Όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, σε καιρούς οικονομικά δύσκολους, όπου οι διεθνών προδιαγραφών παραγωγές όπερας ολοένα και λιγοστεύουν στην χώρας μας, το κοινό του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών έχει βρει μια σταθερή πηγή απόλαυσης παρακολουθώντας τις ζωντανές μεταδώσεις λαμπρών παραστάσεων της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, με γενικό τίτλο The Met: Live in HD.
Κατά το δεύτερο ήμισυ της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου, είχαμε την ευκαιρία να εκτιμήσουμε πέντε συνολικά βραδιές από το μυθικό αμερικανικό λυρικό θέατρο. Σε αυτές αναφερόμαστε ευθύς αμέσως.
Η πάντα γοητευτική Renée Fleming (Hanna Glawary) και ο Nathan Gunn (Danilo), σχημάτισαν ένα ιδανικό ζευγάρι στην εμβληματική οπερέτα του Franz Lehár, με τίτλο «Η Εύθυμη Χήρα» (Die lustige Witwe, το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στη Βιέννη, το 1905). Οι ωραίου ηχοχρώματος φωνές τους και η προσωπική τους ενέργεια, έδεναν πολύ καλά μεταξύ τους. H Fleming σχετικά πρόσφατα ανακοίνωσε ότι επιθυμεί να ασχοληθεί περισσότερο με το musical κατά τα επόμενα χρόνια. Σήμερα, στα πενήντα έξι της χρόνια, επενδύει σε μια δεύτερη καριέρα, έχοντας αποσπάει επαινετικές κριτικές από το ανοιξιάτικο, πρωταπριλιάτικο, ντεμπούτο της στο Broadway, στην μουσική κωμωδία “Living on Love” του Joe Dipietro). Κατέχει πάντα μια φωνή ιδιαίτερης λάμψης και γλυκύτητας, την οποία διαχειρίζεται πάντα με υποδειγματική τέχνη.
Στους υπόλοιπους ρόλους, τις εντυπώσεις κέρδισαν οι Kelli O’Hara (Valencienne) και Alek Shrader (Camille de Rosillon), που με τη δική τους σειρά, υπήρξαν ένα αξιοσημείωτο εκφραστικά και μουσικά ζευγάρι (οι ψηλές νότες της O’ Hara, διάσημης ντίβας του Broadway, καθαρές και λαμπερές), όπως και ο βετεράνος βαρύτονος Sir Thomas Allen (Baron Mirko Zeta), που έπεισε με την άφθαστη υποκριτική του δεινότητα και με το βρετανικό χιούμορ που έφερε με τόσο καλό γούστο στον ρόλο.
Η αγγλική μετάφραση του Jeremy Sams, που τραγουδήθηκε, αν και δεν έπειθε πάντα (τα αυτιά μας έχουν συνηθίσει τον ήχο της γερμανικής γλώσσας σε αυτές τις αθάνατες μελωδίες), δεν έβλαψε την ροηκότητα του έργου. Ο Sir Andrew Davis, επιλέγοντας γοργά tempi, έδωσε χρώμα και σπίθα στην παράσταση, κρατώντας το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.
Το εικαστικό μέρος της παραγωγής (Susan Stroman, η οποία υπέγραφε και την χορογραφία) υπήρξε κυριολεκτικά φαντασμαγορικό: τα σκηνικά (Julian Crouch) και κοστούμια (William Ivey Long), που εμπνέονταν από την παρισινή μόδα των αρχών του 20ού αιώνα, υπήρξαν θαυμάσια στην κομψότητά τους και στον καλόγουστο συνδυασμό των χρωμάτων τους. Τα κοστούμια από μόνα τους αποτελούσαν υποδείγματα υψηλής ραπτικής και όχι μόνον εκείνα των πρωταγωνιστών (17/1, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης).
