Στο πλαίσιο των απολύτως καρποφόρων συμπράξεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) με μεγάλα λυρικά θέατρα και φεστιβάλ του εξωτερικού, παρακολουθήσαμε πρόσφατα (10/10), στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, την ελληνική πρεμιέρα της νέας παραγωγής των δύο σπουδαίων οπερών του Γερμανού μουσουργού Christoph Willibald Gluck (1714-1787), Ιφιγένεια εν Αυλίδι (Iphigénie en Aulide), της πρώτης όπερας που έγραψε ειδικά για το κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας, και Ιφιγένεια εν Ταύροις (Iphigénie en Tauride), οι οποίες παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά αντιστοίχως, το 1774 και 1779, αμφότερες στην Όπερα των Παρισίων (Salle du Palais-Royal).[1]
Το πρόσφατο ανέβασμα υπήρξε συμπαραγωγή της ΕΛΣ, του Φεστιβάλ του Aix-en-Provence (Festival d’Aix-en-Provence, πρεμιέρα στις 3/7/2024) και της Εθνικής Όπερας των Παρισίων (Opéra national de Paris). Την παραγωγή υπέγραφε ο διακεκριμένος Ρώσος σκηνοθέτης, έμπειρος στον χώρο της όπερας, Dmitri Tcherniakov. Ο τελευταίος φωτίζοντας τα διαχρονικά στοιχεία της πλοκής των έργων, μετέφερε τη δράση τους στη σύγχρονη εποχή, βλέποντας τους ήρωες σαν σημερινούς ανθρώπους.
Καίτοι οι όπερες του Gluck προφανώς δεν δημιουργήθηκαν (όπως εξάλλου και οι τραγωδίες στις οποίες βασίστηκαν) με σκοπό να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια μίας βραδιάς, όπως έγινε κατά την πρόσφατη παραγωγή, εντούτοις, η επιλογή αυτή, αποκτούσε ιδιαίτερο νόημα, καθώς το κοινό μπόρεσε να παρακολουθήσει τη συνέχεια της ιστορίας, γεγονός που ο Tcherniakov, υποστήριξε με αξιοσημείωτο τρόπο, μέσα από μία εντελώς επίκαιρη αντιπολεμική σκοπιά. Όπως ο ίδιος αναφέρει, εξετάζει τον τρόπο που η ηρωίδα από θύμα, χρόνια αργότερα, ως ιέρεια του Ναού της Θεάς Αρτέμιδος στην Ταυρίδα, θυσιάζει άλλες ψυχές και γίνεται δήμιος. Έτσι, κατά την πρώτη όπερα παρακολουθήσαμε την προετοιμασία της θυσίας της Ιφιγένειας, η οποία, εν αντιθέσει προς την τραγωδία, εδώ θυσιάζεται τελικά (την βλέπουμε νεκρή πάνω σε ένα τραπέζι-βωμό), ενώ η θεά Άρτεμις παίρνοντας τη μορφή της τελευταίας, ερμηνεύει το μέρος εκείνης.[2] Στη δεύτερη όπερα, πάντα σύμφωνα με την άποψη του σκηνοθέτη, είδαμε μία αναστημένη Ιφιγένεια, εγκλωβισμένη μέσα σε ένα δυσάρεστο περιβάλλον πολέμου, με ταλαιπωρημένα πρόσωπα να περιφέρονται γύρω της. Η ίδια, στο τέλος του έργου, αντί να επιστρέψει στην πατρίδα με τον αδελφό της Ορέστη και τον φίλο του, Πυλάδη, παραμένει πίσω, στο στρατόπεδο, προκειμένου, από ό,τι φαινόταν, να συμπαρασταθεί στους συμπολεμιστές της. Με σχεδόν κινηματογραφική ματιά, ο σκηνοθέτης έπλασε καλά τους ρόλους, δείχνοντας έναν Ορέστη παιδί στην πρώτη όπερα που μετά από είκοσι χρόνια, στη δεύτερη, μεταμορφώνεται σε έναν παρορμητικό και νευρωτικό ήρωα, που ενίοτε διακατέχεται από έντονη επιθετική διάθεση απέναντι στον λατρεμένο φίλο του και στοιχειώνεται από τις τύψεις έχοντας φονεύσει τη μητέρα του. Έτσι, τρόπον τινά, αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάρα των Ατρειδών, μέσα από τη σύγχρονη πολεμική της μεταμφίεση, συνεχίζει να μαστίζει τον κόσμο.
