Κάθε εμφάνιση της πολυαγαπημένης Αμερικανίδας μέτζο Joyce DiDonato στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (ή και σε οιοδήποτε άλλο λυρικό θέατρο του κόσμου) αποτελεί γεγονός. Βρισκόμενη στην κορυφή της σταδιοδρομίας της, έχει καταφέρει να κερδίσει τις καρδιές του κοινού με την εκπληκτικών δυνατοτήτων θερμή φωνή της, το γενναιόδωρο τραγούδι της, την ισχυρή όσο και ιδιαίτερης επικοινωνιακής δύναμης προσωπικότητά της και μέσω μίας εκφραστικής αμεσότητας έτοιμης να συγκινήσει ανά πάσα στιγμή. Η πλούσια σε ποιότητα και ποικιλία δισκογραφική της προσφορά, που καλύπτει συνθέσεις προερχόμενες από διαφορετικές περιόδους της μουσικής ιστορίας, και ιδίως η σπάνια μουσικότητά της, πάντα συναρπάζουν.
Στις 11/10 την απολαύσουμε στο Covent Garden και μάλιστα σε έναν μεγάλο ρόλο του George Frideric Handel (1685-1759), συνθέτη που βρίσκεται πολύ κοντά στην καρδιά της (όπως εξάλλου και στην δική μας!) και τον οποίον υπηρετεί εδώ και χρόνια με περισσή αγάπη και αφοσίωση. Ο λόγος για το μέρος της Agrippina από την ομώνυμη τρίπρακτη opera seria (Agrippina, HWV 6), που ολοκληρώθηκε από τον τότε νεαρό (είκοσι τεσσάρων ετών!) συνθέτη κατά την τελευταία περίοδο της διαμονής του στην Ιταλία. Εκεί, ακούγοντας και μελετώντας παρτιτούρες των Ιταλών ομοτέχνων του, διδάχθηκε πολλά σχετικά με το ύφος και την αισθητική της ιταλικής όπερας. Εμφανής όσο και γόνιμη υπήρξε η επιρροή του Alessandro Scarlatti (1660-1725), σπουδαίου συνθέτη της οπερατικής Σχολής της Νάπολης, τον οποίον θα πρέπει να γνώρισε στη Βενετία. Η παγκόσμια πρώτη δόθηκε με εξαιρετική επιτυχία στη Βενετία, στο Teatro San Giovanni Grisostomo, στις 26 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν είκοσι επτά παραστάσεις. Τους ρόλους επωμίσθηκαν οι επιφανέστεροι τραγουδιστές της εποχής: ενδεικτικά αναφέρουμε τα ηχηρά ονόματα των Margherita Durastanti (Agrippina), Valeriano Pellegrini (Nerone), Francesca Vanini–Boschi (Ottone) και Antonio Francesco Carli (Claudius).
Αποτελώντας έναν από τους πρώτους θριάμβους του μουσουργού, το έργο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια του κριτικού κειμένου, ενσωματώνει τόσο προγενέστερη μουσική του ιδίου, όσο και μέρη από όπερες άλλων συνθετών της εποχής.
Το libretto του Καρδινάλιου και διπλωμάτη Vincenzo Grimani (1655-1710), στον οποίον σημειώνουμε ότι ανήκε το Teatro San Giovanni Grisostomo (σημαντική Ιταλική σκηνή κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα όπως και τις περιόδους που ακολούθησαν, όταν έλαβε την ονομασία Teatro Malibran), χαρακτηρίζεται, όπως και τα άλλα που συνέγραψε, από μια αμοραλιστική τάση. Η υπόθεση, που τοποθετείται στην αρχαία Ρώμη, στρέφεται γύρω από τις μηχανορραφίες της Αυτοκράτειρας Αγριππίνας, τέταρτης συζύγου του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, η οποία όταν πληροφορείται ότι ο τελευταίος έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να ανέβει στον θρόνο ο Νέρωνας, γιός της από προηγούμενο γάμο με τον πολιτικό και στρατιωτικό Γναίο Δομίτιο Αηνόβαρβο. Ακόμα και όταν ανακαλύπτει ότι ο Κλαύδιος τελικά σώθηκε, γλιτώνοντας από τα κύματα, εκείνη απτόητη συνεχίζει να αγωνίζεται με δόλια μέσα υπέρ του σκοπού της.