Η ζωντανή μετάδοση, που ακολούθησε στις 31/1 (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), υπήρξε εκείνη της όπερας, Τα Παραμύθια του Hoffmann (Les Contes d’ Hoffmann) του Jacques Offenbach, με μια υψηλών καρατίων διανομή: Vittorio Grigolo (Hoffmann), Kate Lindsey (Μούσα), Erin Morley (Olympia), Hilda Gerzmava (Antonia), Christine Rice (Giulietta) και Thomas Hampson (Lindorf, Coppélius και Miracle). Δυστυχώς, η μετάδοση είχε πολλά προβλήματα (λόγω κακοκαιρίας, όπως μας ενημέρωσε ο υπεύθυνος τους Μεγάρου), με αποτέλεσμα κάθε λίγο να παγώνει ο ήχος και η εικόνα, από την αρχή μέχρι το τέλος της παράστασης, γεγονός ιδιαίτερα ενοχλητικό. Έτσι, δεν είναι δυνατόν, σε αυτό το σημείωμά μας, να αναφερθούμε στους ερμηνευτές, μολονότι, από το λίγο που μπορέσαμε να ακούσουμε, ομολογούμε ότι όλοι έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και ότι ο Grigolo πρότεινε έναν ήρωα ευαίσθητο, συγκινητικό και ευέλικτο, φωνητικά και υποκριτικά. Η σκηνοθεσία (Bartlett Sher), τα σκηνικά (Michael Yeargan), τα κοστούμια (Catherine Zuber), οι φωτισμοί (James F. Ingalls) και η χορογραφία (Dou Dou Houang), μας μετέφεραν με προσοχή και αδιαμφισβήτητη επιτυχία στον μαγευτικό κόσμο αυτής της όπερας. Βρέθηκαν τα κατάλληλα μέσα και φαντασία (τεράστια σκηνικά, φωτεινά χρώματα, φωτισμοί με νόημα), προκειμένου κάθε πράξη, που αναφερόταν σε μια διαφορετική γυναίκα των ονείρων του ήρωα, να αποκτήσει προσωπικό στίγμα και glamour, εκεί που χρειαζόταν. Κρίμα που τα τεχνικά προβλήματα κατέστρεψαν αυτή την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια μεγάλη παράσταση της πολυαγαπημένης αυτής όπερας.
Προχωρώντας, στις 14/2 (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), παρακολουθήσαμε, για μας τουλάχιστον, την πλέον ενδιαφέρουσα παραγωγή της φετινής σαιζόν του αμερικανικού λυρικού θεάτρου. Ο λόγος για δυο τις αριστουργηματικές μονόπρακτες όπερες, «Iolanta», Οp. 69, του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, και «Ο Πύργος του Κυανοπώγωνα» (A kékszakállú herceg vára), του Béla Bartók, που παρουσιάστηκαν σε μια βραδιά. Το έργο του Tchaikovsky γράφτηκε κατά το 1891, περιγράφει τον έρωτα της τυφλής πριγκίπισσας Iolanta για τον Κόμη Vaudémont και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο 1892 μαζί με το διάσημο μπαλέτο του ίδιου συνθέτη, «Ο Καρυοθραύστης» (Щелкунчик).
