Μυστήριο ανατρεπτικού χιούμορ

της Χριστίνας Κόκκοτα
φιλολόγου-θεατρολόγου

            Όταν ο κορυφαίος θεατράνθρωπος Ντάριο Φο πρωτοπαρουσίαζε στα τέλη της πολυτάραχης για την ιταλική ιστορία δεκαετίας του ’60 το πολύκροτο έργο του «Mistero Buffo» (Γελοίο Μυστήριο), στόχευε ευφυώς στη σύνδεση της μακράς παράδοσης των μεσαιωνικών γελωτοποιών (τζιουλλάρι) με τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του μέσα από τη δύναμη του δαιμόνιου και ανατρεπτικού γέλιου.   

Θεωρώντας τον εαυτό του μακρινό απόγονο εκείνων των αθυρόστομων τρελλών του Μεσαίωνα, που αξιοποιούσαν τη λαϊκή οργή για να την ανατροφοδοτήσουν με αυτοσχεδιαστικό κέφι στις πλανόδιες παραστάσεις τους, παρά τις σκληρές διώξεις των ενοχλημένων φεουδαρχών του καιρού τους, γράφει μια σειρά από θεατρικούς μονολόγους, βασισμένους στα μεσαιωνικά πρότυπα, που συναποτελούν το σπονδυλωτό σώμα του Mistero Buffo.

Με όπλο όχι το εύπεπτο αλλά το πονηρό και ευθύβολο χιούμορ ξεσκεπάζει σ’ αυτή την βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας σύνθεσή του τις αδικίες και τις ανισότητες, που παρήγαγε η καταχρηστική άσκηση της μεσαιωνικής εξουσίας εις βάρος των απλών και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Η αναγωγή του μακρινού παρελθόντος στην εμπρηστική πραγματικότητα της Ιταλίας του ’60 και του ’70 αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση, γι’ αυτό και η δεύτερη παρουσίαση του έργου από την τηλεόραση το 1977 – γεγονός που πολλαπλασίασε τη διείσδυσή του στην κοινή γνώμη – προκάλεσε την αντίδραση του Βατικανού, που το χαρακτήρισε βλάσφημο και κινητοποίησε τα αντανακλαστικά των ακροδεξιών κύκλων της εποχής.

Κάτω από τη μύτη συντηρητικών και αντιδραστικών εξουσιαστικών μηχανισμών «ο γελωτοποιός» Ντάριο Φο είχε καταφέρει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα υπονόμευσής τους, απαντώντας στη στρατηγική έντασης που σκόπιμα καλλιεργούσαν οι ιταλικές αρχές.

Στους μονολόγους του Mistero Buffo ο ιταλός δραματουργός διατηρεί τη θρησκευτική θεματολογία των Μεσαιωνικών Λειτουργικών Δραμάτων, που είχαν ως σημείο αναφοράς τους μεγάλους σταθμούς της ζωής του Χριστού (Γέννηση, Σταύρωση, Ανάσταση), ουσιαστικά όμως και κατά βάθος την ανακατασκευάζει, προσθέτοντας το δικό του αιχμηρό σχόλιο και δίνοντας τις δικές του προεκτάσεις προκειμένου να υπηρετηθεί ο στόχος του θεάτρου του. Ενός θεάτρου, που επιδιώκει τη συνειδητοποίηση του θεατή και την ενεργοποίησή του ως πολίτη μέσα από την πρόκληση και την αναταραχή των ιδεών, κατά τα οραματικά πρότυπα της γενιάς του Μπρεχτ, με την πεποίθηση ότι μόνο μέσα από τη γνώση της πραγματικότητας μπορεί ο κόσμος να αλλάξει.

Όταν ο γελωτοποιός του «Mistero Buffo» απευθυνόμενος στο κοινό λέει χαρακτηριστικά «Κοιτάξτε τη γλώσσα μου πως γυρίζει. Μοιάζει με μαχαίρι…. Από δω και πέρα η γλώσσα μου θα τρυπάει και θα καθαρίζει σαν μαχαίρι, θα ξαναδώσει το δικαίωμα στο γέλιο», υπογραμμίζει βαθύτερα τη στοχοθεσία της δραματουργίας του Ντάριο Φο, την ανάδειξη, δηλαδή, της σκληρής πραγματικότητας με εργαλείο μια καυστική και δεικτική γλώσσα που δεν χαρίζεται, δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν λειαίνεται χάρη σκοπιμοτήτων.

Σε ατμόσφαιρα απόλυτης σκηνικής λιτότητας – με μοναδικό σκηνικό αντικείμενο το πολύχρωμο κουδουνάτο καπέλλο των γελωτοποιών του μεσαίωνα να παραπέμπει στην εποχή που διαδραματίζεται το έργο και να σηματοδοτεί τη μπουφόνικη ιδιότητα των ρόλων – ο Θωμάς Μοσχόπουλος έδωσε προβάδισμα στο κοφτερό λόγο του ιταλού συγγραφέα και στην ερμηνεία των ηθοποιών.

Κι αυτοί με τη σειρά τους, ευέλικτοι και ευλύγιστοι «υποκριτές» (Αργύρης Ξάφης, Άννα Μάσχα, Άννα Καλαϊτζίδου, Θάνος Τοκάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου) με κινησιολογική αφήγηση, στην οποία ενσωμάτωσαν στοιχεία μιμικής του προσώπου και του σώματος αλλά και με αυτοσχεδιαστική διάθεση – όπως υπαγορεύει η υποκριτική παράδοση των λαϊκών παλιάτσων – υποστήριξαν τους μονολόγους του Ντάριο Φο με ετοιμότητα και ακατάπαυστη σκηνική ενέργεια, αποσπώντας το αυθόρμητο αλλά όχι εύπεπτο γέλιο του κοινού.

Μια ευτυχής και επίκαιρη μετάκληση της Θεατρικής Ομάδας «Επτάρχεια» από το ΔΗΠΕΘΕ της Πάτρας.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ» (20/10/2013)

Η Χριστίνα Κόκκοτα γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Θεατρολογία στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Γράφει κριτική θεάτρου από το 1992. Κείμενά της φιλολογικού και θεατρικού περιεχομένου αλλά και ευρύτερου προβληματισμού έχουν δημοσιευθεί στις εφημερίδες Πελοπόννησος και Τα Νέα και στα περιοδικά Αχαϊκά και Πολύπτυχο. Έχει χρηματίσει μέλος του Δ.Σ. του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πατρών, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Φεστιβάλ «Θεσμός Αρχαίου Δράματος», κριτικών επιτροπών στους Πανελλήνιους Πολιτιστικούς Μαθητικούς Αγώνες. Είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού Αχαϊκά. Από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ (συλλογή θεωρητικών θεατρικών κειμένων) και το 2012 το βιβλίο της ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ι. ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ από τις εκδόσεις ΠΑΝΟΣ.