Το ανέβασμα στη Βασιλική Όπερα υπήρξε συμπαραγωγή του εν λόγω θεάτρου με την Κρατική Όπερα της Βαυαρίας και με την Εθνική Όπερα της Δανίας. Η σκηνοθεσία του Αυστραλού Barrie Kosky υπήρξε ευρηματική όσο και υπερδραστήρια. Ο τελευταίος ανέδειξε κυρίως τα σατιρικά, σαρκαστικά και κωμικά στοιχεία του libretto, ενώ είχαμε την εντύπωση ότι εστίαζε περισσότερο από ότι θα έπρεπε στη διακωμώδηση των δρώμενων προτρέποντας τους τραγουδιστές να προβούν σε πολλές κινήσεις του σώματος και μορφασμούς φέρνοντας στην επιφάνεια φαιδρά στοιχεία που πολλές φορές δεν υπήρχαν στη πλοκή και τα οποία ο ίδιος –μάλλον μέσω ελεύθερου συνειρμού- είχε επινοήσει. Για παράδειγμα, κατά την άρια Ogni vento, με την οποία ολοκληρώνεται η δεύτερη πράξη, οραματίστηκε την Αγριππίνα ως pop star να τραγουδάει (το da capo μέρος της άριας) με μικρόφωνο στο χέρι (ακούγαμε τη φωνή της ενισχυμένη μέσα από ηχεία). Γενικότερα, κατάφερε να εκμαιεύσει γέλιο από το κοινό διασκεδάζοντάς το, όμως πολλές φορές νιώσαμε ότι αυτό γινόταν απολύτως εις βάρος της παρτιτούρας αγγίζοντας την υπερβολή και υποτιμώντας ή αναιρώντας τα πραγματικά ζητούμενά της. Αυτών λεχθέντων, υπήρξαν ευτυχώς σκηνές κατά τις οποίες όντως παρείχε τη δυνατότητα στους τραγουδιστές να εκφράσουν πειστικά τις πιο στοχαστικές σελίδες του έργου, ιδίως κατά την τρίτη πράξη.
Τα μέλη της ομάδας του σκηνοθέτη εξασφάλισαν ένα καλαίσθητο και λειτουργικό εικαστικό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, το απέριττο σκηνικό, μία διώροφη μεταλλική κατασκευή, με στόρια, έξυπνα σχεδιασμένη αν και κάπως θορυβώδης κατά τις μεταμορφώσεις και μεταφορές της, που ξεδιπλωνόταν και περιστρεφόταν ανάλογα με τις ανάγκες των σκηνών (σκηνικά της Rebecca Ringst), τα όμορφα και εντυπωσιακά στην κομψότητα και γραμμή τους, διαχρονικού ύφους, κοστούμια, που υπέγραφε ο Klaus Bruns, και ο ατμοσφαιρικός φωτισμός του Joachin Klein, ικανοποίησαν δίνοντας μια εκσυγχρονισμένη εικαστική μορφή στην παραγωγή.
Το μουσικό μέρος της παράστασης, που πάντα έχει μεγαλύτερη σημασία σε κάθε παραγωγή όπερας, αλλά που ασφαλώς επηρεάζεται από την σκηνοθετική άποψη, ευχαρίστησε απολύτως. Ειδικότερα, παρακολουθώντας την τελευταία παράσταση της φετινής παραγωγής (η πρεμιέρα δόθηκε στις 23/9) διαπιστώσαμε ότι οι τραγουδιστές ένιωσαν την ανάγκη με κέφι και όρεξη να ξεπεράσουν τον εαυτό τους.
