Δύο μόλις μέρες μετά από την παρακολούθηση παράστασης της όπερας Ορφέας και Ευρυδίκη του Cristoph Willibald Gluck (βλ. προηγούμενο κριτικό σημείωμα, Critics’ Point, 14/11), στις 19/10, πάλι στη σκηνή της English National Opera (Εθνική Όπερα της Αγγλίας, ENO), παρακολουθήσαμε ένα διαφορετικού χαρακτήρα οπερατικό έργο εμπνευσμένο πάντα από τον μύθο του Ορφέα και ενταγμένο στο πλαίσιο κύκλου της ENO με θέμα το μυθολογικό πρόσωπο αυτού του αρχετυπικού μουσικού και, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, πατέρα των τραγουδιών.
Ο λόγος, για την κωμική όπερα σε δύο πράξεις, με τίτλο Ορφέας στον Άδη (γαλλ. Orphée aux enfers, αγγλ. Orpheus in the underworld) του Γερμανού, μετέπειτα Γάλλου, μουσουργού Jacques Offenbach (1819-1880), σε λιμπρέτο των Hector Crémieux (1828-1893) και Ludovic Halévy (1834-1908). Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι, στις 21 Οκτωβρίου 1858, στο Théâtre des Bouffes-Parisiens, με τεράστια επιτυχία. Σημειώνουμε ότι η επιτυχία αυτή κυριολεκτικά γλύτωσε τον συνθέτη και τον θίασό του από δυσβάστακτα οικονομικά χρέη και πιθανότατη χρεοκοπία. Όπως στην περίπτωση του Gluck, αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες παρτιτούρες τόσο της εποχής της όσο και της δικής μας. Η παραλλαγμένη εκδοχή του μύθου, όπως παρουσιάζεται εδώ, αφορά σε έναν δάσκαλο βιολιού, που νιώθει πανευτυχής όταν η γυναίκα του Ευρυδίκη γίνεται θύμα απαγωγής των θεών του κάτω κόσμου. Η ανάμιξη των Θεών του Ολύμπου οδηγεί σε διάφορες ευτράπελες καταστάσεις.
Ο συνθέτης και οι λιμπρετίστες του, σατιρίζουν την σαθρή πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Γαλλία κατά την εποχή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’ (1808-1873) και της Αυλής του, όπως και την οικονομική σπατάλη της αριστοκρατίας της εποχής. Τόσο ο ίδιος ο μύθος του Ορφέα, όσο και η μουσική από την προαναφερθείσα όπερα του προγενέστερου Gluck γίνονται στόχοι παρωδίας.
Η αγγλική ομάδα της ENO με επικεφαλής την Emma Rice (σκηνοθεσία, αγγλική μετάφραση), και τους Lizzie Clachan (σκηνογραφία), Lez Brotherson (ενδυματολόγο), Malcolm Ripperth (υπεύθυνο φωτισμού), Etta Murfitt (χορογραφίες), Simon Baker (υπεύθυνο ήχου) και Tom Morris (αγγλική μετάφραση και διασκευή μερών του κειμένου) πρόσφεραν μια παραγωγή με κέφι, brio, χρώμα, ενθουσιώδη κίνηση και χιούμορ.
Πολλά στοιχεία της πλοκής όπως υποβλήθηκε από την Rice, στην οποία ανήκε και η ευθύνη της διασκευής του κειμένου και της υπόθεσης (στο πρόγραμμα αναφέρεται ως υπεύθυνη του English book), είχαν αλλάξει. Ουσιαστικά επρόκειτο για μία νέα εκδοχή του ήδη παραλλαγμένου από τον Offenbach μύθου. Η πλοκή μεταφέρεται χρονικά στο Λονδίνο του 1957. Αρχικά βλέπουμε τον γάμο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Στη συνέχεια, η τελευταία είναι συγκλονισμένη από τον θάνατο του παιδιού της, το οποίο κατά τη γέννα έρχεται στον κόσμο δίχως πνοή. Την βλέπουμε να θάβει το βρέφος: όντως τραγική και μακάβρια επιλογή για το ανέβασμα κωμικής όπερας. Όμως, μέχρι εδώ τα δάκρυα, η διάθεση αλλάζει. Θέλοντας να ξεπεράσει την κατάθλιψή της, η ηρωίδα ερωτοτροπεί με τον βοσκό Αριστέα, που δεν είναι άλλος από τον μεταμφιεσμένο Πλούτωνα, παρουσιασμένο ως διάβολο με χαρακτηριστική ουρά, κέρατα και τρίαινα. Ο Ορφέας αναζητώντας την αγαπημένη του και μετά από προτροπή της Κοινής Γνώμης, που εδώ εμφανίζεται ως οδηγός ταξί, ανεβαίνει στον Όλυμπο. Εκεί συναντά τους Θεούς σε ένα spa.
