Γράφει η Λία Τσεκούρα
Θέατρο «ΕΚΑΤΗ», Αθήνα, 14122018.
Fruen fra havet, μια αχρονική γυναικεία μορφή που φλέγεται από την ασυνείδητη επιθυμία να υπερβεί τα όριά της, να καταβυθιστεί στο άβατο του ωκεανού της ψυχής της∙ ένα βασανισμένο ανθρώπινο ον που ψυχορραγεί βουλιάζοντας στην μεθυστική λαγνεία μιας αυταπάτης, για να βιώσει μέσα από αποκαλυπτικά και επικίνδυνα σπαράγματα την μοναδική αλήθεια, την αλήθεια του ιψενικού ζωτικού ψεύδους.
Το θεατρικό έργο Fruen fra havet γράφτηκε το 1888 και σηματοδοτεί την τρίτη περίοδο δραματουργικής παραγωγής του Ibsen, την επονομαζόμενη από τους ερευνητές ως ψυχολογική. Η πρώτη περίοδος, αυτή της ποιητικής φαντασίας, ορίζεται δραματουργικά από το Brand και τον Peer Gynt, ενώ η δεύτερη εστιάζει στον κοινωνικό προβληματισμό με έργα όπως οι Βρικόλακες. Η τρίτη περίοδος ολοκληρώνεται με τον δραματικό επίλογο Όταν Ξυπνήσουμε Ανάμεσα στους Νεκρούς.
Το σημασιολογικό εύρος του ιψενικού έργου είναι τεράστιο, ωστόσο συνιστά μια ψυχογραφική ανατομία που αναλύει εις βάθος τον ψυχισμό. Η γραφή του τηρεί μια οξύμωρη, αλλά φλέγουσα, διαδρομή, καθώς με μια ακραιφνή αξιοπρέπεια, απότοκο του λουθηρανικού στοιχείου και του αστικού ρεαλισμού, απογυμνώνει με προκλητικά διάπυρη διαύγεια το φαίνεσθαι και το μετουσιώνει σε ένα είναι, αραχνοΰφαντο, πάλλευκο και οδυνηρά πραγματικό.
Το Fruen fra havet ανήκει στα ιψενικά δράματα φυγής∙ στην ουσία θεωρείται από τα πρώτα δράματα φυγής του Νορβηγού δημιουργού και περιπλέκεται αριστοτεχνικά πάνω στο υφάδι του ιψενικού ζωτικού ψεύδους. Τα ιψενικά πλάσματα δεν είναι άλογα και αλλόκοτα, φερμένα από ένα απερινόητο υπερπέραν, είναι όντα βασανισμένα, που ασφυκτιούν και ουρλιάζουν σιωπηλά μέσα στα αόρατα τείχη τους.
Ο Ibsen ξετυλίγει κατανυκτικά στη σκηνή τον δικό του μητρικό και οικείο κόσμο, έναν κόσμο γοητευτικά μοναδικό, απέραντα ιψενικό που αγγίζει, ανιχνεύει, στοιχειοθετεί, κρίνει και προβάλλει την αστική ηθική. Ο ιψενισμός συνιστά μια άηχη δυναμική που μας παρασύρει στα έγκατα της αστικής πραγματικότητας, η οποία ταυτίζεται με τις οικονομικές και φιλελεύθερες τάσεις της εποχής∙ μια αστική πραγματικότητα, που καίτοι συντηρητική, μετριοπαθής και κλειστή, δεν παύει να αγαπά, να νιώθει, να γοητεύεται, να ερωτεύεται, να αυταπατάται, να αυτοσαρκάζεται, να ζει, να πενθεί, να αναγνωρίζει τους δαιμονικούς αντικατοπτρισμούς και, τέλος, σαν έτοιμη από καιρό σαν θαρραλέα, να τους κάνει θρύψαλα.
Η Κυρά της Θάλασσας, η Ellida, είναι μια ιψενική, άχρονη γυναικεία εικόνα εγκλωβισμένη στο προσωπικό της άδυτο σύμπαν∙ η Ellida, δεύτερη σύζυγος του γιατρού Wangel, πενθεί μία ολόκληρη ζωή που ανασαλεύει, βασανίζεται και σπαράζει κλεισμένη σε έναν ανεπαισθήτως αγωνιώδη θεατρικό χρόνο. Η υπόθεση, εμπνευσμένη από τη μπαλάντα Agnete og Havmanden, φαινομενικά απλή, βαδίζει πάνω στα, ενίοτε, ρημαγμένα χνάρια των ανθρωπίνων σχέσεων.