Η prima donna assoluta DiDonato με την γνωστή της αυτοπεποίθηση και άνεση, πρότεινε μία ηρωίδα δυναμική και θαυμάσια τραγουδισμένη. Ο Kosky την προέτρεψε να αποδώσει την Agrippina με αέρα χολιγουντιανής ντίβας, κινώντας τα νήματα της πλοκής ως άλλη πανούργα ηρωίδα αμερικανικής σαπουνόπερας της δεκαετίας του ΄80 (αβίαστα ερχόταν στο νου η μοχθηρή Alexis Carrington Colby της Dame Joan Collins στη γνωστή σειρά με τίτλο Dynasty). Σε στιγμές νόμιζες ότι έβλεπες μία ασυγκράτητη όσο και αδίστακτη τίγρη που χυμούσε στη σκηνή διψώντας για εξουσία, έτοιμη να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που στεκόταν μπροστά της. Η DiDonato ερμήνευσε τις άριες και τις μεγάλες σκηνές της όπερας με περισσή προσοχή και γνώση, ποικιλία εκφραστικών μέσων, αξιοποιώντας στο έπακρο το πλούσιο φωνητικό της οπλοστάσιο. Εκφράστηκε με ελευθερία και τονική ασφάλεια, χωρίς να προδίδει το απαιτούμενο ερμηνευτικό ύφος της εποχής. Ξεχωρίσαμε το έξοχα δραματικό της τραγούδι, έντονα εξπρεσιονιστικό, θεατρικό και όλο νόημα, με απαραίτητους τονισμούς λέξεων, ειδικά σε σελίδες όπως η περίφημη άρια Pensieri, voi mi tormenate της δεύτερης πράξης. Πραγματικός χείμαρρος φωνητικής και δραματικής απόδοσης.
Πλαισιώθηκε από μία πλειάδα επίλεκτων τραγουδιστών, που στάθηκαν επάξια στα υψηλών προδιαγραφών μουσικά ζητούμενα της παρτιτούρας.
Ειδικότερα, ο Αργεντινός κόντρα τενόρος Franco Fagioli, κρίθηκε ιδανικός στον ρόλο του Νέρωνα, που εδώ παρουσιαζόταν μάλλον ως εύθραυστος ψυχοπαθής έφηβος, φορώντας σκουλαρίκια και έγχρωμα δαχτυλίδια, με ξυρισμένο κεφάλι γεμάτο τατουάζ, έτοιμος να παραδοθεί στις απαιτήσεις της δυναμικής και εμφανώς αυταρχικής μητέρας του. Με την χαρακτηριστική του φωνητική δεξιοτεχνική άνεση, ο καλλιτέχνης αντιμετώπισε την απαιτητική tessitura του ρόλου με ευχέρεια στοχεύοντας σε θαυμαστά αποτελέσματα. Οι αρετές του θριάμβευσαν στις άριες που ερμήνευε και ειδικά στην ακροβατική εκείνη, Come nube, che fugge dal vento, από την δεύτερη σκηνή της τρίτης πράξης.
Ο Ιταλός μπάσος Gianluca Buratto απέδωσε τον Κλαύδιο με υπέροχα ζεστή και βελούδινη φωνή.
Ο Ottone του Βρετανού κόντρα τενόρου Iestyn Davies, απόλυτου γνώστη των μυστικών της ερμηνείας της μουσικής μπαρόκ, υπήρξε υποδειγματικός στην κατανόηση και απόδοση των υπέροχων μελωδικών σκέψεων του Handel. Η φωνή του ήταν όπως πάντα γλυκιά και εκφραστική. Ολοκλήρωνε με προσοχή τις μουσικές φράσεις και τραγούδησε με συναίσθημα και έμπνευση. Πόσο συγκινητικός υπήρξε στην υπέροχη άρια, Voi che udite, που ακούγεται κατά την πρώτη πράξη.
Η Βρετανίδα σοπράνο Lucy Crowe στον ρόλο της Poppea κρίθηκε ιδιαίτερα εντυπωσιακή, με δεξιοτεχνικό όσο και τεχνικά βέβαιο τραγούδι. Οι άνετες κολορατούρες της έλαμπαν κυριολεκτικά.
Στους ρόλους των Pallante (Πάλλα) και Narciso (Νάρκισσου) διακρίθηκαν, αντιστοίχως, οι καλλίφωνοι Andrea Mastroni, Ιταλός μπάσος, και Eric Jurenas, Αμερικανός κόντρα τενόρος. Δύο νέοι καλλιτέχνες αξιοσημείωτων μουσικών και φωνητικών δυνατοτήτων, που έδιναν μεγάλη σημασία στην άρθρωση της ιταλικής γλώσσας.