Είδαμε επί σκηνής άφθονα μπαλόνια διαφόρων χρωμάτων (υπό τη μορφή προβάτων, μελισσών, συννέφων, φουστών tutus κλπ.), όπως και τον Άδη/κόλαση να παίρνει τη μορφή ενός χώρου για ροζ απολαύσεις και peep show. Ο Πλούτωνας είναι διακινητής λευκής σαρκός και η Ευρυδίκη κλειδαμπαρωμένη σε ένα δωμάτιο, θύμα του.
Αυτές οι αλλαγές στο libretto (όπως και διάφορες άλλες), κάποιες φορές υπήρξαν επιτυχείς, πάντα μέσα στο χρονικό πλαίσιο που επιλέχθηκε, και κάποιες όχι, όταν έκαναν την εμφάνισή τους ιδέες και κινήσεις των τραγουδιστών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χοντροκομμένες, ιδιαίτερα στην υπερδραστήρια δεύτερη πράξη, όπου σε στιγμές νιώσαμε ότι το κωμικό στοιχείο ερχόταν βεβιασμένα, με διάφορα jokes που τελικά δεν πρόσθεταν στο όλο.
Η κωμική αυτή όπερα στηρίζεται εν πολλοίς σε ένα γερό ensemble πρωταγωνιστών, το οποίο και εξασφαλίστηκε από το αγγλικό λυρικό θέατρο.
Καταρχάς, θα υπογραμμίσουμε ότι με ιδιαίτερη χαρά ακούσαμε και είδαμε τον βετεράνο Βρετανό, γεννημένο στην Τζαμάικα, μπασοβαρύτονο Sir Willard White (γ. 1946) στον ρόλο του Δία. Σημειώνουμε ότι τον είχαμε εκτιμήσει στην ίδια σκηνή, αρκετά παλαιότερα, αν δεν μας απατά η μνήμη μας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (1992;) ως επιβλητικό Golaud (Claude Debussy, Pélleas et Mélisande). Πρότεινε έναν πειστικότατο πατέρα των θέων, με βαθιά και ηχηρή φωνή, παράλληλα επιστρατεύοντας σαγηνευτικό χιούμορ, ενίοτε με πιο σκοτεινές αποχρώσεις. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο κινήθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της διανομής, προσφέροντας πολλά χαμόγελα στην λαμπρή παρτιτούρα του Offenbach: Ed Lyon (Orpheus), Mary Bevan (Eurydice), Lucia Lucas (Public Opinion), Anne-Marie Owens (Juno), Alex Otterburn (Pluto), Alan Oke (John Styx), Ellie Laugharne (Cupid), Keel Watson (Mars), Judith Howarth (Venus) και Idunnu Münch (Diana). Ειδικότερα, οι Lyon και Bevan τραγούδησαν με φωνές καλόηχες, όπως εξάλλου και η Αμερικανίδα Lucas, διάσημη διεμφυλική βαρύτονος, που διαθέτει φωνή μεγάλης έκτασης (υποθέτουμε ότι θα πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στη Βρετανία, που συμμετείχε διεμφυλικός λυρικός καλλιτέχνης σε παραγωγή μεγάλου λυρικού θεάτρου). Ο Πλούτωνας του Otterburn κρίθηκε σέξι, κωμικός και υποκριτικά ευρηματικός.
Η αρχιμουσικός Sian Edwards, επικεφαλής του τμήματος διεύθυνσης ορχήστρας της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, έχοντας στη διάθεσή της τις πάντα πρόθυμες και μουσικά υποδειγματικές ορχήστρα και χορωδία της ΕΝΟ, διηύθυνε με panache οδηγώντας επιτυχώς στην επιφάνεια τα κωμικά και σαρκαστικά στοιχεία. Το κοσμαγάπητο galop Infernal (can-can), που ακούγεται κατά την τελευταία πράξη (δεύτερη σκηνή), προέκυψε γεμάτο εύθυμο και σπινθηροβόλο οίστρο.