τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.
Εἰκοστό δεύτερο 2013.
ΙΔΟΥ ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΣΥΠΟΓΡΑΦΩ ἐνστάσεις ἐκλεκτῶν συναδέλφων γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς «Μπαττερφλάϋ» τοῦ Πουτσίνι (κείμ. Giuseppe Giacosa-Luigi Illica, «πρώτη»: Σκάλα Μιλάνου, 17.2.1904) ὡς β΄ φετινῆς παρουσίας τῆς Λυρικῆς στὸ Ἡρώδειο:
1) Φέτος ἑορτάζονται παγκοσμίως οἱ 200ετίες ἀπὸ τὴν γέννηση τῶν Βάγκνερ (ἡ Λυρικὴ μετέσχε μὲ τὸν «Ἱπτάμενο Ὁλλανδὸ») καὶ Βέρντι ποὺ ἀγνοήθηκε πλήρως: ἀντὶ ξανὰ Πουτσίνι χάθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς λιγότερο γνωστὲς, ἱστορικὲς ὄπερες τοῦ Βέρντι, συχνότατα λυρικὰ ἀδαμαντωρυχεῖα;
2) Ἡ «Μπαττερφλάϋ» εἶναι οὐσιαστικὰ ὄπερα δωματίου, ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιὰ τὴν ἀνοικονόμητη καὶ ἀντιπαθέστατη ἠρωδειακὴ πασσαρέλα, σπαζοκεφαλιά παντὸς σκηνοθέτου.
3) 8 μόλις χρόνια (Μάρτιος 2005) πέρασαν ἀπὸ τὴν ἀλησμόνητη σκηνοθεσία της τοῦ Νίκου Πετρόπουλου καὶ 3 ἀπὸ τὴν ἐπανάληψή της (αἴθουσα Τριάντη, 2010) διαφορετικότατα ἰαπωνικότατη ἐκείνης τοῦ Χοῦγκο Ντέ Ἄνα, πάντως σκηνοθέτου ἀξιολόγου καὶ ὁμοίως ἰαπωνογνώστου.
Μόνο πλεονέκτημα μιᾶς διδασκαλίας ἀφόρητα ἀγχώδους, τὸ εἰσπρακτικό. Παρακολούθησα τὴν τελευταία 4 συνολικὰ παραστάσεων σὲ ὑπερπλῆρες θέατρο 5000 θέσεων: σημαντικότατο σὲ ἐποχὲς ἰσχνοτάτων ἀγελάδων πλὴν ὄχι ἀποστομωτικὸ δικαίων ἐνστάσεων. Ὁλιγάριθμο ἴσως γιὰ…«πρωτεύουσα» 5.000.000, διαθέτουμε ὁπωσδήποτε κοινὸ ὀπερομανῶν ποὺ σίγουρα θὰ τιμοῦσε ὁμοίως καὶ κάθε λιγότερο γνωστὸ Βέρντι.
Μὲ τὸ σκηνοθέτη Χοῦγκο ντὲ Ἄνα, εὑρισκόμενο τότε στὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ τὸ Μέγαρό της ἐπέλεξε ὡς σκηνοθέτη τῆς ἐμβληματικῆς «Ρέας» τοῦ Σαμάρα στὴν περιβόητη «Πολιτιστικὴ Ὀλυμπιάδα» 2004, εἶχα (μέσα 2003) ἠμίωρη τηλεφωνικὴ συνδιάλεξη γιὰ τὴν ἱστορικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου: μὲ καταγοήτευσαν ἡ παιδεία καὶ ἐπαγγελματικότητά του. Συμφωνήσαμε διὰ ζώσης συνάντησή μας ἀρχὲς Δεκεμβρίου. Δυστυχῶς ἐντολῇ τοῦ τότε ὑπουργοῦ Πολιτισμοῦ, χειμαρρωδῶς λαϊκιζούσης εὐγλωττίας, ἡ σκηνικὴ παρουσίαση τῆς παγκοσμίως μοναδικῆς ὄπερας μὲ θέμα τὴν ἀναβίωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων, ματαιώθηκε: τὸ ἔργο παίχθηκε σὲ συναυλιακὴ μορφή. Ἔτσι οὔτε τότε, οὔτε πέρυσι (ἔχασα τὴν «Τόσκα» του λόγῳ ἀσθενείας) εὐτύχησα νὰ γνωρίσω τὸν σκηνοθέτη ἢ ἐργασία του.
