Στις 06/06 παρακολουθήσα στο κατάμεστο Ηρώδειο την τέταρτη κατά σειρά παράσταση του αριστουργήματος του Πουτσίνι Τόσκα, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Λουκά Καρυτινού και τη σκηνοθετική υπογραφή του Αργεντίνου Ούγκο ντε Άνα. Ο κ. Καρυτινός, βαθύς γνώστης του έργου μιας και το έχει διευθύνει πάρα πολλές φορές, οδήγησε την ορχήστρα και τις δύο χορωδίες (παιδική και ενηλίκων) με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνος ξέρει, καταθέτοντας ταπεινά την εμπειρία τόσων ετών. Εξαιρετικές ήταν οι βιντεοπροβολές του Σέρτζο Μετάλλι που εκτός από ιστορικά τεκμηριωμένες, λειτούργησαν και ως ταυτόχρονες δράσεις των συμβάντων εκτός σκηνής, γεγονός που πάντοτε αποτελεί πρόκληση.
Εντυπωσιακές ήταν οι εμφανίσεις του Τάσου Αποστόλου (Τσέζαρε Αντζελόττι) και Πέτρου Μαγουλά (Νεωκόρος). Αμφότεροι μέσα στο πνεύμα των ρόλων που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν – αν και δευτερεύοντες, φάνηκε ξεκάθαρα πως μελετήθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα και αγάπη, ενώ τραγουδήθηκαν με εξαιρετική υποκριτική προσέγγιση.
Η ερμηνεία του πρωταγωνιστικού ρόλου είχε αρκετά κενά, μεταξύ αυτών η υψηλή φωνητική περιοχή της Γευγκένια Μουραβιέβα που φάνηκε πως της έλειπε το σώμα, ενώ σε κάποια σημεία αποδείχθηκε ανεπαρκής – όπως για παράδειγμα το κόντρα ντο της τρίτης πράξης («Io quella lama gli piantai nel cor»). Μου θύμισε τις υψηλές νότες της Anja Silja, μόνο που οι ερμηνείες της τελευταίας συνιστούσαν ένα tour de force σε αντίθεση με τη Ρωσίδα υψίφωνο, της οποίας η Τόσκα δεν ήταν καθόλου «λαμπερή και καυτή σαν ηφαίστειο», όπως η ίδια δήλωσε σε συνέντευξή της στο Athens Voice λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα.
Ο Ρικάρντο Μάσσι ερμήνευσε τον ρόλο του ζωγράφου Μάριο Καβαραντόσσι αξιοπρεπώς, με φωνητικό αποκορύφωμα τη διάσημη και πολύ αγαπητή άρια της τρίτης πράξης «E lucevan le stelle…». Μία γενική διαπίστωση πάντως, συνιστά το γεγονός πως τις τελευταίες δεκαετίες πολύ πιο ελαφριές φωνές αναγκάζονται να υποδυθούν πιο βαριούς ρόλους εξ΄ αιτίας της οπερατικής «βιομηχανίας» και των γρήγορων ρυθμών που επικρατούν σε αυτή, με ολέθρια αποτελέσματα για τη φωνή και τη φυσική της ανάπτυξη μέσα στον χρόνο.
Την παράσταση «έκλεψε κι έσωσε» η εμφάνιση του σαδιστή, τσιγκούνη και δόλιου Σκάρπια που ερμήνευσε ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος. Ο Έλληνας βαρύτονος απέδειξε περίτρανα πως γνωρίζει άριστα την τέχνη του λυρικού τραγουδιού αλλά και αυτή της υποκριτικής, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει πως να αποδώσει οτιδήποτε με όμορφο και κομψό τρόπο – ακόμα και τη σκληρή σκηνή του ωμού εκβιασμού, του ψυχολογικού θρίλερ που εκτυλίσσεται στη δεύτερη πράξη. Οφείλω να παρατηρήσω πως έδωσε μία πιο noble και εκλεπτυσμένη έκφραση στον ρόλο του «κακού» Σκάρπια. Ο κ. Χριστογιαννόπουλος είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που ξέρει πολύ κάλα τι τραγουδά και τον τρόπο να το «σερβίρει» στο κοινό, το οποίο του επιφύλαξε ένα θερμότατο χειροκρότημα. Του αξίζουν χίλια μπράβο.