Σε αυτή την άμεση και ρεαλιστική σκηνοθετική του αποτύπωση, ο Tcherniakov, που ήταν υπεύθυνος και για το απέριττο και μινιμαλιστικό σκηνικό που παρουσίαζε το σπίτι, ορθότερα, τον σκελετό του, μέσα στα δωμάτια του οποίου διαδραματίζονταν τα γεγονότα, είχε πολύτιμους συνεργάτες τους Tatiana Werestchagina (δραματουργία), Elena Zaytseval (κοστούμια) και Gleb Filshtinsky (φωτισμοί, εξαιρετικοί και λεπτομερείς), οι οποίοι συνέδραμαν στο εύστοχο και ουσιώδες συνολικό αποτέλεσμα που εκτιμήσαμε.
Η φωνητική διανομή του εν λόγω οπερατικού διπτύχου υπήρξε αναμφισβήτητα εξίσου υψηλού επιπέδου, περιλαμβάνοντας -πραγματικό ευτύχημα!- κάποιους από τους τραγουδιστές που είχαν εμφανιστεί και κατά την καλοκαιρινή παρουσίαση των έργων στη Γαλλία (Festival d’Aix-en-Provence) .
Ειδικότερα, στον ρόλο της Ιφιγένειας, η Αμερικανίδα υψίφωνος Corinne Winters, θαυμάσια στη φωνητική της απόδοση, διακρίθηκε σε κάθε σημείο του μέρους της, πετυχαίνοντας να αναδείξει τον ουμανισμό και τον γενναιόδωρο χαρακτήρα της ηρωίδας που με τόση προσοχή ενσωματώνει στις εκπληκτικές του παρτιτούρες ο μέγας Gluck.
Ως Κλυταιμνήστρα (Ιφιγένεια εν Αυλίδι) την οποία ο Tcherniakov παρουσιάζει ως μία υπέρκομψη και επικίνδυνα ελκυστική κυρία, η Γαλλίδα υψίφωνος και πραγματική ντίβα, γνωστή στο ευρύτερο κοινό από τις βραβευμένες της ηχογράφησεις κυρίως έργων του γαλλικού μπαρόκ αλλά προφανώς, όχι μόνον, Véronique Gens, εισέδυσε στα άδυτα του ρόλου της με τραγικότητα, φωνητική υπεροχή και αφοπλιστική μουσικοθεατρική διάθεση. Ήταν πραγματική εμπειρία να τη θαυμάζει κανείς ζωντανά επί σκηνής, ακόμα και στη δεύτερη όπερα, κατά την οποία δεν τραγουδά και ο Tcherniakov την επαναφέρει ως φάντασμα που πρωταγωνιστεί στους εφιάλτες του Ορέστη: την είδαμε να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να φλυαρεί αμέριμνη και ευδιάθετη στο κινητό της τηλέφωνο, την ώρα που ο γιός της, λερωμένος και ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο, κλείνει τα μάτια του και ξαπλώνει δίπλα της, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα, εκείνη σηκώνεται και καλλωπίζεται, προτού ξαπλώσει εκ νέου· τη στιγμή εκείνη κι ενώ η χορωδία αναφέρεται στο φόνο, σε ένα έξυπνο coup de théâtre, βλέπουμε τον Ορέστη να την πνίγει και να την σκεπάζει με το πάπλωμα. Δεν αργεί, βεβαίως, η στιγμή που η ίδια πετάει το πάπλωμα από πάνω της και συνεχίζει την τηλεφωνική της συνομιλία. Η σκηνή του πνιγμού επαναλαμβάνεται, στο τέλος της οποίας ο ήρωας, πλέον μέσω του οπερατικού κειμένου, ζητά οίκτο.