Στὴ «Μπαττερφλάϋ», ὁ ντὲ Ἄνα, ὑπέγραφε σκηνοθεσία, σκηνικὰ καὶ κοστούμια. Ἐπὶ μέρους παρατηρήσεις δὲν μειώνουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς θηριώδους πασσαρέλας: ἀντὶ ἑνὸς, τρία μικρὰ ἰαπωνικὰ δωμάτια-σπιτόπουλα ἀναποφεύκτως ἀπέχοντα ἀρκετὰ ἀλλήλων. Στὸ φόντο ἀδιάλειπτες προβολὲς «ζωντανεμένων» ἰαπωνικῶν μοτίβων, ὅπως, ἀρχικά, τέσσερα πελώρια κόκκινα ἰδεογράμματα (ἰαπ. kanji), χρῶμα ποὺ θύμιζε μᾶλλον Κίνα, χαρακτικὰ (ἰαπ. ukiyoe), ὅπως τὸ «Μεγάλο Κῦμα», γνωστότερο ἔργο τοῦ τρισμέγιστου χαράκτου Χοκουσάϊ (1760-1849), πού ἐδῶ ζωντάνεψε σὲ τσουνάμι, καὶ ἄλλα κάπως δυτικίζοντα μοτίβα (ἱπτάμενες πεταλοῦδες, λουλούδια κ.λπ.), ὀχληρὰ ὑπερμέγεθες ἀμερικανικὸ πολεμικὸ μὲ πελώρια ἀστερόεσσα, ποὺ διασχίζει ἀρκετὴ ὥρα τὴν ὀθόνη-φόντο κ.λπ. Ζωηρότερα ἐνιστάμεθα γιὰ τὰ ἰαπωνικὰ κοστούμια. Ἡ ἀρχαιότερη πηγὴ τοῦ ἔργου «Ἡ Κυρία Χρυσάνθεμο» τοῦ Λοτί, ἐκδόθηκε τὸ 1887, ὅταν κάλπαζε πιὰ ὁ ἐκδυτικισμὸς τῆς Ἰαπωνίας: τὸ 1904, μόλις μετὰ 17 χρόνια, ἡ Ἰαπωνία τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορα Μέϊτζι, κατατρόπωνε τὴν τσαρικὴ Ρωσία. Ἡ περίλαμπρη ἐποχὴ Μέϊτζι εἶχε ἤδη ἀρχίσει, 3 Ἰαν. 1868.
Τὰ κοστούμια τοῦ Χοῦγκο ντὲ Ἄνα, πήγαιναν δεκαετίες πιὸ πίσω, στὴν ἐποχὴ τῶν «σογκούν» (shôgun=στρατηγοί-πρωθυπουργοὶ ὑποσκελίσαντες τὴν αὐτοκρατορικὴν ἐξουσία) τῆς οἰκογενείας Τοκουγκάβα, δηλαδὴ στὰ 268 χρόνια (1600-1868) αὐταποκλεισμοῦ τῆς Ἰαπωνίας, Σοφότατα μισανοιγμένο, γιὰ νὰ παρακολουθοῦν τὸ λοιπὸ κόσμο, ἦταν τὸ Ναγκασάκι, ὅπου έκτυλίσσεται τὸ ἔργο. Ἀντρικὰ «κιμόνο», κομμώσεις, ξίφη κ.λπ. ἀνέπεμπαν εὐθέως στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποκλεισμοῦ καὶ τῶν κοστουμιῶν τοῦ θεάτρου Καμποῦκι, ποὺ θριάμβευε τότε. Διαφωνοῦμε μὲ τὰ κοστούμια τῶν θείου Μπόνζο καὶ πρίγκιπα Γιαμαντόρι, ἐπίδοξου μνηστῆρα τῆς ἡρωΐδας: ὄχι ἁπλῶς παραδοσιακά (καμμία ἔνσταση!). ἀλλὰ μὲ χαῖτες λιονταριῶν, λευκὴ γιὰ τὸν πρῶτο, κόκκινη γιὰ τὸ δεύτερο, θύμιζαν κραυγαλέα Καμποῦκι ἢ ἐξωθεατρικοὺς χοροὺς λ.χ. shishiodori (χορὸς λιονταριοῦ). Ὅπως διαφωνοῦμε μὲ τὸν πελώριο ξυλοπόδαρο «θεῖο Σάμ», τὴν ἰαπωνικὴ σημαία (ὁ 16κτινος κόκκινος ἥλιος, ἦταν μόνο σημαία ναυτικοῦ: κυρίως σημαία ἦταν ἔκτοτε ἡ σημερινὴ Νisshoki ἢ κοινῶς Hinomaru, ἐπισήμως ἀπὸ τὸ 1885: κόκκινος ἥλιος σὲ λευκὸ φόντο) καὶ τὴν ἀντισεξουαλικότατη ἐμφάνιση τῆς Καίητ (ἀμερικανίδας συζύγου τοῦ Πίνκερτον): ἀγνώριστη ἡ ἀτυχὴς Μαρισία Παπαλεξίου, ὡς κοκκινομάλλα ξυλόκοτα μὲ θαλασσὶ φουστάνι ποὺ περιέργως δὲν ἔφθανε οὔτε στὸν ἀστράγαλο.