Το συμβολικό αυτό έργο διαδραματίζεται στην οικία της οικογένειας Wangel. Ο χήρος γιατρός Wangel έχει παντρευτεί σε δεύτερο γάμο την Ellida. Ο γιατρός έχει δύο κόρες από την πρώτη σύζυγο την Bolette και τη Hilde (χαρακτήρα που συναντάμε αργότερα στον Master Builder). Η Ellida, ως κόρη φαροφύλακα λατρεύει τη θάλασσα και κάθε μέρα περνάει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς της αγναντεύοντας τη θάλασσα που περιπλέκεται γύρω από τα νορβηγικά φιόρδ.
Ο σύζυγος, ανησυχώντας για την ψυχική υγεία της συζύγου καλεί τον καθηγητή Arnholm για να τη βοηθήσει. Η Ellida εξομολογείται στον σύζυγο ότι υπήρξε κάποτε αρραβωνιασμένη με έναν ναύτη, ο οποίος εξαφανίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, και αισθάνεται υποχρεωμένη να τον περιμένει, καθώς οι δυο τους είχαν αρραβωνιαστεί τη θάλασσα, όπως δηλώνει η ίδια. Κάποια στιγμή ο ξένος εμφανίζεται για να την διεκδικήσει, ο σύζυγος της χαρίζει την ελευθερία της αλλά εκείνη, τελικά, αποφασίζει, συνειδητά και ώριμα, να παραμείνει με τον σύζυγο.
Ο Ibsen προβάλλει με αριστοτεχνική διαύγεια όλες εκείνες τις ρήξεις, τις ρωγμές, την αλλεπάλληλη ματαίωση των προσδοκιών που περιδινούνται γύρω από ένα ψέμα, μια προσωπική αυταπάτη. Αυτή η αυταπάτη, κατ΄ουσίαν ασυνείδητη, τροφοδοτεί, στιγματίζει το είναι και το υποβιβάζει σε ένα νοσηρό, αλλόκοτο, άλογο φαίνεσθαι. Οι χαρακτήρες του Ibsen βουλιάζουν σε ένα Lebenslüge (ζωτικό ψεύδος), που μεταμφιέζεται δαιμονικά, με ψιμύθια παρμένα από την απύθμενη κολυμπήθρα της ανθρώπινης ψυχής. Στη βάση του παραμένει ανατριχιαστικά πανομοιότυπο, σα μια καθολική, παρανοϊκή στρέβλωση, που γιγαντώνεται και πνίγει το είναι.
Το ιψενικό Lebenslüge συνιστά μια διαθλασμένη εικόνα προσωπικών βιωμάτων και προσωπικής ιστορίας, μια απαστράπτουσα εικόνα, ιδεοληπτικής παρανόησης, όπου είναι και φαίνεσθαι ταυτίζονται σε μια λανθάνουσα, αδήριτη ανάγκη ζοφερής κυριαρχίας του φαίνεσθαι πάνω στο είναι. Το Lebenslüge λαμβάνει την εικόνα μίας αβάσταχτης ελπίδας για ένα θαύμα, το οποίο θα ντύσει με όραμα αλήθειας τη ζωή. Ωστόσο, το Lebenslüge δεν είναι τίποτε άλλο από μια αέναη, άηχη, μάταιη απαντοχή που συνθλίβει την ελπίδα, την ύπαρξη. Αυτό το Lebenslüge, ακριβώς επειδή θεμελιώνεται στην ίδια του την πλάνη, κάποια στιγμή καταρρέει. Είναι εκείνη η εκρηκτική στιγμή της αυτογνωσίας, μιας αυτογνωσίας ερωτικά απελευθερωτικής, που συγκλονίζει το είναι μας και προβάλλει ξαφνικά μια τρομακτικά ορατή και επερχόμενη απειλή. Είναι εκείνη η απειλή που μας πνίγει, καθώς συνειδητοποιούμε ότι τα πάντα γύρω μας είναι μια ανελέητη ψευδαίσθηση. Είναι εκείνη η στιγμή που η Ellida συνειδητοποιεί τη φευγαλέα και ψευδαισθητική αχλή της παρουσίας του ξένου.
Η σκηνοθετική οπτική της Βαλεντίνης Λουρμπά εικονοποιεί αριστοτεχνικά και ευρηματικά την αβάσταχτη εωλότητα του ζωτικού ψεύδους και τονίζει τη συμβολοποίηση της θάλασσας, του απέραντου υγρού στοιχείου, που μαγεύει την απεραντοσύνη του γυναικείου παφλασμού. Άλλωστε ήδη ο Ibsen στο τέλος της δεύτερης περιόδου με τον Romersholm εισάγει το συμβολικό στοιχείο. Με σεβασμό, ποιητικότητα και συνέπεια η σκηνοθέτης δημιουργεί μια ιψενική, μυστικοπαθή και τελετουργική ατμόσφαιρα για να αξιοποιήσει το DNA του δημιουργού που αγκαλιάζει όλη την παράσταση.