Ως Αχιλλέας (Ιφιγένεια εν Αυλίδι), o ταλαντούχος Άγγλος τενόρος Antony Gregory, απέδωσε με μοτσάρτια καθαρότητα και ωραία φωνητική γραμμή. Ο Tcherniakov είχε μετατρέψει τον ρόλο σε έναν μάλλον κωμικού χαρακτήρα playboy, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για την Ιφιγένεια· ο τραγουδιστής εκτέλεσε τη σκηνοθετική άποψη με οίστρο.
Το μέρος του Αγαμέμνονα επωμίσθηκε ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ερμηνεύοντας με τη γνωστή του προσοχή στο κείμενο και με πολύ καλά προβεβλημένη φωνή, φωτίζοντας την εσωτερική σύγκρουση που βίωνε ο ήρωάς του, ανάμεσα στην ανθρώπινη αγάπη και την υποχρέωση να ακολουθήσει τη θεϊκή προσταγή. Θυμίζουμε εδώ ότι ο Χριστογιαννόπουλος συνεργάστηκε πρόσφατα με την Gens στην επιτυχημένη δισκογραφημένη ερμηνεία της όπερας Werther του Jules Massenet (1842-1912) και συγκεκριμένα στην εκδοχή της, όπου ο ήρωας του τίτλου ερμηνεύεται από βαρύτονο κι όχι από τενόρο (Bru Zane BZ1056, 2 CDS).[3]
Τους ρόλους των Κάλχα (Ιφιγένεια εν Αυλίδι) και Θώα (Ιφιγένεια εν Ταύροις) επωμίσθηκαν με φωνητικό κύρος και επιβλητικότητα, αντίστοιχα, ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς, επιπλέον με προσεγμένη εκφορά της γαλλικής γλώσσας, και ο Γάλλος βαρύτονος Alexandre Duhamel.
Ο βαρύτονος Διονύσης Σούρπης ως ταλανισμένος Ορέστης (Ιφιγένεια εν Ταύροις) και ο Γάλλος τενόρος Stanislas de Barbeyrac ως Πυλάδης (Ιφιγένεια εν Ταύροις), υπέροχος στην απόδοση της μεγάλης του άριας Unis dès la plus tendre enfance (δεύτερη πράξη), προσέγγισαν τα μέρη τους με ωραίες νεανικές φωνές και με θεατρική αίσθηση. Ωστόσο, οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ, ότι ο σκηνοθέτης, δίχως βεβαίως να αψηφά την προαναφερθείσα αδελφική αγάπη των δύο, ζήτησε από εκείνους, ίσως μέσα στο πλαίσιο της πολεμικής έντασης που επικρατούσε και λόγω της συναισθηματικής φόρτισης του ψυχικά τραυματισμένου Ορέστη, να τονίσουν με έντονο τρόπο μία διάθεση για φιλονικία, η οποία, κατά την άποψή μας, υπήρξε σε στιγμές κάπως υπερβολική (είδαμε εκτεταμένα λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, ενώ σε μία σκηνή, ο Ορέστης κόντεψε να πνίξει τον Πυλάδη) και αποδυνάμωνε το γνωστό, σταθερό όσο και εμβληματικό πνεύμα φιλίας, αγάπης και υποστήριξης που συνδέει τους δύο ήρωες, το οποίο υπογραμμίζεται τόσο από το libretto, όσο και από τη γεμάτη συγκίνηση μουσική του Gluck.
Η ανερχόμενη Ελληνοκαναδή υψίφωνος Σούλα Παρασίδη (Soula Parassidis), γεννημένη και μεγαλωμένη στον Καναδά, που έχει ήδη κερδίσει τις εντυπώσεις του διεθνούς κοινού, άφησε εξίσου θετικές εντυπώσεις στον σύντομο ρόλο της Θεάς Αρτέμιδος (Ιφιγένεια εν Αυλίδι, βλ. υποσημείωση 2, και Ιφιγένεια εν Ταύροις) τραγουδώντας με εκφραστικότητα και τονική ακρίβεια.
