιτούρας, λ.χ. από τη μέση του έργου και μετά, όταν εμπλουτίζεται η ενορχήστρωση με μιμήσεις μοτίβων, που προηγήθηκαν νωρίτερα, και όταν πλησιάζει το δραματικό φινάλε του έργου.
Η ακουστική της αίθουσας είναι πραγματικά μοναδική, ακόμη και με τo piccolo flauto να ακούγεται σαν ένας καλός φίλος στο διπλανό κάθισμα.
Ο σκηνοθέτης Peter Konwitschny σε συνεργασία με τον σκηνογράφο-ενδυματολόγο Johannes Leiacker και τον υπεύθυνο φωτισμού, Michael Bauer, έστησαν ωραίες εικόνες, με επίκεντρο την επιβλητική παρουσία του sir Bryn, το κοστούμι του οποίου σκιαγραφούσε με ευστοχία την απαιτούμενη εικαστική σκοτεινότητα και την αίσθηση μυστηρίου που καλύπτουν την παρουσία του Ιπτάμενου Ολλανδού, καταραμένου ήρωα που ταξιδεύει στις θάλασσες. Το σκηνικό ήταν εντυπωσιακό στην αναπαράσταση της σκάλας την οποία κατεβαίνει κατά την πρώτη του εμφάνιση ο ήρωας.
Εντούτοις, υπήρξαν πολλές ακραίες αισθητικές σκηνοθετικές και σκηνογραφικές αντιθέσεις στην παραγωγή αυτή: λ.χ. ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς ήταν δυνατόν να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στον μύθο, τα σκηνικά της πρώτης πράξης, και στις κυρίες που, κατά τη δεύτερη πράξη, αντί να κλώθουν μαλλί, έκαναν spinning στο γυμναστήριο περιμένοντας τους άντρες τους να επιστρέψουν. Πιθανόν να είναι αναγκαίο να μην επαναλαμβάνεται η αισθητική των σκηνικών σε ένα έργο τόσο διάσημο και συχνά παρουσιασμένο, όπως το εν λόγω του Wagner, και να αναζητούνται σκηνοθετικές λύσεις που να προσελκύουν και να εντυπωσιάζουν ένα ηλικιακά πιο νεανικό κοινό, ωστόσο αυτή η αισθητικά ετερόκλητη και σε στιγμές μάλλον κακόγουστη σκηνοθετική σύλληψη επισκίαζε κάποιες φορές την υπέροχη εκτέλεση της μουσικής.