Μερικές μόνο μέρες μετά από την παρακολούθηση του έξοχου Boris Godunov του Mussorgsky στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στις 9 Ιουλίου είχαμε τη χαρά, στη σκηνή πάντα του ίδιου λυρικού θεάτρου, να παρακολουθήσουμε παράσταση της όπερας Le Nozze di Figaro (Οι Γάμοι του Figaro, KV 492) του Wolfgang Amadeus Mozart.
Ένα από τα πολυαγαπημένα έργα, γράφτηκε το 1786, τρία χρόνια πριν από τη γαλλική επανάσταση, την οποία έμμεσα προαναγγέλλει σε πολλά σημεία του. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά (πιο συγκεκριμένα, στις 1/5/1786) στο Burgtheater της Βιέννης. Το γεμάτο ιδέες libretto του Lorenzo Da Ponte, βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Pierre Beaumarchais, δίνει την ευκαιρία στον Mozart να ξεδιπλώσει τη θεϊκή του έμπνευση με εξαιρετικό τρόπο. Πρόκειται για μια κωμική όπερα, ερωτική, γεμάτη δράση, ίντριγκες, απιστίες και παρεξηγήσεις, όπου μέλη της αριστοκρατίας εμπλέκονται με τους υπηρέτες δημιουργώντας μία πλοκή συναρπαστική.
Η Βασιλική Όπερα, για αυτή την έκτη κατά σειρά αναβίωση της δοκιμασμένης και -κατά κοινή ομολογία- επιτυχημένης παραγωγής του Σκωτσέζου σκηνοθέτη David McVicar, που ανέβηκε για πρώτη φορά το 2006, κατάφερε να εξασφαλίσει μια ζηλευτή διανομή αποτελούμενη από διάσημους λυρικούς καλλιτέχνες διαφορετικών γενεών, όλοι τους με θαυμάσιες ικανότητες.
Ο McVicar απολαμβάνοντας τη συνεργασία του με τους Tanya McCallin (κομψά σκηνικά και πολυτελή κοστούμια) και Paule Constable (φωτισμοί στη βάση τους μελετημένοι, διαυγείς και ατμοσφαιρικοί), έπλασε μια παράσταση γεμάτη σπινθηροβόλο πνεύμα, χιούμορ και γρήγορη κίνηση, μεταφέροντας την πλοκή στις πρώτες δεκαετίας του δεκάτου ενάτου αιώνα. Αυτή η χρονική μετάθεση έγινε με ιδιαίτερο γούστο και γνήσια φινέτσα.
Το κατάλληλο αυτό πλαίσιο ενέπνευσε τους τραγουδιστές να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό.
Πρόκειται για μία πολυπρόσωπη όπερα που βασίζεται στη σωστή συνεργασία των τραγουδιστών. Οι λυρικοί καλλιτέχνες που απολαύσαμε, καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω παράστασης επιβεβαίωναν με κάθε ευκαιρία το θαυμάσιο rapport που είχαν μεταξύ τους. Τα πολλά ensembles, αλλά και οι εξαίσιες άριες ερμηνεύτηκαν επιτυχώς και με την πρέπουσα προσοχή.
Αναλυτικότερα, ο Βρετανός βαρύτονος Simon Keenlyside, επωμίσθηκε το ρόλο του Κόμη Almaviva, τον οποίον έχει επανειλημμένως ενσαρκώσει σε διάφορα μεγάλα λυρικά θέατρα, με αριστοκρατική διάθεση, γνώση της πολυπλοκότητας των συναισθημάτων του ήρωα, μεφιστοφελική, αλλά και γοητευτική διάθεση (λ.χ. κατά την διάσημη άρια Hai già vinta la causa…Vedrò mentr ’io sospiro ). Και φυσικά, με την υψηλών ποιοτήτων οικεία ζεστή φωνή του.
Ως Κόμισσα, η νεαρή Γερμανίδα σοπράνο Julia Kleiter, η οποία με τον ρόλο αυτόν σημείωνε το ντεμπούτο της στη Βασιλική Όπερα, συνδύασε γνώση του μοτσάρτιου ύφους, καλοδουλεμένη τεχνική, ωραία φωνητική γραμμή και αίσθημα. Πόσο ονειρεμένα μελαγχολική και με τι καλοστημένο legato υπήρξε στην άριά της (ορθότερα, cavatina) Porgi, amor από τη δεύτερη πράξη, κατά την οποία η ηρωίδα μελαγχολεί διαισθανόμενη ότι ο Κόμης δεν την αγαπά πλέον.
Ο διάσημος όσο και πολύηχογραφημένος Γερμανός βαρύτονος Christian Gerhaher με καθαρότατη άρθρωση του κειμένου, προσοχή στις συναισθηματικές λεπτομέρειες του ρόλου και φανερή σκηνική άνεση, χάρισε έναν όντως λαμπρό όσο και σε στιγμές, τρυφερό Figaro. Η εμπειρία του από τον κόσμο του Lied είχε πολλά να προσφέρει, όπως ένα μουσικότατο φορμάρισμα του ρόλου και πρωτίστως προσοχή στις διαφοροποιήσεις δυναμικής.
Η όμορφη Αμερικανίδα σοπράνο Joélle Harvey πρότεινε μια ελκυστική και κατάλληλα νεανική Susanna, γεμάτη κίνηση και χαριτωμένη διάθεση.
Η Βρετανίδα μέτζο Diana Montague, που έχει χαρίσει πολλές θαυμάσιες ηχογραφήσεις κυρίως έργων της εποχής μπαρόκ, υπήρξε άμεση και επιβλητική ως Marcellina.
Ο Dr Bartolo (προστάτης της Κόμισσας πριν από τον γάμο της) του Ιταλού μπάσου Maurizio Muraro κρίθηκε απολαυστικός στην κακεντρεχή έκφρασή του και στον έξυπνο χρωματισμό των λέξεων του κειμένου (λ.χ. άρια, La Vendetta, oh, la vendetta, από την πρώτη πράξη).
Ο ρόλος του νεαρού Cherubini ανατέθηκε κατ΄ εξαίρεση, όχι σε μέτζο, αλλά σε κόντρα τενόρο: ο Κορεατοαμερικανός Kangmin Justin Kim έδωσε έναν γνήσιο εφηβικό τόνο στον ρόλο τραγουδώντας με αυθόρμητη διάθεση, σωστή τεχνική και στέρεες χαμηλές νότες, ειδικά τις άριές του (λ.χ. Non so piú της πρώτης πράξης). Με τον ρόλο αυτόν, ο νεαρός λυρικός καλλιτέχνης ντεμπουτάριζε στη Βασιλική Όπερα.
Εύστοχος και μουσικά εκλεπτυσμένος κρίθηκε ο Don Basilio του Γάλλου τενόρου Jean–Paul Fouchécourt.
Την πολυτελή διανομή συμπλήρωσαν επιτυχώς οι Alasdair Elliott (Don Curzio), Yaritza Véliz (Barbarina) και Jeremy White (Antonio).
Η Χορωδία της Βασιλική Όπερας τραγούδησε με ωραίο μουσικό οίστρο.
Η ορχήστρα του λυρικού θεάτρου για άλλη μια φορά ξεχώρισε παίζοντας τη μουσική του αθάνατου Mozart με αγάπη, εκλέπτυνση και brio.
Θα υπογραμμίσουμε ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης εξασφαλίστηκε χάρη στον διάσημο Βρετανό αρχιμουσικό John Eliot Gardiner, μέγα connoisseur του μοτσάρτιου σύμπαντος, ο οποίος πρότεινε μία ανάγνωση γεμάτη φρεσκάδα, γοργές ταχύτητες, ρυθμική ακρίβεια και μουσική λαμπρότητα. Ανέδειξε με νόημα και γνώση τις χαρούμενες, αλλά και τις πιο σκοτεινές πτυχές της παρτιτούρας, στα καίρια εκείνα σημεία που κάνουν την εμφάνισή τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν γίνει αναφορές σχετικά με τη δύσκολη όσο και τεταμένη σχέση του μαέστρου αυτού με τις ορχήστρες που διευθύνει, λόγω του κάπως απότομου τρόπου με τον οποίον μερικές φορές προσεγγίζει τους μουσικούς και κυρίως λόγω του ενίοτε αιχμηρού ύφους του. Εντούτοις, τα μουσικά αποτελέσματα είναι πάντα τόσο άρτια, που ίσως κανείς οφείλει να παραβλέπει κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα του.
Αναφέρουμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση μεταδόθηκε “ζωντανά” (αγγλ. live) και προβλήθηκε μέσω του YouTube, μέσω του ιστότοπου (αγγλ. website) Opera Vision και μέσω μιας τεράστιας οθόνης που είχε τοποθετηθεί στην κεντρική πλατεία Trafalgar του Λονδίνου. Είμαστε βέβαιοι ότι το κοινό που την παρακολούθησε στις οθόνες, θα τη χάρηκε όσο και εμείς που είχαμε την τύχη να την απολαύσουμε μέσα στο εξαίσιο λυρικό θέατρο.
Το εκτενές finale της όπερας, που αποτελεί ύμνο στην υψηλή αρετή της Συγχώρεσης, υπήρξε πραγματικά συγκινητικό σφραγίζοντας μία απολύτως αριστουργηματική παράσταση.