Κυριαρχικός Denis Matsuev στο Carnegie Hall

O Dennis Matsuev. Φωτο: Carnegie Hall/ Jennifer Taylor.

Κριτική Μουσικής

Γράφει ο Φώτιος Καλιαμπάκος

 

O Dennis Matsuev. Φωτο: Carnegie Hall/ Jennifer Taylor.
O Dennis Matsuev. Φωτο: Carnegie Hall/ Jennifer Taylor.

 

Ένας από τους πιο προβεβλημένους πιανίστες της νέας γενιάς των Ρώσων σολιστών, ο Denis Matsuev, είχε την τιμητική του στις 9 Νοεμβρίου, στο Carnegie Hall (στο οποίο εμφανίζεται τακτικά, μόνος ή με συνοδεία ορχήστρας), για το ετήσιο ρεσιτάλ του. Μάλιστα, η εμφάνισή του μαγνητοσκοπήθηκε με τις κάμερες -όπως φάνηκε- να μην έχουν καν μετακινηθεί από την προηγούμενη βραδιά, κατά την οποία υπήρξε “ζωντανή” μετάδοση της συναυλίας για τον Fritz Stern, υπό τον Daniel Barenboim (στη συναυλία του τελευταίου πρόκειται να αναφερθούμε σε επόμενό μας άρθρο, που θα δημοσιευθεί στο Critics’ Point). Το ρεσιτάλ του Matsuev δεν μεταδόθηκε “ζωντανά”, ωστόσο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, στον ιστότοπο: medici.tv

Για την αρχή του προγράμματος επελέγη μία πρώιμη σονάτα του Μπετόβεν (σε Ντο μείζονα, Op. 2, αρ. 3, του 1795). Ο συνθέτης φέρεται να είχε παίξει για πρώτη φορά αυτό το έργο ενώπιον του Joseph Haydn, ενώ στο Carnegie Hall πρωτοπαρουσιάστηκε στις 12 Ιανουαρίου  1924, από τον σπουδαίο συνθέτη, πιανίστα και αρχιμουσικό Ernő ή Ernst von Dohnanyi, παππού του επίσης διάσημου σύγχρονου αρχιμουσικού Christoph.

Ο Matsuev ξεκίνησε με βιρτουόζικο και “επιθετικό”, θα λέγαμε, τρόπο, επιλέγοντας αρκετά γρήγορο tempo, και διαχωρίζοντας ελαφρά, για λόγους σαφήνειας, ίσως και λόγω προσέγγισης, αφού κάτι τέτοιο μας είναι γνωστό και από άλλους Ρώσους ερμηνευτές, τις φράσεις του πρώτου μέρους της σονάτας (Allegro con brio). Αυτή η αίσθηση του διαχωρισμού, όμως, δεν συνεχίστηκε στο δεύτερο αργό μέρος, το οποίο κύλισε με ευαισθησία, χωρίς υπερβολές, ισορροπία και όμορφη λυρική ροή. Στα χαμηλά ακόρντα, στο μέσον περίπου του μέρους, ο σολίστας φρόντισε και πάλι με υψηλή ένταση να δημιουργήσει ένα έντονο κοντράστ μεταξύ της αρχής και του τέλους του Adagio. Με χαμόγελο και με πολύ “επιτηδευμένο” τρόπο σε υψηλές ταχύτητες, ο Matsuev έδειξε ότι πήρε κατά γράμμα τη λέξη Scherzo, το εκλεπτυσμένο μουσικό «αστείο» της κλασικής περιόδου. Με πολύ ενέργεια και υψηλές ταχύτητες στο Allegro assai, η σονάτα τελείωσε λαμπερά, όπως άρχισε.

Το δεύτερο έργο που ακούστηκε ήταν οι Παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα του Corelli (Op. 42, έργο του 1931), του Sergei Rachmaninov. Με πολύ δυναμικό τρόπο και έντονο πάθος, ο Matsuev ξεδίπλωσε κι εδώ τις ικανότητές του, φροντίζοντας παρ’ όλα αυτά να μειώνει εύστοχα το tempo, τονίζοντας έτσι τα πιο ατμοσφαιρικά μέρη του έργου, με τα πιο εκρηκτικά από αυτά να παραπέμπουν και στο άλλο πιο γνωστό αντίστοιχο έργο του συνθέτη, τις Παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα του Παγκανίνι.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο συνθέτης όντας ήδη στις ΗΠΑ, πραγματοποίησε την πρώτη παρουσίαση των Παραλλαγών Corelli, στο Carnegie Hall, στις 7 Νοεμβρίου 1931.