Η διανομή συμπληρώθηκε στους μικρότερους ρόλους από τους καλλίφωνους Νικόλαο Ντούρο (Πάτροκλο, Ιφιγένεια εν Αυλίδι), Γεώργιο Παπαδημητρίου (Αρκά, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, και Λειτουργό, Ιφιγένεια εν Ταύροις), Μαρία Μητσοπούλου (Ιέρεια, Ιφιγένεια εν Ταύροις).
Ο Γερμανός αρχιμουσικός Michael Hofstetter, έχοντας στη διάθεσή του την προαναφερθείσα επίλεκτη ομάδα των τραγουδιστών, αλλά και μία πρόθυμη ορχήστρα, όπως και μία προσεγμένη χορωδία, πρότεινε μία σφιχτοδεμένη, υφολογικά εύστοχη[4] και δυναμική (προφανώς επηρεασμένη από τη σκηνοθετική κατεύθυνση), ανάγνωση των δύο αριστουργηματικών παρτιτουρών του υπερπολύτιμου Gluck, του εμβληματικού αναμορφωτή της μορφής της όπερας,[5] οδηγώντας επιτυχώς στην επιφάνεια τις ποιότητες, όπως και τον δραματικό και συναισθηματικό πλούτο τους.
Υποσημειώσεις
[1] Το libretto της Ιφιγένειας εν Αυλίδι είναι γραμμένο από τον François-Louis Gand Le Bland Du Roullet (1716-1786) και βασίζεται στην τραγωδία του Jean Racine (1639-1699), ενώ εκείνο της Ιφιγένειας εν Ταύροις είναι γραμμένο από τον Nicolas-François Guillard και βασίζεται στην τραγωδία του Ευρυπίδη (480 π. Χ. – 406 π.Χ.).
[2] Η πρώτη εκδοχή της όπερας, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Απριλίου 1774, δεν συμπεριλαμβάνει ρόλο για τη Θεά Άρτεμη, ο οποίος, ωστόσο, προστέθηκε στη δεύτερη εκδοχή, που παρουσιάστηκε κατά το αμέσως επόμενο έτος. Σύμφωνα με το libretto της πρώτης εκδοχής, ο μάντης Κάλχας ανακοινώνει την επιθυμία της θεάς.
[3] Η μεταγραφή του πρωταγωνιστικού ρόλου για βαρύτονο έγινε το 1902, από τον ίδιο τον συνθέτη και ειδικά για τον θρυλικό τραγουδιστή Mattia Battistini. Η πρόσφατη ηχογράφηση βασίστηκε σε «ζωντανή» ερμηνεία της όπερας, που είχε δοθεί σε συναυλιακή μορφή κατά το περασμένο έτος (Müpa, Βουδαπέστη, 22/2/2023).
[4] Ο Hofstetter εδώ και χρόνια ασχολείται εκτενώς με ιστορικά ενημερωμένες πρακτικές μουσικής εκτέλεσης.
[5] Ο Gluck, κορυφαίος μεταρρυθμιστής της όπερας, που εισήγαγε καινοτόμες και καθοριστικές αλλαγές στο είδος, γνωστές από την πληθώρα των εκτενών κειμένων που έχουν γραφεί σχετικά, έδωσε πρωτίστως έμφαση στη δραματική ενότητα των έργων ισχυροποιώντας τη σχέση μουσικής και λόγου, κατήργησε τη λεγόμενη aria da capo, ενώ φώτισε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ηρώων του, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους. Η επιρροή της δημιουργικής του σκέψης σε μετέπειτα συνθέτες όπως οι Hector Berlioz (1803-1869) και Richard Wagner (1813-1883) ήταν ουσιαστική.