τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.
Εἰκοστό έκτο 2013.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΣΠΟΥΔΗ τῶν ἐλαχίστων ἐπὶ τούτῳ τεταγμένων, σήμερα ἀσφαλῶς λιγότερο καχεκτικῶν ἀπὸ ἄλλοτε, μουσικῶν μας θεσμῶν, νὰ συμμετάσχουν στὸν παγκόσμιο πανηγυρισμὸ γιὰ τὴ συμπλήρωση 200ετίας ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ ΡΙΧΑΡΝΤ ΒΑΓΚΝΕΡ (1813-1883), θυμόμουν τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ εἶχεν ἀφήσει μιὰ ἐπιφυλλίδα τοῦ θεμελιωτοῦ τοῦ Ἐθνικοῦ Θεάτρου, ὄχι μόνον μεγάλου σκηνοθέτου ἀλλὰ καὶ κριτικοῦ, Φώτου Πολίτη (1890-1934). Δυστυχῶς δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀναζητήσω ἀκόμη στὴν ἐν μέρει συσκευσμένη σὲ κιβώτια, λόγῳ προσφάτου μετακομίσεως, βιβλιοθήκη μου: νομίζω πὼς περιλαμβάνεται σὲ ἀνθολογία κειμένων του ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ἐκδόσεις Γαλαξίας―σήμερα συλλεκτικὰ ἀντικείμενα. Μὲ ἀφορμὴ τὸν παγκόσμιο ἑορτασμὸ ἀνάλογης ἐπετείου μορφῆς τοῦ θεάτρου πρὸζας (λησμόνησα ποιᾶς…) ἰσόκυρης πρὸς τὸ Βάγκνερ, χλεύαζε τὴ σουσουδίστικη βιασύνη τῶν τότε Νεογραικύλων νὰ «συμμετάσχουν» στὶς ἐκδηλώσεις καίτοι, ὅπως τεκμηρίωνε, ὁ τιμώμενος τοὺς ἦταν τόσο ἄγνωστος, ὅσο καὶ ὁ Βάγκνερ στὰ τότε ὅσο καὶ σημερινά μας ἠμίμουσα ἀκροατήρια. Καὶ ἀλήθεια, πόσοι, πλὴν ἐλαχίστων ἐπαϊόντων, γνωρίζουν σὲ βάθος, τὸ «μείζονα» Βάγκνερ τῆς Τετραλογίας τοῦ «Δαχτυλιδιοῦ τῶν Νυμπελοῦνγκεν», τοῦ «Τριστάνος καὶ Ἰζόλδη», τῶν «Ἀρχιτραγουδιστῶν τῆς Νυρεμβέργης», δὲν ἀναφέρουμε κἂν τὸν «Πάρσιφαλ». Ἕλληνες βαγκνερίστες ἀοιδοὶ, πλὴν ὅσων ἔχουν ἑρμηνεύσει ρόλους στὸ ἐξωτερικό, δὲν ὑπάρχουν, καὶ οἱ δύο πιὸ πρόσφατες διδασκαλίες ποὺ θυμοῦμαι, ἀμφότερες στὸ Ἡρώδειο, τοῦ «Τριστάνος καὶ Ἰζόλδη» (1983, Κρατικὴ Ὄπερα Ἀνατ. Βερολίνου) καὶ τοῦ «Χρυσοῦ τοῦ Ρήνου» (1999, Λυρική) ἀτύχησαν: ἡ πρώτη λόγῳ τῆς ξενέρωτης καὶ ἀνέραστης διευθύνσεως τοῦ ἀρχιμουσικοῦ Otmar Suitner (1922-2010), ἡ δεύτερη λόγῳ τρισηλι-θίως «ἐκσυγχρονιστικῆς» σκηνοθεσίας κάποιου ἀπὸ τὰ μόγγολα ποὺ μονίμως πιὰ, ὅπως ἀκούω, φιλοξενοῦν στὸ Μπαϋρώϋτ, ἤδη περιελθὸν στὶς ἄμουσες δισεγγονοῦλες τοῦ Βάγκνερ: θὰ τρίζουν τὰ ἱερὰ ὀστᾶ του στὸ μνῆμα τῆς βίλλας Wahnfried.
