Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 21/12, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου στάθηκε στο podium της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ) προκειμένου να διευθύνει τις τρεις πρώτες καντάτες από το επονομαζόμενο Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο (Weihnachtsoratorium, BWV 248), που ο Johann Sebastian Bach (1685-1750) συνέθεσε για την περίοδο των εορτών του 1734 (κατά την πρώτη εκτέλεση ακούστηκε από μία καντάτα στις 25/12/1734, στις 26/12/1734, στις 27/12/1734, την 1/1/1735, στις 2/2/1735 και στις 6/1/1735). Ο συνθέτης μορφοποίησε το έργο αντλώντας υλικό από προγενέστερα έργα, όπως από τέσσερις καντάτες, τρεις κοσμικές και μία θρησκευτική, εκ των οποίων η τελευταία είναι χαμένη σχεδόν στο σύνολό της (η μουσική ανακύκλωση ήταν απολύτως συνηθισμένη πρακτική κατά την εποχή μπαρόκ). Καίτοι το έργο είναι χωρισμένο σε έξι μέρη, ένα για την κάθε εορταστική ημέρα της περιόδου, σήμερα είθισται να ακούγεται στην πληρότητά του κατά τη διάρκεια μίας ενιαίας συναυλίας, με ένα διάλειμμα μετά από τις τρεις πρώτες καντάτες. Η συνολική διάρκεια του Ορατορίου είναι περίπου δύο ώρες και σαράντα λεπτά.
Μολονότι θα θέλαμε κατά την πρόσφατη αθηναϊκή εκτέλεση, το έργο να είχε ακουστεί πλήρες (αναφέρουμε ότι η συνολική του χρονική διάρκεια είναι σαφώς μικρότερη από εκείνη των Κατά Ματθαίον Παθών, Matthäus Passion, BWV 244, του ίδιου συνθέτη, που διαρκούν περίπου τρεις ώρες), η ερμηνεία που λάβαμε κρίθηκε ενδιαφέρουσα.
Πιο συγκεκριμένα, ο Πέτρου εξασφάλισε μία ανάγνωση προσεγμένη στη ρυθμική και εκφραστική της απόδοση, που παράλληλα φώτιζε τη χαρά και την αισιοδοξία της εξαίσιας μουσικής. Τα εκλεκτά μέλη της ΚΟΑ ακολούθησαν πιστά και με ιδιαίτερη προθυμία τον αρχιμουσικό. Όπως έχουμε τονίσει και σε προηγούμενα σημειώματά μας, είναι σημαντικό για την ορχήστρα (όπως εξάλλου και για το κοινό της που διδάσκεται από τις συναυλίες της) να ερμηνεύει παρτιτούρες της λεγόμενης εποχής μπαρόκ παράλληλα με το βασικό της ρεπερτοριακό corpus έργων του δεκάτου ενάτου αιώνα και του εικοστού αιώνα.
Οι τέσσερις σολίστ, Μυρσίνη Μαργαρίτη, υψίφωνος, Sonja Runje, μεσόφωνος, Christian Adam, τενόρος, και Πέτρος Μαγουλάς, βαθύφωνος, τραγούδησαν τις άριές τους με εύηχες καθαρές φωνές, μουσικότητα και ευαισθησία απέναντι στα ζητούμενα της παρτιτούρας. Ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε την τόσο άμεση και άψογα μορφοποιημένη ερμηνεία του Μαγουλά (υπήρξε εκφραστικά επιβλητικός στην ερμηνεία της δημοφιλούς άριας Großer Herr, o starker König, από την Καντάτα αρ. 1), τον οποίον παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, να κινείται πάντοτε με ζηλευτή άνεση, σιγουριά και υφολογική ευστοχία από τον έναν συνθέτη μιας εποχής στον άλλον μιας άλλης, από τον Mozart στον Verdi και πίσω στον Bach. Ευχή μας θα ήταν κάποια στιγμή, στο όχι μακρινό μέλλον, να χαρίσει και ένα Liederabend, αποτελούμενο από ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα συνθέσεων μουσουργών διαφορετικών εποχών και υφολογικών τάσεων, γεγονός που θα του έδινε την ευκαιρία, σε ένα ακόμη πιο προσωπικό πλαίσιο, να αξιοποιήσει και να προβάλει περαιτέρω τις μουσικές, φωνητικές και στοχαστικές του αρετές. Το σουμπέρτιο Χειμωνιάτικο Ταξίδι (Franz Schubert, Winterreise, D 911), με κάποιον κατάλληλο πιανίστα ως συνοδοιπόρο, θα ήταν επίσης ωραία ιδέα.
Η Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων ένωσαν με συνέπεια και, όπου χρειαζόταν, brio, τις φωνές τους για να αποδώσουν τα λαμπρά χορωδιακά μέρη των τριών καντάτων, ωστόσο η απαιτητική αντιστικτική γραφή του Bach φάνηκε σε στιγμές να θέτει κάπως σε δοκιμασία την τεχνική ικανότητα και τονική τους ακρίβεια στερώντας από ορισμένα πολυφωνικά περάσματα την καθαρότητα της μουσικής υφής. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα συνδυάζονται δύο διαφορετικές χορωδίες, ακόμη και όταν είναι επαγγελματικές, σε έργα ανάλογων τεχνικών απαιτήσεων. Τέλος, προβλημάτισαν τα χειροκροτήματα του κοινού, που άκαιρα, σχεδόν μετά από κάθε μέρος των Καντάτων, διέκοπταν την ροή της υπέροχης μουσικής.