Και οι άνθρωποι; Εντυπωσιάζονται. Είμαι τόσο επιτυχημένος, υπάρχει σφρίγος στις συνθέσεις μου. Από πού το εισπράττει (αναρωτιούνται); Ένα μυστήριο. …Θα ήμουν τόσο ευτυχισμένος (αν μπορούσα) να φωνάξω, να σε σηκώσω, να σε δείξω. «Κοιτάξτε, το αγαπημένο, γοητευτικό μυστήριο στη ζωή (μου)!” (Από επιστολή του Leoš Janáček προς την Kamila Stösslová, 12 Μαρτίου 1928).
O Leoš Janáček αποτελεί δίχως άλλο ένα τεράστιο κεφάλαιο της μουσικής ιστορίας. Πρόκειται για έναν από τους μεγάλους δημιουργούς του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου και των πρώτων τριών δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Τι είναι αυτό που κάνει τον συνθέτη τόσο ιδιαίτερο; Δεν είναι μόνον η υψηλή ποιότητα της έμπνευσής του, η αίσθηση του δραματικού στοιχείου, η φαντασία του στην ενορχήστρωση, αλλά κυρίως αυτός ο τόσο προσωπικός τρόπος έκφρασης, βαθύς και ταυτόχρονα αποκαλυπτικός σε κάθε μουσικό μέτρο. Επιπλέον, η μουσική γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι τόσο ιδιάζουσα και προσωπική, περιλαμβάνοντας αρκετά στοιχεία της παραδοσιακής μουσικής της πατρίδας του.
Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου είχε κατά καιρούς την σπάνια ευκαιρία να μελετήσει χειρόγραφες επιστολές, προσχέδια συνθέσεων, αλλά και άγνωστες σημειώσεις του μουσουργού σχετικά με την πρόοδο μαθητών (ναι, ως Δάσκαλος υπήρξε επίσης σημαντικός). Είναι πάντα συγκινητική η εμπειρία να έρχεσαι σε επαφή με την σκέψη του Janáček. Ο δυναμισμός και η πληθωρικότητα της προσωπικότητάς του δεν παύουν να γοητεύουν κάθε στιγμή.
Μεγάλο –φυσικά, κοινό- μυστικό της κινητηρίου δύναμης του συνθέτη υπήρξε μια νεαρή ύπαρξη, η Kamila Stösslová (1891-1935). Το όνομα της όμορφης Kamila παραμένει αθάνατο κοντά σε εκείνο του κατά περίπου σαράντα χρόνια μεγαλύτερού της συνθέτη. Μολονότι και οι δύο ήταν παντρεμένοι, εκείνη, όπως διαφαίνεται μέσα από την υπέροχη και εκτενή αλληλογραφία, υπήρξε η μεγάλη μούσα του. Η απόλυτη μούσα του, από το 1917, που την γνώρισε, μέχρι το τέλος.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) εγκαινίασε την εξερεύνηση των οπερατικών έργων του Janáček πριν από τρία χρόνια (28/3-5/4 2015) όταν είχε πρότεινε μια καλά στημένη παραγωγή της όπερας «Η Μικρή Πονηρή Αλεπού» (Příhody lišky Bystroušky), γραμμένη το 1923. Πιο πρόσφατα, πρότεινε ένα άλλο αριστούργημα του ίδιου, εκείνο με τίτλο «Υπόθεση Μακρόπουλου» (Věc Makropulos). Πρόκειται για την προτελευταία όπερά του, η σύνθεση της οποίας κράτησε από το 1923 μέχρι το 1925. Η ύπαρξη της Stösslová και ο έρωτάς του για εκείνην έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σύλληψη του γεμάτου μυστήριο αυτού έργου. To ποιητικό κείμενο (libretto), γραμμένο από τον ίδιο τον συνθέτη, είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Karel Čapek. Αξίζει να αναφέρουμε ότι είχαμε και παλαιότερα παρακολουθήσει αλησμόνητη παραγωγή της εν λόγω όπερας στην Αθήνα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών (3/7/2002), από την Όπερα του Brno, και με πρωταγωνίστρια την θρυλική Τσέχα λυρική υψίφωνο Gabriela Beňačková, η οποία είχε χαρίσει μια ερμηνεία τόσο πλήρη και δυνατή σε έκφραση και ουσία.
