Είναι γνωστό μέσα από την εκτενή και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αλληλογραφία του το πόσο, κατά τη διάρκεια του τραγικά σύντομου βίου του, ο Vincenzo Bellini (1801-1835), προσπαθούσε και ανησυχούσε κατά τη δημιουργία κάθε όπερας που έγραφε. Η μελέτη των επιστολών, γνωστών και λιγότερο γνωστών, όπως και των χειρόγραφων παρτιτούρων και προσχεδίων του, επιβεβαιώνουν την παραπάνω διαπίστωση. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει πάνω από δέκα μελοδράματα, όλα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, και σε αυτά έβαλε όλη του τη ψυχή. Σε αντίθεση με άλλους μεγάλους σύγχρονους ομοτέχνους του, που έδιναν αριστουργήματα με μεγάλη ταχύτητα, εκείνος αργούσε να ολοκληρώσει την κάθε του παρτιτούρα.
Επίσης, έδινε μεγάλη σημασία στην επιλογή των πρωταγωνιστών που θα ερμήνευαν τα έργα του, συνήθως έχοντας κατά νου τις ιδιαίτερες φωνητικές και υποκριτικές τους αρετές και ποιότητες κατά τη διάρκεια της συνθετικής διαδικασίας. Οι από κάθε άποψη απαιτητικότατοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι των μελοδραμάτων του είναι γραμμένοι για θρυλικούς λυρικούς καλλιτέχνες της εποχής του, όπως λ.χ. οι Giuditta Pasta, σοπράνο, Giulia Grisi, σοπράνο, Giovanni Battista Rubini, τενόρος, Domenico Donzelli, τενόρος, Antonio Tamburini, βαρύτονος και Luigi Lablache, μπάσος. Οι φωνές αυτών των παραπάνω ήταν πραγματικά σπάνιων δυνατοτήτων, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τα ποικίλα φωνητικά και εκφραστικά στοιχεία που εμπεριέχονται στους ρόλους που δημιουργήθηκαν για ειδικά εκείνους. Οι τραγουδιστές των επόμενων γενεών, που επέλεξαν ή επιλέγουν να αναμετρηθούν με τους ρόλους, έπρεπε και πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα ιδιαίτερα ζητούμενά τους.
Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου θυμάται καλά ιδιωτικές συνομιλίες του με μεγάλο αριθμό λυρικών τραγουδιστών, παλαιότερων αλλά και πιο σύγχρονων, κατά τις οποίες οι καλλιτέχνες του εκμυστηρεύθηκαν ότι τρόμαζαν και μόνο στη σκέψη του ότι θα έπρεπε να προσεγγίσουν έναν από τους ρόλους του Bellini. Δεν είναι μόνο η μεγάλη φωνητική έκταση που απαιτούν, αλλά και η ιδιαίτερη γνώση της τέχνης και της τεχνικής του bel canto, που επιβάλουν ένα ιδιαίτερο μουσικό ύφος, ένα ειδικό portamento κατά τον σχηματισμό ορισμένων μουσικών φράσεων, καθαρότητα στην ερμηνεία της φωνητικής γραμμής και φωνητική stamina, ανάμεσα σε άλλα.
Από τον μεγάλο αριθμό έργων της λεγόμενης εποχής του ιταλικού bel canto (περίπου, πρώτο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνα) δεν παρουσιάζονται πολλά και τούτο όχι μόνο λόγω των μεγάλων απαιτήσεών τους, αλλά κυρίως λόγω της έλλειψης φωνών και εξειδικευμένων λυρικών καλλιτεχνών που είναι σε θέση να τα ερμηνεύσουν γνωρίζοντας τα μυστικά της Σχολής.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), κατά την πρώτη της φετινή εμφάνιση στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, επέλεξε να παρουσιάσει την όπερα, ορθότερα λυρική τραγωδία (tragedia lirica), Norma, του Bellini. Το εμβληματικό αυτό έργο του bel canto, γραμμένο για τους Pasta, Grisi και Donzelli, που κράτησαν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αντίστοιχα της Norma, της Adalgisa και του Pollione, ανέβηκε για πρώτη φορά στο Teatro alla Scala του Μιλάνου και έκτοτε ποτέ δεν χάθηκε από το σταθερό ρεπερτόριο των μεγάλων, αλλά και των μικρότερων, λυρικών θεάτρων ανά τον κόσμο. Τρανές ντίβες του εικοστού αιώνα, όπως οι Μαρία Κάλλας, Dame Joan Sutherland και Montserrat Caballé, έλαμψαν στον ρόλο της πρωθιέρειας Norma, που κατά το 50 π.Χ., εποχή που η Γαλατία βρίσκεται υπό Ρωμαϊκή κατοχή, ανακαλύπτει ότι ο αγαπημένος της Pollione, Ρωμαίος ανθύπατος και πατέρας των παιδιών τους, είναι ερωτευμένος με τη νεαρή ιέρεια Adalgisa.