Η σκηνοθετική ματιά ξεσκίζει τους μύθους κι αφήνει έκθετους κι απογυμνωμένους τους χαρακτήρες∙ αποκαθηλώνει και αποδομεί τη σαγηνευτική πλάνη του ζωτικού ψεύδους και μέσω της απομάγευσης εδραιώνει την αλήθεια, επαναδομεί τις ανθρώπινες σχέσεις σε όλη τους την πραγματικότητα, απομακρύνοντας με προσοχή κάθε συγκρουσιακή μήνη.
Αυτή η ρήξη του υμένα, ο οποίος παγιδεύει ηδονικά το είναι, στην ουσία αφήνει να ξεχυθεί σαν λάβα η ζωντανή πραγματικότητα, η οποία κορυφώνεται λυτρωτικά σε μια συμφιλίωση της Ellida με τον Wangel, αλλά πρωτίστως της Ellida με τον εαυτό της. Η Ellida μέσα από μια βαθιά κατανυκτική καταβύθιση, μια ατέρμονη και οδυνηρή πορεία στη μοναχικότητα, με μοναδικό σύντροφο τον βαθύ, γαλάζιο ωκεανό, την απεραντοσύνη της ανθρώπινης προσδοκίας, ελπίδας για ανάληψη, ξεφεύγει από τον όλεθρο, καθώς συνειδητά αντικρίζει κατάματα τον αντικατοπτρισμό του ψεύδους και το ανούσιο της εκκωφαντικής εκείνης προσμονής μιας ματαιότητας που είναι παγερά ξένη, ανοίκεια και εχθρική, μια χώρα έρημη και τρομακτική.
Η σκηνοθετική οπτική λειτουργεί δυναμικά και τονίζει με σαφήνεια ένα οξύμωρο, καθώς προετοιμάζει την Ellida να βιώσει τη στιγμή της αυτογνωσίας, να έρθει αντιμέτωπη με τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ακόμη και η σκηνική απουσία του ξένου (ο θεατής ακούει μια υπόκωφη φωνή) εντείνει, σκηνοθετικά, την φαντασιακή του υπόσταση∙ ενώ το ζωτικό ψεύδος στην ουσία είναι μια άρνηση συνειδητοποίησης της ανθρώπινης θνητότητας σε πολλά επίπεδα, η αυτογνωσία της ουτοπικής αλήθειας είναι εκείνο το σημείο που κοροϊδεύει τον θάνατο, τον ξορκίζει καθώς μαζί με την έωλη ψευδή αλήθεια, αποδέχεται και την αναπόφευκτη αλήθεια του θανάτου.
Είναι το τρομαχτικό αλλά λυτρωτικό σημείο, μια μεταιχμιακή φωτεινή διάνοιξη, όπου το ανθρώπινο ον συμφιλιώνεται και αγκαλιάζει τη θνητότητά του. Αυτή είναι η διαχρονική αλήθεια της Ellida και όλων ημών που σφαδάζουμε μέσα σε ατέλειωτες, οδυνηρές χίμαιρες του ζωτικού μας ψεύδους.
Η Δώρα Τζερουνιάν ως Ellida βιώνει κάθε της στιγμή με συνέπεια και έναν λόγο λυγμικό, θλιμμένο και αποφασιστικό, εκφράζει με ενάργεια την ευγενή μυστικοπάθεια της ιψενικής ηρωΐδας με κορυφαία τη στιγμή της συμφιλίωσης με τον Wangel και την αποδοχή της πραγματικότητας, την οποία η ίδια οραματίζεται να επενδύσει με ομορφιά και δεκτικότητα. Στην ουσία, η ιψενική Ellida, εν έτει 1888, αφήνει πίσω της τον ρομαντισμό που φτεροκοπά, πνιγμένος στην ατέρμονη θλίψη και το αυτοκαταστροφικό πένθος μέσα σε ένα ανικανοποίητο, σύμπαν άναρχης ευαισθησίας.
Η Ellida αντικρίζει με ρεαλισμό έναν νέο κόσμο, πετάει από πάνω της τα φτιασίδια της ουτοπίας και αγκαλιάζει την ελπίδα, με τον ίδιο τρόπο που ο Ibsen οραματίζεται την πατρίδα του να εγκαταλείπει τη μοναχικότητά της και να εγκολπώνεται σε μια νέα κατάσταση πραγμάτων και αξιών.