Η υπόθεση τοποθετείται στα 1920 και αναφέρεται σε μια πολύχρονη δικαστική υπόθεση κληρονομιάς, μεταξύ των οικογενειών Gregor και Prus. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι η διάσημη τραγουδίστρια Emilia Marty, που περιβάλλεται από διάφορα πρόσωπα, όπως τον θαυμαστή της, Βαρώνο Jaroslav Prus, που έχει παιδί με την νεαρή τραγουδίστρια Kristina, κόρη του Vítek, υπαλλήλου του δικηγόρου Dr Kolenatý. Η μυστηριώδης Emilia Marty, που γνωρίζει καλά λεπτομέρειες για το παρελθόν της υπόθεσης και ειδικότερα για τους προγόνους των Gregor και Prus, κρατά κρυφό ένα μυστικό, το οποίο αποκαλύπτει κατά την τρίτη και τελευταία πράξη του έργου: είναι η Elina Makropoulos, γεννημένη το 1685, κόρη του Κρητικού αλχημιστή Hieronymus Makropulos, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄. Μετά από εντολή του μονάρχη, ο πατέρας δοκίμασε στην κόρη του ένα ελιξίριο το οποίο ανακάλυψε το 1565 και επιμηκύνει τη ζωή. Η Elina έπεσε σε κώμα, ξυπνώντας μετά από μια εβδομάδα. Το φίλτρο κρίθηκε επιτυχές και εκείνη συνέχισε να ζει για τρεις αιώνες, αλλάζοντας το όνομά της κατά περιόδους. Μεταφέρει το μυστικό της στον Βαρόνο Ιωσήφ παραδίνοντάς του και τη συνταγή, την οποία ο τελευταίος επισυνάπτει στη διαθήκη που αφήνει στον γιό του και τελικά χάνεται στα χαρτιά του μετά τον θάνατό του. Στο τέλος της όπερας η Elina επιλέγει να πεθάνει γερνώντας με γρήγορους ρυθμούς, ενώ δίνει την συνταγή στην Kristina, η οποία, με τη σειρά της, παραδίδει την περγαμηνή στις φλόγες. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας που είχε ο Janáček με την αγαπημένη του Kamila, πιθανόν να οδήγησε τον συνθέτη να σκεφτεί βαθύτερα τα περί παρόδου του χρόνου, συλλογισμοί που τόσο ανάγλυφα αποτυπώνονται στο εν λόγω έργο του.
Παρακολουθώντας την παράσταση της 23ης Μαΐου (Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ), ομολογούμε εξαρχής ότι εντυπωσιαστήκαμε από το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο της παραγωγής.
Αναλυτικότερα, τον ρόλο της prima donna Emilia Marty (που βεβαίως γεννήθηκε, Elina Makropoulos) κράτησε η πάντα χαρισματική Έλενα Κελεσίδη, που βρήκε έναν από τους ιδανικότερους ρόλους της μακράς όσο και επιτυχούς διεθνούς σταδιοδρομίας της. Έναν από τους κορυφαίους ρόλους του ρεπερτορίου όπερας του 20ου αιώνα, που της έδωσε την ευκαιρία να αξιοποιήσει τόσο την μουσικότητα όσο και την θεατρική πλευρά του ταλέντου της. Με φωνή ελκυστική και τεχνική σιγουριά, πρότεινε μια ηρωίδα γοητευτική, μοιραία και ξεμυαλίστρα (ίσως, λιγότερο κυνική και αλαζονική), που στο τέλος μεταμορφώνεται. Στον καταληκτικό εκτενή μονόλογο, όπου η Makropoulos, απογοητευμένη και κουρασμένη, επιθυμεί να εγκαταλείψει την ζωή, η καλλιτέχνις πέτυχε να φωτίσει με ευστοχία, τόσο τον στοχασμό όσο και την συναισθηματικά φορτισμένη τραγικότητα της σκηνής.