Δὲν χρειάζονταν σκηνοθέτη γιὰ νὰ καταυγάσουν φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικὰ τὰ τρία ἀστέρια τῆς παραστάσεως: συγκλονιστικὴ φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικὰ Τσό-τσό-σὰν ἡ Τσέλια Κοστέα, θησαυρὸς γιὰ τὴ Λυρική, καὶ ἀντάξιοί της ἡ Σουζούκι (Suzuki, κοινότατο ἰαπωνικὸ ἐπώνυμο, βάρβαρα ἐξιταλισμένο σέ…«Σουτζούκι») τῆς Ὀλέσυα Πέτροβα, καὶ ὁ βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης: φωνὴ βελούδινη καὶ καλομελετημένη ἠθοποιΐα ἀνέδειξαν λεπτότατες ἀνθρώπινες ἀποχρώσεις χαρακτῆρος τοῦ ἀγαθοῦ προξένου Sharpless. Οἱ ὑπόλοποι διεκπεραίωσαν ρόλους φωνητικὰ καὶ ὑποκριτικὰ ἐντίμως ἢ ἀνεκτά. Πλὴν τοῦ τενόρου Λουτσάνο Γκόντσι: παχουλὸς Πίνκερτον, παντοιοτρόπως ἄχρους, ἄοσμος καὶ ἄγευστος ἁπλῶς ἐπικεντρώθηκε στὴν πλευρὰ «ἀμερικανὸς τσόγλανος» τοῦ ρόλου. Οἱ ἄλλοι, ὅπως καὶ ὁ Ἀγαθάγγελος Γεωργακάτος (διεύθυνση χορῳδίας) ἀξίζουν ὁπωσδήποτε εὔφημο μνεία: Ἀλεξανδρόπουλος (προξενητὴς Γκόρο, κάπως ἰσχνὸς φωνητικά, σὲ ρόλο ὄχι τόσο ἔντονα «χαρακτῆρος» ὅπως ἀποδόθηκε), Βελισσάριος (πρίγκιπας Γιαμαντόρι), Τάσος Ἀποστόλου (Μπόνζο, μέ τέτοιο κοστοῦμι ὑποκριτικὰ ἀναπόφευκτα ὑπερερμηνευμένος) καὶ σὲ μικρότερους ρόλους Σαλάτας, Σαμψάκης, Κολυδᾶς, Αὐλωνίτη, Κωφοῦ, Χατζιδάκη κ.ἄ.
Μὲ ἐσωτερικότητα μουσικῆς δωματίου, δυναμικὸ φάσμα μεταξὺ πιανισσίσιμο καὶ μέτζο φόρτε, ἐλάχιστα φόρτε ἢ φορτίσσιμι, ἡ διεύθυνση ὀρχήστρας (Μύρων Μιχαηλίδης) εἶχε νοηματικὴ καθαρότητα σχεδὸν μοτσάρτεια: φώτιζε ἰκανοποιητικότατα τὴν κυκλοφορία καὶ μουσικὴ λειτουργία θεμάτων καὶ μοτίβων στὴν παρτιτούρα, δίχως ὅμως σκηνικότητα ἢ δραματικότητα: μονωδοὶ καὶ ὀρχήστρα συναποτελοῦσαν παράλληλες εὐθεῖες, συμπορευόμενες ἀλλὰ μὴ συναντώμενες. Ἡ Κοστέα ἀφέθηκε ὁλομόναχη καὶ ἀβοήθητη σὲ συγκλονιστικὸ ρεσιτὰλ φωνητικῆς καὶ ὑποκριτικῆς. Ἀρκοῦσε ὅμως αὐτὸ μέσα σὲ τόση περιρρέουσα φαντασμαγορικήν…ἀδιαφορία; (Ἡρώδειο, 31.7.2013· «πρώτη»: 27.7.2013).