Ο Ανδρέας Μαριανός ως Wangel πράγματι επιβάλλεται στη σκηνή με την καλοσύνη του, την υποκριτική του δεξιότητα, την αγάπη και την δεκτικότητα, στοιχεία που στοιχειοθετούν έναν άνθρωπο με προσωπική αξία και ήθος. Ο Γιώργος Ανδρουτσόπουλος ως Arnholm προβάλει την αγωνία ενός ανθρώπου να αποτινάξει τα δεσμά του δικού του ζωτικού ψεύδους, αφήνοντας πίσω του τον έρωτα για την Ellida. Ο γάμος με την Bolette είναι, ενδεχομένως ένα νέο ζωτικό ψεύδος που θα διασκεδάσει τη μοναξιά του.
Ο Κωνσταντίνος Καρακώστας ως ασθενικός Lyngstrand, στην ουσία καταδεικνύει στην Ellida το ζωτικό της ψεύδος, την ίδια ώρα που και ο ίδιος βασανίζεται μέσα στο δικό του ιψενικό κόσμο, τον οποίο αρνείται να αντικρίσει κατάματα. Ο Κ. Καρακώστας μας προσφέρει όλη αυτή τη φευγαλέα ματιά στο επέκεινα, την οποία ο Lyngstrand φοβάται να υλοποιήσει και αντικρούει.
Η Ελένη Σταυράκη και η Ποπέτα Σούκου ως Bolette και Hilde αντίστοιχα, αναμετρώνται δυναμικά και τολμηρά με ένα δύσκολο έργο∙ προβάλλουν τα κυρίαρχα και αντιφατικά στοιχεία των χαρακτήρων, ιδιαίτερα στις σημαντικές στιγμές του έργου, όπως κυνισμό και νεότητα, εξυπνάδα, ενθουσιασμό, ενώ βιώνουν με συνέπεια τις συναισθηματικές εναλλαγές.
Η μετάφραση από τον Θίασο Λεπτουργείον ήταν σαφής και ξεκάθαρη, προβάλλοντας την ιψενική τέχνη κατεύθυνσης του διαλόγου. Τα κοστούμια είναι ενδεικτικά της εποχής και της κοινωνικής τάξης, ενώ τα λιτά σκηνικά του Μ. Πανώριου με τα γήινα χρώματα και τα διάσπαρτα ξερά φύλλα πάνω στη σκηνή, αφ΄ενός αναδύουν μια νοσταλγική αίσθηση κομψού λυρισμού και αφ΄ετέρου μας προϊδεάζουν για ένα επερχόμενο τέλος, όπως το αντιλαμβάνεται ο κάθε χαρακτήρας. Η μουσική επιμέλεια του Ε. Κυβέλου αγκαλιάζει ονειρικά το εγχείρημα, δημιουργώντας μια ευαίσθητη ατμόσφαιρα και τονίζει την ιδιαίτερη σημασία κάθε σκηνής.
Αν το θέατρο είναι μια ζωή που περικλείεται σε έναν πεπερασμένο χωροχρονικό ενεστώτα, τότε η ίδια η ζωή συνιστά μια μήτρα που γεννά στιγμές θεατρικής αλήθειας. Η ψευδαίσθηση και η αλήθεια που κρύβονται ηδονικά στα έγκατα της ύπαρξης είναι δυνάμεις μαγικές που οδηγούν στην αυτεπίγνωση, στον φόβο της αλήθειας που ενίοτε αντικατοπτρίζει την οδύνη του επερχόμενου θανάτου.
Το ψέμα δένει αριστοτεχνικά τις επώδυνες ανθρώπινες σχέσεις αλλά έρχεται η στιγμή της αυτοπραγμάτωσης για να λύσει τον δεσμό που κρατά τον άνθρωπο όμηρο. Αυτή η λύτρωση που με τόση γενναιοδωρία μας χάρισε ο Ibsen είναι το αίσθημα που μας μαγεύει καθώς αφήνουμε πίσω μας τη σκηνή του θεάτρου Εκάτη. Κάπου εκεί, στο άβατο της ψυχής μας, βαθιά μόνοι με τον εαυτό μας, μέσα στην αγαπημένη, κατανυκτική σιωπή γινόμαστε κοινωνοί μιας μέθεξης, μίας αποκάλυψης, καθώς συνειδητοποιούμε με γενναιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από το ζωτικό ψεύδος.
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιός θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου…