È strano! Cessarono gli spasmi del dolore.
In me rinasce – m’agita insolito vigor!
Ah! io ritorno a vivere!
Oh gioia! (Libretto: Francesco Maria Piave)
Το μελόδραμα με τίτλο «La traviata» (Η παραστρατημένη) του Giuseppe Verdi (1813-1901), σε libretto του Francesco Maria Piave (1810-1876), ανήκει στα έργα εκείνα που καίτοι στην πορεία τους έγιναν εξαιρετικά διάσημα, κατά την παρθενική τους παρουσίαση έγιναν αποδεκτά με ελάχιστο ενθουσιασμό. Αμέσως μετά από την παγκόσμια πρώτη, που δόθηκε στις 6 Μαρτίου 1853, στην Βενετία, ο ίδιος ο δημιουργός έγραφε στον μαθητή, στενό συνεργάτη και φίλο του, Emanuele Muzio (1821-1890, προικισμένος αρχιμουσικός και ικανός συνθέτης της εποχής του, σήμερα αδίκως ξεχασμένος, που υπήρξε ο μοναδικός μαθητής του Verdi και ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που ο τελευταίος εμπιστευόταν τόσο), ότι επρόκειτο για αποτυχία, διερωτώμενος αν το φταίξιμο ήταν δικό του ή των τραγουδιστών.
Ενδέχεται να έφταιγε η εμφάνιση της διάσημης υψιφώνου Fanny Salvini-Donatelli (περ. 1815-1891), η οποία είχε πάρει βάρος. Επιπλέον, μπορεί να έφταιγαν και τα τριάντα οκτώ της χρόνια που, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, φάνταζαν υπερβολικά για την πειστική ενσάρκωση της νεαρής ηρωίδας του έργου. Πάντως, στη συνέχεια, η επιτυχία της όπερας ήταν εξασφαλισμένη και σίγουρη. Εκατομμύρια λάτρεις του μελοδράματος συνεχίζουν πάντα να θαυμάζουν την αριστουργηματική παρτιτούρα του Verdi και τη σπαραξικάρδια πλοκή της όπερας, η οποία φωτίζει την τελευταία περίοδο της ζωής της ηρωίδας Violetta Valéry και της σχέσης της με τον αγαπημένο της, Alfredo Germont, στο Παρίσι των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ο πατέρας του τελευταίου, Giorgio Germont, κρυφά της ζητά να διακόψει τη σχέση της με τον γιό του, καθώς η κακή της φήμη (πρόκειται για εταίρα πολυτελείας) θα απειλούσε τον αρραβώνα της κόρης του. Το δράμα οδηγείται σταδιακά στην τραγική κορύφωσή του: η ηρωίδα συναντά τον θάνατο, έχοντας όμως στο πλευρό της, τον αγαπημένο της και τον πατέρα του, ο οποίος έχει αποκαλύψει όλη την αλήθεια στο παιδί του.
Μία απαραίτητη διευκρίνιση: λόγω του ότι το όνομα της Salvini-Donatelli έχει συνδεθεί με την αποτυχία της πρεμιέρας της Traviata, θεωρούμε σκόπιμο να θυμίσουμε πως η ίδια υπήρξε μια από τις λαμπρότερες υψιφώνους της εποχής της, έχοντας επωμισθεί επιτυχώς όχι μόνο ρόλους του Verdi (έχουν καταγραφεί ένδεκα), αλλά και άλλων σπουδαίων μουσουργών του καιρού της, λ.χ. των Saverio Mercadante, Gaetano Donizetti και Vincenzo Bellini. Υπήρξε καλλιτέχνις της οποίας το δραματικό ένστικτο είχε, δίχως άλλο, πολλά να προσφέρει στους ρόλους που ερμήνευε. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι συνθέτες εκτιμούσαν το ταλέντο της και της ανέθεταν σημαντικούς ρόλους. Η Traviata υπήρξε για εκείνη μία αστοχία (υποκριτική, αλλά όχι μουσική), η οποία εντούτοις σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να σβήσει τις δόξες της θαυμαστής σταδιοδρομίας της από την μνήμη.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) επέλεξε το εν λόγω οπερατικό έργο για την δεύτερη παραγωγή της στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο το Φεστιβάλ Αθηνών. Οι παραστάσεις δόθηκαν στις 27, 28, 30 και 31 Ιουλίου. Μολονότι πρόκειται για μία όπερα την οποία η ΕΛΣ έχει επανειλημμένως παρουσιάσει στο παρελθόν, αν και όχι στο Ηρώδειο (έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα κριτικά μας σημειώματα, ότι θα θέλαμε να είναι πιο τολμηρή και πρωτότυπη στις επιλογές των έργων για τις δυο θερινές της παραγωγές), το εν λόγω ανέβασμα υπήρξε ενδιαφέρον και ποιοτικό για πολλούς λόγους.