Κατά την πρόσφατη παραγωγή που παρακολουθήσαμε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, το εικαστικό μέρος είχε αναλάβει η γνωστή για τα εντυπωσιακά θεάματα που προσφέρει, ισπανική ομάδα La Fura dels Baus, σχηματισμένη από τους Carlus Padrissa (σκηνοθεσία), Aitziber Sanz (κοστούμια), Marc Molinos (σχεδιασμός βιντεοπροβολών) και Alberto de Gobbi (σχεδιασμός βιντεοπροβολών). Ο φωτισμός ανήκε στην Ελευθερία Ντεκώ. Από την αρχική είσοδό μας στο Ρωμαϊκό Ωδείο, αντικρίσαμε μια σκηνή γεμάτη από σκουπίδια. Η ιδέα ήταν να μεταφερθεί η πλοκή από το 50 π.Χ., κάπου στο μέλλον, κατά το οποίο ο κόσμος έχει πάρει άσχημη μορφή λόγω της οικολογικής καταστροφής. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη, δημοσιευμένα από την ΕΛΣ, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια: Η σκηνική εκδοχή της λυρικής τραγωδίας «Νόρμα ή H παιδοκτονία» από τους Λα Φούρα ντελς Μπάους διαμορφώνεται γύρω από μια τελετουργία εμπνευσμένη από το έργο του Νίτσε «H γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής»: έναν προϊστορικό μύθο γεμάτο συμβολισμούς. Ένα τσακισμένο δέντρο, ένας βωμός, ένας βράχος κι ένα τελετουργικό ποτό. Αέρας, φωτιά, γη, πόλεμοι, προδοσία, κουράγιο, ανεξήγητα συναισθήματα και αισθησιασμός…Η παράσταση θα πραγματοποιηθεί στο Ηρώδειο, έναν εντυπωσιακό χώρο, με το κοινό να κάθεται μπροστά, δημιουργώντας μια σύνθεση εμβυθιστικής εμπειρίας 360 μοιρών. Το κοινό είναι χωρισμένο σε τρεις σφαίρες, σε αυτήν που ορίζεται από τον δακτύλιο που περιβάλλει την ορχήστρα, τον κεντρικό δακτύλιο που χωρίζει τα δύο διαζώματα, και τον ανώτερο δακτύλιο του ουράνιου θόλου ο οποίος θα φωτίσει το κοινό με ένα ηλιακό φωτοκύτταρο, όπως ο θεός Ήλιος με το φωτοστέφανό του από έντονες αποχρώσεις φωτεινών συναισθημάτων.»
Ξεχώριζαν λόγω της παράξενης ιδιαιτερότητάς τους τα quasi επιστημονικής φαντασίας κοστούμια των πρωταγωνιστριών και χορωδών, που διέθεταν φωτισμένα λαμπάκια, όπως και οι μάσκες των χορωδών, που θύμιζαν πρόσωπα αντλημένα από υπερήρωες αμερικανικών κινουμένων σχεδίων, επίσης επιστημονικής φαντασίας.
Μολονότι αναγνωρίζουμε την προσπάθεια της ισπανικής ομάδας να πρωτοτυπήσει και να εντυπωσιάσει με όλα τα σύγχρονα τεχνικά μέσα που αξιοποίησε (λ.χ. βιντεοπροβολές, φωτισμούς κλπ.), όπως και τη διάθεσή της να αναδείξει τις πιθανές επιπτώσεις από την οικολογική καταστροφή, εντούτοις, ομολογούμε ότι δύσκολα μπορέσαμε να κατανοήσουμε πώς το συγκεκριμένο εικαστικό όλον θα μπορούσε να υποστηρίξει επιτυχώς το αθάνατο μελόδραμα, που, κατά τη γνώμη μας τουλάχιστον, θέτει ως προϋπόθεση το ξεδίπλωμα της πλοκής μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Αξίζει να τονίσουμε ότι ήταν η δεύτερη σκηνοθετική προσέγγιση της ίδιας όπερας από την ομάδα La Fura dels Baus. Είχαμε παρακολουθήσει την προηγούμενη στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, Covent Garden (26/9/2016), την οποία υπέγραφε ο σκηνοθέτης Àléx Ollé και την οποία είχαμε βρει νοηματικά αρκετά πιο πειστική και ολοκληρωμένη συγκρινόμενη με την πιο πρόσφατη.
Κατά την παράσταση του Ηρωδείου, σε στιγμές νιώσαμε τις δύο πρωταγωνίστριες με τα μακριά και φανερά άβολα φωτισμένα φορέματα, να δυσκολεύονται στη μετακίνησή τους, έχοντας επιπλέον κάποιες φορές να προσεγγίσουν τη σκηνή από το άνω διάζωμα περπατώντας ανάμεσα στο κοινό.
Όχι λίγες φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης αναλογιζόμασταν ότι χάθηκε η ευκαιρία να αξιοποιηθεί το υπέροχο φυσικό σκηνικό του Ρωμαϊκού Ωδείου, τόσο ταιριαστό στο ρωμαϊκό στοιχείο της όπερας.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι έχοντας να αντιμετωπίσουν μια τέτοιου είδους σκηνοθεσία, οι μονωδοί και οι χορωδία κατάφεραν να ανταπεξέλθουν ηρωικά, δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό.