Ο Ρώσος αρχιμουσικός Maxim Emelyanychev, που μέχρι σήμερα έχει προσφέρει τόσες άριστες ερμηνείες μπαρόκ παρτιτούρων, με εξαιρετικό δόσιμο στη μουσική χάρισε μια θεσπέσια ανάγνωση. Επέλεξε ζωηρές ταχύτητες, φώτισε λεπτομέρειες και συναισθήματα, ενώ λάξευσε τους χορευτικούς χαιντελικούς ρυθμούς με γούστο και ευαισθησία. Σε όλη τη βραδιά ενθάρρυνε τους τραγουδιστές του να νιώσουν και να εκφράσουν με αμεσότητα τις πλούσιες ιδέες που εμπεριέχονται στην έξοχη παρτιτούρα. Στη διάθεσή του είχε την Orchestra of the Age of Enlightenment (Ορχήστρα της Εποχής του Διαφωτισμού), με τελειοθηρικής ομορφιάς ήχο και μουσικούς ζηλευτών αρετών, που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό προτείνοντας κρυστάλλινο ήχο και μια ευρεία κλίμακα εκλεπτύνσεων ηχοχρώματος και δυναμικής.
Στην παραγωγή που παρακολουθήσαμε, η όπερα ολοκληρώνεται με ένα αργό ελεγειακό ορχηστρικό μέρος, το οποίο περιλαμβάνει σόλο όμποε, αντλημένο από την ποιμενική ωδή με τίτλο L’ Allegro, il Penseroso ed il Moderato, πάντα του ίδιου συνθέτη. Στη σκηνή βλέπουμε την Αγριππίνα ολομόναχη, μελαγχολική και απογοητευμένη. Εκ διαμέτρου διαφορετική κατάληξη συγκριτικά με την ασφαλώς αισιόδοξη εκείνη του libretto που προβλέπει, μετά από τον εορτασμό των γάμων της Ποππαίας και του Όθωνα, τον Νέρωνα, ο οποίος πλέον έχει καταλάβει τον αυτοκρατορικό θρόνο, να καλεί την Θεά Giunone (αντίστοιχη της Θεάς Ήρας) για να δώσει την ευχή της προκειμένου να τελειώσει η όπερα μέσα σε φωτεινό πνεύμα. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι και σε ηχογραφήσεις παρατηρούμε την αντικατάσταση της τελικής σκηνής της Giunone, με έναν ή περισσότερους χορούς (πολλές φορές, συνηθίζονταν την περίοδο του Handel με χορούς να ολοκληρώνονται οι παραστάσεις). Σχετικά τώρα με τις πηγές της όπερας, θα σημειώσουμε ότι διασώζεται το ιδιόγραφο της παρτιτούρας (δηλ. το μουσικό κείμενο γραμμένο από το χέρι του ίδιου του Handel), όπως επίσης και χειρόγραφα μουσικά κείμενα (τρία είναι τα σημαντικότερα) γραμμένα από χέρια αντιγραφέων της εποχής, με διαφοροποιήσεις και προσθήκες μερών, που, όμως, σχετίζονται με το ιδιόγραφο και κατ’ επέκταση με τις πρώτες παρουσιάσεις της όπερας στη Βενετία. Δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε τις πηγές, εντούτοις θα υπογραμμίσουμε ότι ο κάθε αρχιμουσικός που θα θελήσει να παρουσιάσει αυτό το χαιντελικό αριστούργημα, οφείλει να προχωρήσει σε έρευνα. Φως στο θέμα έχει ρίξει η πολύτιμη κριτική έκδοση της όπερας, που κυκλοφόρησε το 2015 (και ανατυπώθηκε το 2018) από τις μουσικές εκδόσεις Bärenreiter (ΒΑ 4092-90, ISMN 9790006543717). Πρόκειται για βαρυσήμαντη εργασία, η οποία οφείλεται στον αξέχαστο Καναδό Καθ. John Sawyer (1937-2017), διαπρεπή όσο και πολυγραφότατο μουσικολόγο-εκτελεστή μπαρόκ βιολιού και viola da gamba. Για τον ενδιαφερόμενο μουσικό και μελετητή του έργου, η έκδοση αυτή ασφαλώς αποτελεί μονόδρομο, προσφέροντας μάλιστα δύο πολύτιμα παραρτήματα (Appendix Ι και Appendix II), τα οποία περιλαμβάνουν, αντίστοιχα, την πρόσθετη μουσική που χρησιμοποιήθηκε κατά την πρώτη παρουσίαση της Βενετίας (1709-1710) και (sic) την μουσική που δεν χρησιμοποιήθηκε κατά την παραγωγή της Βενετίας (1709-1710).