Ὡστόσο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἔτσι ἔχουν παρ’ ἡμῖν τὰ βαγκνερικά, εἶναι ἄξιος θερμοτάτων συγχαρητηρίων ὁ καλλιτεχνικὸς διευθυντὴς καὶ ὑπεύ-θυνος προγραμματισμοῦ τῆς ΚΟΑ Βασίλης Χριστόπουλος, γιὰ τὴν ἰδέα του νὰ παρουσιάσει σὲ συναυλιακὴ μορφὴ τὴν α΄ τῶν τριῶν πράξεων τῆς «Βαλκυρίας», δευτέρου ἔργου της Τετραλογίας. Ὅσο καὶ ἂν, ἐν προκειμένῳ, τὸ ἐγχείρημα ἦταν τεχνικῶς εὔκολο, ἐπειδὴ ἐπὶ σκηνῆς ἐμφανίζονται μόνον 3 πρόσωπα (Siegmund, Sieglinde, Hunding), ἡ θριαμβευτική του ἐπιτυχία ἀποκαλύπτει τὴ δυνατότητα παρουσιάσεως ἀπὸ τὴν Κρατική, ἔστω σὲ συνέχειες καὶ σὲ περισσότερες τῆς μιᾶς καλ-λιτεχνικῆς περιόδου, ὅλης τῆς «Τετραλογίας», ἴσως ἀκόμη τοῦ «Τριστάνου» καὶ τῶν «Ἀρχιτραγουδιστῶν». Βεβαίως ὑπάρχουν πράξεις μὲ ἐνεργότατη συμμετοχὴ τῆς χορῳδίας καὶ ἐπὶ σκηνῆς περισσότερα τῶν 3 προσώπων. Ἀλλ᾽ ἡ μὲν χορῳδία ἔχει ἄφθονο χῶρο στὸ Μέγαρο, τὸ δὲ πολυπρόσωπο, μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ κατὰ περίπτωση. Φυσικά αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι κάποτε εὔκολο: στὶς πλεῖστες ὅμως (ἂν ὄχι ὅλες…) περι-πτώσεις εἶναι ζήτημα μυαλοῦ καὶ εὑρηματικότητος, ποὺ ὁσοδήποτε ἀτί-μητα δὲν ἀποτυμῶνται σὲ χρῆμα…
Τὶς σκέψεις αὐτὲς ἐνθάρρυνε καὶ ἡ ἀσφυκτικὰ κατάμεστη αἴθουσα. Ὑπάρχει ἆρα καὶ ἐνδιαφέρον καὶ κοινὸ γιὰ τὸ Βάγκνερ, πρᾶγμα ἄκρως εὐχάριστο. Σχολιάζουμε λοιπὸν τὴν ἐκδήλωση, ἀπὸ τὶς λυτρωτικότερες ἐμπειρίες μας στὴν Κρατική, ἐπιση,αίνοντας τὸ ὅτι ἢταν φυσικὸ νὰ δοθεῖ περισσότερος χρόνος δοκιμῶν στὴ «Βαλκυρία» καὶ ὄχι στὰ δύο σύντομα καὶ γνωστὰ προανακρούσματα.
1) ΒΑΓΚΝΕΡ: Πρελούντιο (ὄχι…Εἰσαγωγὴ, ὡς ἐπέμενε τὸ πρόγραμμα) α΄ πράξεως ἀπὸ τὴν ὄπερα «Λόενγκριν» (α΄, ἐκτ. ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Λίστ, Βαϊμάρη, 28.8.1850, 99η ἐπέτειο τῶν γενεθλίων τοῦ Γκαῖτε!). Χαρήκαμε τὸ εὔροο, συμμετρικότατο κορύφωμα ἀπὸ τὸ ἐναρκτήριο «ἄκτιστον φῶς» τῶν βιολιῶν στὶς ψηλότερες περιοχὲς πρὸς τὴ ρωμαλεότερη δυναμικὴ ἑνὸς συνθετικοῦ στοχασμοῦ, ἐσαεὶ ἀνεπανάληπτου στὰ παγκόσμια μουσικὰ χρονικά.