Γύρω της, στους σχετικά μικρότερους, αλλά σημαντικούς ρόλους, ακούσαμε και είδαμε τους Δημήτρη Πακσόγλου (Albert Gregor), Βαγγέλη Μανιάτη (Dr Kolenatý), Νίκο Στεφάνου (Vítek), Άρτεμις Μπόγρη (Kristina), Γιάννης Γιαvνίσης (Βαρώνος Jaroslav Prus), Χρήστος Κεχρής (Janek), Δημήτρης Σιγαλός (Κόμης Hauk-Šendorf), Αρκάδιος Ρακόπουλος (Tεχνικός Σκηνής) και Μιράντα Μακρυνιώτη (Καθαρίστρια/ Καμαριέρα Ξενοδοχείου). Είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε κάποιους, καθώς όχι μόνον δεν διαπιστώσαμε αδυναμίες στη διανομή, αλλά αντιθέτως, όλοι αντιμετώπισαν τις μουσικά, τεχνικά και φωνητικά μεγάλες απαιτήσεις της παρτιτούρας με εντυπωσιακή ευκολία, καρπός προφανώς προσεγμένης προετοιμασίας και μελέτης, ενώ πρόφεραν καθαρά την δύσκολη τσέχικη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το libretto. Η ωραία ομοιογενής φωνή του Γιαννίση, η μουσικότητα του Στεφάνου, ο καλά εστιασμένος δραματικός οίστρος του Πακσόγλου και η εκφραστική ευστοχία του Κεχρή, συνέβαλαν στο άρτιο αποτέλεσμα.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας (πιθανώς, το μεγαλύτερο) ανήκει στον Σλοβάκο αρχιμουσικό Ondrej Olos, τον οποίον θυμόμαστε ως μαέστρο της προαναφερθείσας παραγωγής της «Μικρής Πονηρής Αλεπούς», που είχαμε παρακολουθήσει την άνοιξη του 2015 από την ΕΛΣ. Ο Olos, όπως είχαμε διαπιστώσει και τότε, γνωρίζει καλά τον Janáček και τα ζητούμενα της μουσικής του. Υποστήριξε μια ανάγνωση ιδανικών ποιοτήτων, αποκαλυπτικής ψυχοδραματικής έντασης και μουσικής ακρίβειας. Η καλοδουλεμένη αντιστικτική γραφή της παρτιτούρας προέκυψε διάφανα αναλυτική, ο συντονισμός τραγουδιστών και ορχήστρας έγινε με μεγάλη προσοχή στην λεπτομέρεια, η ιδιωματική γραφή του συνθέτη, που περιλαμβάνει χαρακτηριστικά –ενίοτε, γοργά- ρυθμικά σχήματα αντλούμενα από την ίδια τον εσωτερικό ρυθμό των ίδιων των λέξεων και φράσεων του κειμένου φωτίστηκε με γνώση, ενώ τα εξπρεσιονιστικά μελωδικά στοιχεία ισορροπήθηκαν καλά με τον σε στιγμές περίπου εκστατικό λυρισμό. Η ορχήστρα της ΕΛΣ τον ακολούθησε πιστά και πρόθυμα σε αυτή την ενδιαφέρουσα διαδρομή δίνοντας τον καλύτερό της εαυτό και παράγοντας έναν ήχο ελκυστικό όσο και τονικά σωστό.
Για κάθε σκηνοθέτη, η όπερα αυτή αποτελεί μια πρόκληση. Το χρονικό πλαίσιο της υπόθεσης είναι συγκεκριμένο: βρισκόμαστε στα 1920, εποχή του ίδιου του συνθέτη. H γεννημένη στην Κρήτη του 1549 ηρωίδα είναι 337 ετών. Τώρα, όσοι σκηνοθέτες θέλησαν να μεταφέρουν την πλοκή σε άλλη εποχή, χρειάστηκε να πείσουν για την επιλογή τους, με αποτελέσματα, ενίοτε, άνισα.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς μετέφερε την πλοκή περίπου στην δεκαετία του 1970. Ένας χώρος που θύμιζε δωμάτιο-αίθουσα αναμονής, με συνεχόμενους καναπέδες, ένα ρολόι για τον χρόνο που έτρεχε, καπέλα και κομψά κοστούμια seventies, που άλλοτε έπαιζαν με τις αποχρώσεις του γκρι και άλλοτε διέθεταν πιο έντονα χρώματα, συνέθεταν μια ατμόσφαιρα χαρακτηριστική. Το νευρωτικό στοιχείο και η πυρετώδης εξέλιξη της πλοκής, υπογραμμίστηκαν καλά. Ωστόσο, μολονότι η πρωταγωνίστρια εμφανίστηκε με μαύρα γυαλιά, ξανθιά περούκα και καπέλο, μοιάζοντας με κατάσκοπο ή/και χολιγουντιανή σταρ (μάλιστα, πριν από την έναρξη της παράστασης, είδαμε την Κελεσίδη φορώντας το κοστούμι της παράστασης, να κινείται στο φουαγιέ, ανάμεσα στο κοινό, σαν μορφή που είχε βγει από μια άλλη χρονική περίοδο), κάποιες στιγμές νιώσαμε ότι το βαθύτερο μυστήριο θα μπορούσε να είχε υπογραμμιστεί περισσότερο μέσω του εικαστικού μέρους. Μικρό σχετικό παράπονο, που λίγο αλλοιώνει την συνολικά θετική εικόνα που αποκομίσαμε.
Τι άλλο; Αναμένουμε την επόμενη παραγωγή όπερας του Janáček από την ΕΛΣ, την «Jenůfa» (1902), σε σκηνοθεσία της διακεκριμένης Βαυαρής Nicola Raab, η οποία ακολουθεί σύντομα (πρεμιέρα 14/10), αισθανόμενοι βαθύτατα ευγνώμονες για την επιλογή και φυσικά, παρουσίαση, έργων του πολύτιμου συνθέτη.