Τους δύο προαναφερθέντες πρωταγωνιστικούς ρόλους κράτησαν οι Anna Netrebko και Piotr Beczala, και με πόση επιτυχία! Δεν ήταν μόνον οι φωνητικές τους ποιότητες, αλλά το ξεχωριστό ερμηνευτικό τους ήθος σε συνδυασμό με την βαθύτατη κατανόηση των ζητουμένων αυτής της παραμυθένιας και όλο συμβολισμούς παρτιτούρας, που τους επέτρεψαν να αποδώσουν τόσο πειστικά τους ρόλους. H Netrebko έφερε στην επιφάνεια όλη την εύθραυστη αθωότητα της ηρωίδας, ενώ ο Beczala, το αυθόρμητο πάθος του επίσης ευγενικής καταγωγής ήρωα. Η υπόλοιπη διανομή σχηματίστηκε από τους Ilya Bannik (πατέρας της Iolanta), Alexey Markov (Robert), Elchin Azizov (Ibn-Hakia, γιατρός) και Alexei Tanovitski (Βασιλιάς René), οι οποίοι στήριξαν τους ρόλους τους με απολαυστική φωνητική δεξιότητα και θεατρική ένταση. Ο Valery Gergiev, με τεράστια εμπειρία στο ρώσικο ρεπερτόριο και αξιοποιώντας εύστοχα τα αργά tempi που υιοθετούσε για τις μεγάλες μελωδικές φράσεις, αποδείχθηκε ιδανικός αρχιμουσικός. Πέτυχε να καθοδηγήσει τους τραγουδιστές, την χορωδία και την ορχήστρα, με αισθαντικότητα και έμπειρη γνώση σε αυτή την υπέροχα ρομαντική και τρυφερή όπερα.
Κατά το δεύτερο μέρος της βραδιάς, παρακολουθήσαμε το κορυφαίο σκηνικό μπαρτοκικό έργο, ολοκληρωμένο το 1911, σε μια εξίσου αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η βαριά, σε στιγμές αγωνιώδης και τρομακτική ατμόσφαιρα της όπερας, που περιγράφει την πρώτη επίσκεψη της νέας συζύγου του Δούκα, στον αιματοβαμμένο πύργο του, αποδόθηκε με ανάγλυφη ένταση και ορθή άρθρωση του θαυμάσιου ουγγρικού ποιητικού κειμένου (Béla Balázs) από τους Nadja Michael (Judith) και Mikhail Petrenko (Κυανοπώγωνας). O Gergiev ενθάρρυνε τους δύο τραγουδιστές του να προσφέρουν ψυχογραφικές ερμηνείες, ενώ ο ίδιος εκμαίευσε μια δραματική και γεμάτη ηχοχρώματα ερμηνεία από την ορχήστρα του, προσεκτικά κλιμακώνοντας τα συναισθηματικά επίπεδα. Στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας αυτής της παραγωγής οφείλεται, δίχως άλλο, στον Πολωνού σκηνοθέτη Mariusz Trelinksi, γνωστού τόσο για τις κινηματογραφικές όσο και οπερατικές του παραγωγές, ο οποίος εμπνεόμενος από τα κλασικά noir film της δεκαετίας του ‘40 και συνεργαζόμενος με τους πραγματικά πολύτιμους Boris Kudlicka (σκηνικά), Marek Adamski (κοστούμια), Marc Heinz (φωτισμοί) και Bartek Macias (σχεδιασμός βιντεοπροβολών), πρόσφερε μια εικαστική πρόταση, κομψή και γεμάτη εφέ, που παρέπεμπε σε χολιγουντιανά θρίλερ. Η κλειστοφοβική, οδυνηρά πιεστική και γεμάτη αγωνιώδεις αμφιβολίες ατμόσφαιρα (η Judith, που σε στιγμές παρουσιάζεται πολύ αισθησιακή και ερωτική, αισθάνεται τα ένστικτα του δολοφόνου συζύγου της), αποδόθηκε τέλεια. Μέσα σε ένα στοιχειωμένο ασανσέρ, που θα μπορούσε να βρίσκεται σε βιομηχανικό εργοστάσιο, οι δύο ήρωες μεταφέρονται στα κρυφά δωμάτια και στις κρυφές πόρτες του τρόμου όπου κρύβονται η βία, ο βασανισμός και ο θάνατος. Άλλοτε γκρίζα, άλλοτε μαύρα και άλλοτε κόκκινα χρώματα, τυλιγμένα σε σκιές, τονίζουν τα σκοτεινά συναισθήματα και κλείνουν το μάτι στα χιτσκοκικά ψυχοδράματα.
Ευχόμαστε, η παραγωγή να κυκλοφορήσει σε DVD’s. Όντως, θα άξιζε.