Η Ιταλίδα σοπράνο Carmen Giannattasio, νικήτρια το 2002 του φημισμένου διαγωνισμού Operalia, κράτησε πειστικά τον ρόλο της Norma. Έχουμε εκτιμήσει το ταλέντο της καλλιτέχνιδος και στο παρελθόν, κυρίως μέσα από τις ηχογραφήσεις ρεπερτορίου της εποχής του Ιταλικού bel canto, που έχει πραγματοποιήσει για την πολύτιμη δισκογραφική εταιρία Opera Rara, που όπως μαρτυρά ο τίτλος της, ασχολείται με την ηχογράφηση σπάνιων μελοδραμάτων (πάντα περιμένουμε κάθε νέα της παραγωγή με αυξημένο ενδιαφέρον). Με γνώση, ωραία φωνή, καθαρές ψηλές νότες και υποκριτική ευστοχία προσέγγισε την Norma. Κράτησε με καλό έλεγχο της αναπνοής τη μακριά φωνητική γραμμή της έξοχης άριας Casta Diva (πρώτη πράξη), ενώ γενικότερα υπήρξε εκφραστική στα ξεσπάσματα και στις συναισθηματικές αντιθέσεις του ρόλου της.
Δίπλα της, ως Pollione, κέρδισε τις εντυπώσεις ο Πολωνός τενόρος Arnold Rutkowski, ερμηνεύοντας μέσα στο σωστό ύφος και δίνοντας εκφραστική ένταση στις δεξιοτεχνικές του άριες. Εκτιμήσαμε την φωνητική του άνεση και μουσική του αμεσότητα στη διάσημη άρια Meco all’ altar di Venere (πρώτη πράξη).
Η Adalgisa της Ρουμάνας υψιφώνου Celia Costea, σταθερής συνεργάτιδας της ΕΛΣ, υπήρξε στη λεπτομέρεια μελετημένη και ερμηνευμένη. Η ωραία όσο και γεμάτη της φωνή, κυριολεκτικά γέμισε το Ηρώδειο. Ο ρόλος της Adalgisa ερμηνεύεται τόσο από σοπράνο όσο και από μέτζο σοπράνο: θυμίζουμε ότι η Grisi, που πρωτοτραγούδησε τον ρόλο, ήταν μια δραματική σοπράνο, με στιβαρές χαμηλές νότες, που αργότερα ερμήνευσε με ιδιαίτερη επιτυχία και τον ρόλο της Norma. Η Costea αντιμετώπισε με άνεση τις προκλήσεις του ρόλου και επέδειξε μουσικότητα στις σκηνές που ερμήνευε με τους συμπρωταγωνιστές της.
Ο Oroveso, πατέρας της Norma, ερμηνεύτηκε από τον Αμερικανό μπάσο Raymond Aceto, με την απαιτούμενη φωνητική και υποκριτική επιβλητικότητα.
Στους μικρότερους ρόλους της Clotilde και του Flavio, ικανοποίησαν αντίστοιχα οι Βιολέτα Λούστα και ο Γιάννης Καβάγιας.
Η χορωδία της ΕΛΣ, που σε αυτή την όπερα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ερμήνευσε με τονική ακρίβεια και μεγάλο ήχο.
Η ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό την σταθερή διεύθυνση του Γιώργου Μπαλατσινού, ερμήνευσε με εκφραστική ένταση. Ωστόσο, στις πιο λυρικές στιγμές, έλλειψαν αρκετά οι μουσικές εκλεπτύνεις και το κομψό ιδιωματικό φραζάρισμα που απαιτεί το bel canto.
Κλείνοντας, μολονότι πάντα χαίρεται κανείς να παρακολουθεί ανεβάσματα της Norma, ακόμη και υπό το πρίσμα παράξενων σκηνοθετικών-εικαστικών επιλογών, για ακόμη μια φορά αναφέρουμε ότι θα επιθυμούσαμε η ΕΛΣ, κατά την επιλογή του ρεπερτορίου των φεστιβαλικών παραγωγών της, να έδειχνε περισσότερη τόλμη και να απομακρυνόταν από τα πολυπαιγμένα έργα. Του ίδιου συνθέτη οπερατικές παρτιτούρες (κάποια από τα υπόλοιπα εννέα μελοδράματα), όπως και άλλων μουσουργών της ίδιας εποχής, περιμένουν υπομονετικά τη φεστιβαλική τους παρουσίαση. Ναι, η σκηνή του Ηρωδείου και το φεστιβαλικό κοινό θα είχαν πολλά να κερδίσουν από ένα προσεγμένο ανέβασμα ελκυστικών μελοδραμάτων όπως για παράδειγμα είναι τα GuillaumeTell (Gioachino Rossini), I Puritani (Bellini) ή Dom Sébastien (Gaetano Donizetti).