2) ΒΑΓΚΝΕΡ: Εἰσαγωγὴ ἀπὸ τοὺς »Ἀρχιτραγουδιστὲς τῆς Νυρεμ-βέργης» (1862-67, α΄ ἐκτ. Μόναχο, 21.6.1868). Τεχνικὰ ἄκρως ἀξιέ-παινη ἀνάγνωση, καίτοι μὲ περιττὴ ἐπιτάχυνση τοῦ «τέμπο» μουσικῆς ἀπὸ μόνης της εὔροης, καὶ μὲ λεπτούργηση τῆς ἀντιστικτικῆς γραφῆς ποὺ ἀπέδιδε μὲν τὰ φύλλα… ἐξαφανίζοντας τὸ δάσος. Φίλος μὲν Πλάτων, φιλτέρα δὲ ἀλήθεια: τὴν ἔχουμε ἀκούσει στὴν ΚΟΑ πολὺ πιὸ ἀνάλαφρα ἀπὸ Ἕλληνα ἀρχιμουσικό.
3) ΒΑΓΚΝΕΡ: α΄ πράξη ἀπὸ τὴ «Βαλκυρία» (1852-56, α΄ ἐκτ. Μόναχο, 26.6.1870), δεύτερην ὄπερα τῆς Τετραλογίας «Τὸ Δαχτυλίδι τῶν Νιμπελοῦνγκεν» (α΄ ἐκτέλεση ὅλου τοῦ κύκλου, ὑπὸ τὸν ἀρχιμουσικὸ Χὰνς Ρίχτερ, Μπάϋρωϋτ, 14.8.1876). Ἀναμφισβήτητα, τολμῶ νὰ πῶ, ἡ ὡραιότερη, ὡριμότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη ἐμφάνιση τοῦ Βασίλη Χριστόπουλου ὡς ἀρχιμουσικοῦ: ἄψογη καθαρότητα ὀρχηστρικῆς πολυ-φωνίας ρέουσας μὲ ἀξιοθαύμαστη νοηματικὴ διαφάνεια, ποὲ ἀναδείκνυε τὴ λειτουργικότητα τῶν ἐξαγγελτικῶν μοτίβων (γερ. Leitmoriv), γενικὰ ἀφομοίωση εἰς βάθος τῶν ἰδιαιτεροτήτων γραφῆς καὶ προσωπικότατου ὕφους. Τρεῖς, φωνητικά βελούδινοι, μουσικὰ καὶ ἑρμηνευτικὰ ὑπέροχοι βαγκνερίστες, ἡ σοπράνο Yvonne Naef (Ζήγκλιντε…μελαχροινή), ὁ τενόρος Christian Elsner (Ζήγκμουντ) καὶ ὁ βαθύγωνοε Reinhard Hagen κυριολεκτικὰ ἔπαιζαν τοὺς ρόλους τους, ὑπαγορεύοντας τὴ σκέψη
ὅτι στὸ Βάγκνερ ἡ σκηνικὴ διδασκαλία ὄχι σπάνια περιττεύει. Ἡ ἴδια ἡ μουσικὴ εἶναι καὶ σκηνοθεσία. Δὲ χρειαζόταν κἂν νὰ «βλέπουμε» τὸ Ζήγκμουντ νὰ βγάζει ἀπὸ τὴ βελανιδιὰ ὅπου ἦταν καρφωμένο τὸ σπαθὶ Nothung, προωρισμένο γιὰ ἕνα μόνον ἥρωα, ὅπως τὸ τόξο τοῦ Ὀδυσσέα στὴν «’Οδύσσεια». Ἄφογη μετάφραση ὑπερτίτλων: Ἰωάννα Μεϊτάνη. Ξανά θερμότατα συγχαρητήρια καί, εὐχόμαστε καὶ ἐλπίζουμε…καλὴν ἀρ-χή! (Αἴθουσα ΧΔΛ, 18.10.2013).