Στο Wigmore Hall, τη φιλόξενη αυτή αίθουσα, απολαύσαμε στις 29/11, συναυλία του διαπρεπούς Ολλανδού διευθυντή ορχήστρας, τσεμπαλίστα, οργανίστα και μουσικολόγου Ton Koopman, που αποτελεί εμβληματική μορφή του ρεύματος της λεγόμενης «ιστορικά ενημερωμένης ερμηνείας». O Koopman και επιλεγμένα μέλη του συνόλου που ίδρυσε το 1979, γνωστό με την ονομασία Amsterdam Baroque Orchestra, αφιέρωσαν τη συναυλία σε έναν και μόνο συνθέτη της εποχής μπαρόκ, που δεν ήταν άλλος από τον Georg Philipp Telemann (1681-1767). Ο Telemann υπήρξε κατά την εποχή του ένας από τους πλέον επιτυχημένους και δημοφιλείς μουσουργούς, θεωρητικός και φίλος του Johann Sebastian Bach (1685-1750), του οποίου τον γιο, Carl Philipp Emanuel (1714-1788), είχε βαφτίσει. Στις μέρες μας εξακολουθεί να ανήκει στους αγαπημένους συνθέτες της εποχής μπαρόκ.
Ο Koopmann είχε και στο παρελθόν μελετήσει, παρουσιάσει και ηχογραφήσει έργα του συνθέτη· θυμίζουμε την λαμπρή ηχογράφηση μουσικής δωματίου με το σύνολό του για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Erato. Κατά την πρόσφατη συναυλία τους, το πρόγραμμα σχηματίστηκε από τα ακόλουθα έργα, κατά σειρά εκτέλεσης: Τρίο Σονάτα για φλάουτο με ράμφος, βιολί και continuo TWV42:d7, Τρίο Σονάτα για όμποε, βιολί και continuo TWV42:g5, Σονάτα για φαγκότο και continuo TWV41:f1, Τρίο Σονάτα για βιολί, βιόλα da gamba και continuo TWV42:F10, Κουαρτέτο για φλάουτο με ράμφος, φλάουτο traverso, φαγκότο και continuo από τον κύκλο έργων για ορχηστρικά σύνολα με γενικό τίτλο Tafelmusik (Μουσική τραπεζιού) II TWV43:d1, Τρίο Σονάτα για φλάουτο με ράμφος, φλάουτο traverso και continuo TWV42:C1, Κουαρτέτο για φλάουτο τραβέρσο, όμποε, βιολί και continuo TWV43:G2, και Τρίο Σονάτα για φλάουτο με ράμφος, βιόλα da gamba και continuo TWV42:F3.
Οι μουσικοί, ορισμένοι από τους οποίους παράλληλα με τη συμμετοχή στην Amsterdam Baroque Orchestra ακολουθούν σολιστική καριέρα, Catherine Manson, βιολί, Reine-Marie Verhagen, φλάουτο με ράμφος, Kristen Huebner, φλάουτο traverso, Antoine Torunczyk, όμποε, και Robert Smith, μπαρόκ cello και viola da gamba, υπό την άγρυπνη καθοδήγηση του Koopmann, που έπαιζε cembalo, υποστήριξαν όπως αναμενόταν υφολογικά εύστοχες αναγνώσεις των παραπάνω έργων, οι οποίες επιπλέον χαρακτηρίζονταν από εκλέπτυνση των μουσικών φράσεων, ρυθμική εγρήγορση, ιδιαίτερο χαρακτήρα και θαυμάσιο διάλογο μεταξύ των οργάνων τόσο κατά τις δεξιοτεχνικές όσο και κατά τις πιο στοχαστικές μουσικές παραγράφους. Η χαρά, ο ενθουσιασμός, η βαθύτατη γνώση αλλά και εκείνη η αφοπλιστική σεμνότητα με την οποίαν οι προαναφερθέντες «έκαναν μουσική», φώτιζε κάθε μέτρο των έργων του Δασκάλου. Εκτός προγράμματος, μας προσέφεραν το Κουαρτέτο για φλάουτο με ράμφος, όμποε, βιολί και continuo TWV43:G6, πάντα του ίδιου συνθέτη, με το οποίο σφραγίστηκε μία όντως αξιοσημείωτη συναυλία.
Συνεχίζοντας, στις 6/12, στην αίθουσα Barbican (Barbican Hall), ακούσαμε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC (BBC Symphony Orchestra), υπό τη διεύθυνση του ταλαντούχου και ακόμα νέου Ισπανού αρχιμουσικού Antonio Méndez (γ. 1984), ο οποίος αντικατέστησε τον ανερχόμενο Αμερικανό ομότεχνό του Jonathon Heyward (γ. 1992), που είχε ασθενήσει. Η συναυλία άνοιξε με το έργο Sukkot Through Orion’s Nebula, το διασημότερο έργο του σύγχρονου Αμερικανού συνθέτη James Lee III (γ. 1975)· ορχήστρα και μαέστρος πρόβαλαν την πλούσια όσο και ενθουσιώδη ορχηστρική γραφή, τα ποικίλα, ενίοτε επίμονα, ρυθμικά σχήματα και τη συναρπαστική, κινηματογραφικού χαρακτήρα, ισχύ της μουσικής.
Ακολούθησε ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Ρώσου συνθέτη Sergei Prokofiev (1891-1953), το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2, Op. 16, ολοκληρωμένο το 1913 (η εκδοχή που γνωρίζουμε σήμερα ολοκληρώθηκε το 1923, αφού η αρχική παρτιτούρα είχε καεί κατά την Ρώσικη Επανάσταση, 1917-1922). Σολίστ κατά την πρόσφατη εκτέλεση ήταν η βραβευμένη Νοτιοκορεάτισσα πιανίστα Yeol Eum Son, η οποία κράτησε το μέρος της με εκφραστική ευφράδεια και επιβλητική τεχνική βεβαιότητα (πρώτο μέρος, Andantino-Allegretto, και τέταρτο μέρος, Finale: Allegro, tempestoso), με χάρη (δεύτερο μέρος, Scherzo, Vivace) και με σωστή δόση λυρισμού και σκέψης (τρίτο μέρος, Intermezzo: Allegro moderato). Ορχήστρα και μαέστρος συνδιαλλάχθηκαν μαζί της σε υψηλό μουσικό επίπεδο ανταποκρινόμενοι στην εκλεπτυσμένη, αλλά και όπου χρειαζόταν δυναμική της ανάγνωση. Σημειώσαμε την πλούσια ηχοχρωματική της παλέτα, στην οποία αντιπαραβάλλονταν επιτυχώς τα ποικίλα ηχοχρώματα της ορχήστρας.
Οι ηχοχρωματικές ποιότητες της BBC Symphony Orchestra (δεν έχει χαθεί η επιρροή του αξέχαστου συνθέτη και αρχιμουσικού, σπάνιου λαξευτή του ήχου, Pierre Boulez, 1925-2016, που είχε στενά συνεργαστεί μαζί της και τον οποίον στο τιμόνι της είχε παρακολουθήσει «ζωντανά» ο συντάκτης στο Λονδίνο), συνδυασμένα με ποικιλία επιπέδων δυναμικής και δυνατή αφήγηση, μπορέσαμε να εκτιμήσουμε και κατά το δεύτερο μέρος της συναυλίας, το οποίο καλύφθηκε από τα δύο διάσημα συμφωνικά ποιήματα του Ιταλού μουσουργού Ottorino Respighi (1879-1936), με τίτλους Σιντριβάνια της Ρώμης (ιταλ. Fontane di Roma) και Πεύκα της Ρώμης (Pini di Roma). Σημειώνουμε ότι αυτά, μαζί με το συμφωνικό ποίημα, Ρωμαϊκές Εορτές (ιταλ. Feste Romane), το οποίο δεν συμπεριλήφθηκε στην εν λόγω συναυλία, συναποτελούν την επονομαζόμενη Ρωμαϊκή τριλογία (ιταλ. trilogia romana) του συνθέτη.
Η πολυμελής ορχήστρα, ειδικά ενισχυμένη σε αριθμό μελών για την εκτέλεση των δύο έργων, υπό την σίγουρη και εύπλαστη διεύθυνση του Méndez, απέδωσε τις δύο ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα παρτιτούρες με επιβλητικό όσο και ατμοσφαιρικό τρόπο (το legato των εγχόρδων υπήρξε πραγματικά μαγευτικό), αναδεικνύοντας τα άφθονα περιγραφικά στοιχεία όπως και την έκτακτη ορχηστρική σκέψη του αγαπημένου μουσουργού. Επιπλέον, οι πολυάριθμες λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, οι συνδυασμοί των οργάνων, η ιδιαίτερη ομορφιά της γραφής με την αισθησιακή της χρωματική αρμονία, κάθε στιγμή έτοιμη να αγγίξει την καρδιά του ακροατή, άλλοτε εντυπωσιακά αδρή και εκρηκτική (Πεύκα της Ρώμης, πρώτο μέρος Πεύκα της Villa Borghese/I pini di Villa Borghese) και άλλοτε αινιγματικού και μυστηριακού χαρακτήρα (λ.χ. Σιντριβάνια της Ρώμης, πρώτο μέρος, Το Σιντριβάνι της Valle Giulia κατά την αυγή/La fontane di Valle Giulia all’alba, ή Πεύκα της Ρώμης, δεύτερο μέρος, Πεύκα κοντά σε μία κατακόμβη/Pini presso una catacomba), φωτίζονταν με φαντασία, λαμπρότητα, ευγένεια έκφρασης και ευαισθησία. Ο Méndez είναι σίγουρα ένας μαέστρος που θα θέλαμε να παρακολουθούσαμε και στη χώρα μας, ίσως σε κάποια σύμπραξη με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (ΚΟΑ).
Την επόμενη βραδιά, στις 7/12, στο Wigmore Hall, ακούσαμε συναυλία του Elias String Quartet, αποτελούμενο από τους Sara Bitlloch, βιολί, Donald Grant, βιολί, Simone van der Giessen, βιόλα, και Marie Bitlloch, βιολοντσέλο. Το σύνολο ιδρύθηκε το 1998 στο Royal Northern College of Music του Manchester, αρχικά υπό την καθοδήγηση του υπεύθυνου τμήματος μουσικής δωματίου του εν λόγω μουσικού ιδρύματος, αξέχαστου βιολονίστα και άλλοτε συνεργάτη του Fitzwilliam Quartet, Christopher Rowland, έλαβε την ονομασία του από το ομώνυμο Ορατόριο του Felix Mendelssohn Bartholy (1809-1847) και έχει αναπτύξει σημαντική δισκογραφία. Για την εν λόγω συναυλία, το σύνολο ένωσε τις δυνάμεις του με τον βιολίστα Robin Ireland, ο οποίος υπήρξε για είκοσι χρόνια μέλος του Lindsay String Quartet, μέχρι το 2005, έτος διάλυσης του συνόλου.
Σε κάθε ένα από τα δύο μέρη της συναυλίας, δέσποζαν δύο από τα έξι Κουιντέτα Εγχόρδων του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), διαμάντια του ρεπερτορίου της μουσικής δωματίου. Ειδικότερα, κατά το πρώτο μέρος της βραδιάς προσεγγίστηκε το αρ. 5, KV 593, ενώ κατά το δεύτερο, το αρ. 4, KV 516. Οι πέντε μουσικοί, σε αγαστή μεταξύ τους σύμπραξη, ανέδειξαν την υποδειγματικά δουλεμένη πολυφωνική μοτσάρτια γραφή, τις έξοχες θεματικές ιδέες, αναπτύξεις και κλιμακώσεις, όπως και ιδίως κατά το αρ. 4 (γραμμένο στη σκοτεινή τονικότητα της σολ ελάσσονος), τον σε στιγμές σπαρακτικά δραματικό-τραγικό χαρακτήρα (λ.χ. πρώτο μέρος, Allegro) και την ξεχωριστή σύλληψη της αρμονίας. Στο πρώτο μέρος της βραδιάς, ακριβώς μετά από το Κουιντέτο αρ. 5, ακούσαμε το μάλλον σύντομης χρονικής διάρκειας έργο (περ. 9΄), με τίτλο Epilogue, ολοκληρωμένο το 2011 (πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, Ουψάλα, 1/12/2011), της πολυγραφότατης Βρετανίδας μουσουργού και βιολίστας Sally Beamish (γ. 1956), η οποία είχε μελετήσει, όπως και τα μέλη του Elias String Quartet, στο Royal Northern College of Music. Η ήρεμη, μυσταγωγικού χαρακτήρα διάθεση του Επιλόγου, που αναπτύσσεται αργά και του οποίου το κεντρικό θέμα βασίζεται σε έναν Κανόνα του αναγεννησιακού συνθέτη Thomas Tallis (περ. 1505-1585), αναδείχθηκε με προσοχή και συγκέντρωση από τους πέντε μουσικούς.