Το πρώτο έργο μετά το διάλειμμα ήταν η η Μπαλάντα σε Φα ελάσσονα (Op. 52, 1843) του Frédéric Chopin. Χωρίς να χάνεται ο λυρισμός και η τρυφερότητα των αργών μερών του έργου, ο Matsuev, όπως άλλωστε και στα άλλα έργα, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, δεν έχανε την ευκαιρία στα πιο γρήγορα να επιδείξει τις τεχνικές αρετές με καταιγιστικές ταχύτητες και αστείρευτη ενέργεια, ούτε μια στιγμή όμως εις βάρος της ενάργειας, της καθαρότητας και της απόλυτης ισορροπίας.

Μετά τη μυσταγωγία, ιδιαίτερα στις τελευταίες νότες, του υπαρξιακού Méditation του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, ο Matsuev πέρασε στον Sergei Prokofiev, συνθέτη στον οποίον κατεξοχήν διακρίνεται και που κατά κόρον ηχογραφεί τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, ερμήνευσε την Εβδόμη σονάτα για πιάνο (σε Σι ύφεση μείζονα, Op. 83), γραμμένη σε χαλεπούς καιρούς, το 1942, με το έντυπο πρόγραμμα της βραδιάς να αναφέρει τα χαρακτηριστικά σχόλια του μεγάλου Sviatoslav Richter, ο οποίος την έπαιξε για πρώτη φορά στη Μόσχα, στις 18 Ιανουαρίου του 1943: «με αυτό το έργο είμαστε με ωμό τρόπο εγκαταλελειμμένοι στη φοβισμένη και απειλητική ατμόσφαιρα ενός κόσμου, που έχει χάσει την ισορροπία του. Το χάος και η ανασφάλεια κυριαρχούν». Φαίνεται, όμως, ότι η φρίκη του πολέμου δεν εμπόδιζε τη διάδοση της μουσικής, και έτσι ένας άλλος κορυφαίος πιανίστας, ο Vladimir Horowitz, παρουσίασε το ίδιο έργο, για πρώτη φορά στο Carnegie Hall, λίγο αργότερα, στις 14 Μαρτίου 1944, διαρκούντος του πολέμου.

Και η σονάτα, κατά τα λεγόμενα του Richter, αντικατοπτρίζει κατά κάποιο τρόπο την ανισορροπία και το χάος: η απαράμιλλη τεχνική επάρκεια του Matsuev απέδωσε αυτή την, θα λέγαμε, νευρική ατμόσφαιρα με εκπληκτική ισορροπία και απόλυτη εποπτεία του μουσικού υλικού, σε πολύ υψηλές ταχύτητες, ενώ σε ορισμένα σημεία του Adagio caloroso, τα σταθερά ρυθμικά μοτίβα του ενός χεριού έμοιαζαν να υπονομεύουν με νευρικό τρόπο, στο πνεύμα των λεγομένων του Ρίχτερ, τον όποιο λυρισμό του άλλου.

Χωρίς να διαταραχθεί και πάλι ούτε κατ’ ελάχιστον η ισορροπία από τη σχεδόν απίστευτη ταχύτητα του Ρώσου βιρτουόζου, το Precipitato ολοκλήρωσε με καταιγιστικό τρόπο το πρόγραμμα του ρεσιτάλ, απελευθερώνοντας και τον ενθουσιασμό του κοινού που τον αποθέωσε. Ακολούθησαν πέντε ανκόρ διαφορετικών συνθετών, ύφους, ταχύτητας και διάθεσης: Schumann, Träumerei, Schubert, Impromptu D. 899 αρ. 3, Sibelius, Etude Op. 76 αρ. 2, Scriabin, Etude Op. 8 αρ. 12, και Grieg/Ginzburg, In the Hall of the Mountain King (Peer Gynt).

Στο πιο δεξιοτεχνικά εντυπωσιακό από αυτά, στη μεταγραφή Grieg/Ginzburg, με την οποία έκλεισε τη βραδιά, χαρακτηριστική για την ένταση της ερμηνείας και την όλη παρουσία του Matsuev, ήταν ότι κατά την τελευταία του επαφή με τα πλήκτρα, μετακίνησε ελαφρώς το πιάνο!