Στο έργο του, ο συνθέτης ενσωματώνει, όπως προαναφέρθηκε, μουσική από άλλα έργα, τόσο δικά του όσο και άλλων. Καίτοι η όπερα χαρακτηρίζεται από αδιαμφισβήτητη μουσική και νοηματική συνοχή και πληρότητα, τονίζουμε ότι περίπου τα δύο τρίτα της προέρχονται από μουσική που προϋπήρχε. Ο ίδιος ο Handel προχώρησε σε ορισμένες προσθήκες και αλλαγές πριν από την πρεμιέρα, πειράζοντας το libretto, όπως και το δικό του αρχικό μουσικό κείμενο, προσαρμοζόμενος στις ανάγκες των παρουσιάσεων του έργου του. Yπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο ιδιόγραφο μουσικό κείμενο και σε εκείνα των χρονολογικά πρώτων αντιγραφέων. Τα τελευταία μάλλον αποτέλεσαν το βασικό υλικό της πρεμιέρας και εικάζεται ότι ενσωματώνουν τις ύστερες αλλαγές και σκέψεις του συνθέτη, που δεν συμπεριλαμβάνονται στην αρχική του ιδιόγραφη παρτιτούρα. Σε δύο από αυτά τα χειρόγραφα δεν υπάρχει η σκηνή της Giunone. Συνεπώς, δικαιολογείται εν μέρει η επιλογή ενός διαφορετικού επιλόγου από τον Kosky, ο οποίος, παραδόξως, μετά από όλα τα κωμικά στοιχεία που παρουσίασε, ένιωσε την ανάγκη, κατά την ύστατη ώρα, να δώσει ένα δικό του τέλος, μία τραγική κατάληξη στην πλοκή, απομονώνοντας την αυτοκράτειρα και βυθίζοντάς την σε σκοτεινές σκέψεις (τύψεις;).
Στο έντυπο πρόγραμμα, αναφέρεται ότι τοποθετήθηκε το σπάραγμα από το L’ Allegro, il Penseroso ed il Moderato, στη θέση των χορών, που, όπως είδαμε και πιο πάνω, συνήθως ακούγονταν κατά την εποχή του Handel. Εμείς πάντως, θα προσθέσουμε ότι στο τέλος του ιδιογράφου, ακριβώς μετά από το ρετσιτατίβο και την άρια της Giunone, V’accendano le Tede, ο ίδιος ο συνθέτης σημειώνει: Segue li balli.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω λυρικού χαρακτήρα μουσική της ποιμενικής ωδής σφράγισε μία, κατά κοινή ομολογία, θριαμβευτική λονδρέζικη ερμηνεία της αθάνατης Agrippina.
Τα παρατεταμένα όσο και ηχηρά χειροκροτήματα του κοινού, που ακολούθησαν μετά από την διάρκειας περίπου τρεισήμισι ωρών παράσταση και απευθύνονταν στον κάθε ένα από τους τραγουδιστές, στην ορχήστρα και, φυσικά, στον μαέστρο, ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένα.
Αδημονούμε για την κυκλοφορία της νέας ηχογράφησης της όπερας από την DiDonato, σε σύμπραξη με τους Fagioli και Mastroni. Ο Emelyanychev κρατάει το τιμόνι του ορχηστρικού συνόλου Il Pomo d’Oro, και συνεργάζεται με μια ομάδα ικανότατων τραγουδιστών, που, με εξαίρεση των τριών προαναφερθέντων, διαφέρει με την παράσταση του Λονδίνου. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Toblach, για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Warner Classics, την περασμένη άνοιξη (19-28/5, σημειώνουμε την συμμετοχή στην ορχήστρα του δραστήριου Λαρισαίου βιολονίστα Δημήτρη Καρακαντά) και στο πλαίσιο συναυλιακής παρουσίασης του έργου, που δόθηκε στο Λουξεμβούργο, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελόνη, το Παρίσι, το Λονδίνο και το Τούρκου (14/5-2/6).
Το ελληνικό κοινό, όπως και το κοινό από άλλες περίπου εβδομήντα χώρες, θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει την DiDonato και τον Davies στους ίδιους ρόλους, στην μεγάλη οθόνη, κατά την απευθείας μετάδοση παράστασης της Agrippina από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, στο πλαίσιο του κύκλου Met Live in HD, που προγραμματίζεται για τις 29 Φεβρουαρίου 2020.