Ειδικότερα, την σκηνοθεσία, τα σκηνικά και την χορογραφία υπέγραφε ο διευθυντής μπαλέτου της ΕΛΣ Κωνσταντίνος Ρήγος, προτείνοντας την πρώτη του σκηνοθετική εργασία στον χώρο της όπερας. Έχοντας εμβαθύνει στην υπόθεση του έργου, η οποία, όπως είναι γνωστό, εμπνέεται από το θεατρικό έργο, αρχικά νουβέλα, La Dame aux Camélias (Η Κυρία με τις Καμέλιες) του Alexandre Dumas (υιού), απέδωσε την πορεία της ηρωίδας μέσα από τον έρωτα, την διάθεση για ζωή, την αγωνία, την απογοήτευση, την ελπίδα και τελικά τον λυτρωτικό θάνατο, με ευαισθησία και στοχασμό, αναλόγως άλλοτε με φωτεινή και άλλοτε με έντονα σκοτεινή διάθεση. Σε στιγμές επικρατούσε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που παρέπεμπε σε κινηματογραφικές ταινίες gothic romance (οι χαρακτηριστικές βιντεοπροβολές συνέδραμαν σε αυτό). Δεν έλειψαν, όμως, και τα φωτεινά χρώματα από την παραγωγή, που κάποιες φορές σκεφτήκαμε ότι παρέπεμπαν στην Pop art. Ο Ρήγος κίνησε με νόημα τους πρωταγωνιστές υπογραμμίζοντας το δράμα που βιώνει ο καθένας. Ως άνθρωπος του χορού και του θεάτρου, στόχευσε σε μια εντυπωσιακή παραγωγή, ενίοτε πληθωρική, όπου οι σκηνές της χορωδίας, ιδίως η εναρκτήρια της πρώτης πράξης, μετατρέπονταν σε λαμπερές συναθροίσεις. Τοποθέτησε δύο δωμάτια επί σκηνής υπογραμμίζοντας την διπλή ζωή της ηρωίδας, τους δύο εσωτερικούς (αντιθετικούς) της κόσμους, τον κοινωνικό-εξωστρεφή και τον τραγικά προσωπικό-μοναχικό. Στο κέντρο της σκηνής έβαλε ένα μεγάλο τραπέζι, άλλοτε δείπνου και άλλοτε τυχερών παιχνιδιών. Όπου μπόρεσε έδωσε μια χορογραφική διάσταση στην κίνηση των χορωδών και πρόσφερε, όπως αναμέναμε, μια συναρπαστική χορογραφική άποψη κατά τη δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου το μπαλέτο κατέχει τον δικό του σημαντικό ρόλο. Επέλεξε να προσθέσει στη σκηνή μία δεύτερη Traviata, βουβό πρόσωπο, το alter ego της ηρωίδας, όπως το ονομάζει στο εισαγωγικό του κείμενο, η οποία, κατά την αρχή και κατά το τέλος του έργου συνδέθηκε εύστοχα με την μοίρα της λυρικής αοιδού Traviata.
Τα κομψά όσο και προσεγμένα στη γραμμή τους κοστούμια της πάντα ευφάνταστης Ιωάννας Τσάμη, κάποιες φορές με χαρακτηριστικά σύμβολα, λ.χ. χελιδόνια σε ένα από τα φορέματα της ηρωίδας και πολλές μικρές νεκροκεφαλές σε ένα από τα κοστούμια του Alfredo, ήταν ταιριαστά στα ζητούμενα του έργου, όπως εξάλλου ήταν και οι δουλεμένοι στη λεπτομέρεια φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα, που συντελώντας στη δημιουργία κατάλληλης ατμόσφαιρας ικανοποίησαν σε όλες τις σκηνές της όπερας.
Παρακολουθήσαμε τις δύο τελευταίες παραστάσεις, στις 30 και 31 Ιουλίου, έχοντας έτσι την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τους τραγουδιστές που κάλυψαν τους κεντρικούς ρόλους κατά τις δύο διανομές.
Πιο συγκεκριμένα, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Violetta κατά την πρώτη βραδιά που παρακολουθήσαμε, κράτησε η βραβευμένη όσο και διάσημη Αμερικανίδα, κουβανέζικης καταγωγής, λυρική υψίφωνος Lisette Oropesa, που έχει διακριθεί σε ονομαστά διεθνή λυρικά θέατρα. Την έχουμε θαυμάσει σε απευθείας μεταδόσεις από την Metropolitan Opera. Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή της εμφάνιση έπεισε στον απαιτητικό ρόλο της Traviata, τις πτυχές του οποίου απέδειξε ότι κατέχει σε βάθος. Η ιδιωματική όσο και γεμάτη πειστική δραματικότητα ερμηνεία που πρότεινε, η προσοχή στον σχηματισμό των φράσεων, η φωνητική της διαύγεια και γενικότερα, το υποκριτικό της δόσιμο, ικανοποίησαν πολύ.
Violetta της τελευταίας παράστασης ήταν η γεννημένη στο Καζακστάν υψίφωνος Maria Mudryak, που χρειάστηκε να αντικαταστήσει την ασθενήσασα Ρωσίδα Ekaterina Siurina, η οποία είχε αρχικά ανακοινωθεί ότι θα κρατούσε τον ρόλο. Η νεαρότατη Mudryak, γεννημένη μόλις τον Απρίλιο του 1994, έχει κερδίσει πολλούς διεθνής διαγωνισμούς (το 2017 υπήρξε ανάμεσα στους μεγάλους νικητές του διαγωνισμού Operalia, που έχει θεσπίσει ο Plácido Domingo) και ήδη διαπρέπει σε μεγάλες λυρικές σκηνές. Ήταν η πρώτη φορά που την ακούγαμε από κοντά και ομολογούμε ότι εντυπωσιαστήκαμε από τις φωνητικές της δυνατότητες, την μουσικότητά της, την σχεδόν αψεγάδιαστη τεχνική της, τις καθαρές νότες της υψηλής φωνητικής της περιοχής και την όλο σβελτάδα κίνησή της επί σκηνής.
Αυτών λεχθέντων, οφείλουμε να προσθέσουμε, ότι υπήρξαν συγκεκριμένες στιγμές, ειδικά στη διάρκεια της τόσο συγκινητικής ύστατης πράξης, κατά τις οποίες νιώθαμε ότι και από τις δύο τραγουδίστριες έλλειπε το ξεχωριστό ερμηνευτικό gravitas που εκτιμά κανείς στις ενσαρκώσεις θρυλικών υψιφώνων περασμένων κυρίως γενεών, των οποίων οι ερμηνείες ευτυχώς σώζονται απαθανατισμένες σε δίσκους ή/και σε βίντεο. Κακά τα ψέματα, οι σκιές των prime donne του παρελθόντος, και δεν αναφερόμαστε μόνο στην υπερπολύτιμη Μαρία Κάλλας, πάντα θα πλανώνται θέτοντας το μέτρο σύγκρισης για κάθε νεότερη που θα θελήσει να αναμετρηθεί με τον ρόλο.
Τον ρόλο του Alfredo Germont κράτησε στις 3-/7 ο Αλβανός τενόρος Saimir Pirgu, και την αμέσως επόμενη βραδιά, ο Ρώσσος τενόρος Alexey Dolgov. Αμφότεροι, με διαφορετικό αλλά άρτιο τρόπο, απέδωσαν την αρχικά κάπως ανέμελη, αλλά στη συνέχεια αγωνιώδη πλευρά του ήρωα, τραγουδώντας τις απαιτητικές άριες με προσοχή και ειλικρινή μουσική έκφραση. Η σκουρόχρωμη φωνή του δεύτερου μάς κάνει να προσβλέπουμε σε κάποια επόμενη εμφάνισή του στη χώρα μας: ελπίζουμε να του δοθεί η ευκαιρία να ερμηνεύσει έναν ρόλο ρώσικης όπερας. Η τεχνική και το στήσιμο της φωνής του, ανήκουν σίγουρα στη μεγάλη, ιστορική όσο και στέρεη ρώσικη φωνητική Σχολή (ο καλλιτέχνης σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα), που ευτυχώς διαθέτει ακόμα άξιους εκπροσώπους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η ερμηνεία του ρόλου του πατέρα Germont (Giorgio Germont) από τους διαπρεπείς Έλληνες βαρύτονους Δημήτρη Πλατανιά (30/7) και Τάση Χριστογιαννόπουλο (31/7). Ο πρώτος συγκίνησε μέσα από τη γενναιοδωρία του τραγουδιού του, το ωραίο ιταλικό ύφος της ερμηνείας του, το μέγεθος και την έκταση της φωνής του: ο ήχος του κυριολεκτικά γέμισε το Ηρώδειο. Από την πλευρά του, ο δεύτερος μάς κέρδισε με την στη λεπτομέρεια δουλεμένη απόδοση του ρόλου, την noblesse της προσωπικότητάς του, την προσοχή τόσο στα λόγια του κειμένου όσο και στον τρόπο με τον οποίο έκτιζε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του τραγικού πατέρα (ο ίδιος ο Verdi, ως τραγικός πατέρας που είχε χάσει τα δύο παιδιά του, τόσο σε αυτήν όσο και σε άλλες όπερές του όπου η μορφή του Πατέρα δεσπόζει, έβαλε όλη του την ψυχή στη μουσική που έγραφε για τους αντίστοιχους ρόλους). Ο Χριστογιαννόπουλος είναι ευφυής καλλιτέχνης που ξέρει με σκέψη και γούστο να δομεί την κάθε μουσική φράση. Σημειώνουμε ότι στο τέλος της κάθε παράστασης που παρακολουθήσαμε, όπως και νωρίτερα στο έργο, μετά το πέρας της διάσημης άριας Di Provenza il mar, il suol (δεύτερη πράξη, πρώτη σκηνή), οι επευφημίες του κοινού υπήρξαν ενθουσιώδεις, παρατεταμένες και ηχηρές για τους δύο αυτούς βαρύτονους. Τις άξιζαν πραγματικά.
Τους μικρότερους ρόλους κράτησαν στις δύο παραστάσεις οι σωστά προετοιμασμένοι και υποκριτικά πρόθυμοι Χρυσάνθη Σπιτάδη (Flora Bervoix), Λυδία Βαφειάδη (Annina), Γιάννης Καλύβας (Gastone), Χάρης Ανδριανός (Borone Duphol), Νίκος Κοτενίδης (Marches D’ Obigny), Δημήτρης Κασιούμης (Dottor Grenvil) και Χρήστος Γιαννούλης (Giuseppe).
Η Χορωδία (προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο) και η Ορχήστρα της ΕΛΣ, απέδωσαν ικανοποιητικά υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού, ο οποίος φρόντισε για την καλή υποστήριξη τόσο των πρωταγωνιστών όσο και όλων των υπολοίπων μουσικών συντελεστών.