Η τσεμπαλίστα Γιούλη Βεντούρα σε έργα Γάλλων Δασκάλων της εποχής μπαρόκ– Το κουαρτέτο Εγχόρδων της Scala σε έργα Puccini, Beethoven και Franck – Η Συμφωνία αρ. 2 του Mahler από την ΚΟΑ, υπό τον Christoph Eschenbach – «Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Mahagonny» του Kurt Weill από την ΕΛΣ – Janine Jansen και Denis Kozhukhin σε συναισθηματικά φορτισμένες αναγνώσεις σημαντικών έργων μουσικής δωματίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

O Christophe Eschenbach συνεργάζεται με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, διευθύνοντας τη Συμφωνία αρ. 2 του Gustav Mahler. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki.
Η τσεμπαλίστα Γιούλη Βεντούρα.

 

 

Η δραστήρια τσεμπαλίστα Γιούλη Βεντούρα, που υπήρξε άλλοτε μαθήτρια της αλησμόνητης λογίας τσεμπαλίστας, συγγραφέως και πολύτιμης παιδαγωγού, Μαργαρίτας Δαλμάτη (1921-2009), συνεχίζει με σταθερά βήματα την επιτυχημένη πορεία της, τόσο συναυλιακά όσο και δισκογραφικά. Θυμίζουμε ότι μόλις πέρυσι κυκλοφόρησε η ηχογράφησή της, των Παραλλαγών Goldberg, BWV 988, του Johann Sebastian Bach (1685-1750), που κέρδισε τις εντυπώσεις και βραβεύθηκε (Phasma Music, BOBN8VQR2). Μέσα από των έργων την προσεκτική μελέτη, που πάντα επενδύεται με ενθουσιασμό και όραμα, η μουσικός πετυχαίνει να υποστηρίξει ερμηνείες ιδιαίτερου γούστου και ενδιαφέροντος ενός ευρύτατου ρεπερτορίου που καλύπτει εργογραφία διαφορετικών εποχών, από τον 17ο αιώνα, τον 18ο αιώνα, τον 20ό αιώνα αλλά και από τη σύγχρονη εποχή. Ας σημειωθεί ότι έχει ερμηνεύσει ικανό αριθμό σύγχρονων έργων για το τσέμπαλο αρκετά εκ των οποίων είναι αφιερωμένα σε εκείνη ή δημιουργήθηκαν μετά από δική της πρωτοβουλία.

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πιο πρόσφατη εμφάνιση της Βεντούρα, που πραγματοποιήθηκε στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών, στις 6/4, σε ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα επιφανών μουσουργών της λεγόμενης εποχής μπαρόκ· στην ίδια συναυλία συμμετείχε η νεαρή μεσόφωνος Μάιρα Γεωργάρου. Ειδικότερα, η πρώτη έπαιξε έργα για σόλο τσέμπαλο των Jean-Henri d’Anglebert, Les songes agréables d’Atys (μεταγραφή της τέταρτης σκηνής από την τρίτη πράξη της όπερας Atys του Jean-Baptiste Lully, 1632-1687) και Εισαγωγή στον Κάδμο (μεταγραφή της εισαγωγής από την όπερα Cadmus του Lully), Antoine Forqueray (1671-1745)/Jean-Baptiste Forqueray (1699-1782), La Bellmont, La Portugaise και Jupiter, και Michel Corrette (1707-1795), μεταγραφές, κατά σειρά εκτέλεσης, του ενδέκατου μέρους, Inflammatus et accensus, και του δέκατου, Fa cut portem Christi mortem, από το Stabat Mater του Giovanni Battista Pergolesi (1710-1736), προερχόμενα από τη συλλογή του Βιβλίου αρ. 3, της σειράς με γενικό τίτλο, Les amusemens (sic) du Parnasse του Corrette. Σε κάθε μία από τις παρτιτούρες, η καλλιτέχνις απέδωσε τον απαιτούμενο χαρακτήρα με προσοχή και με ιδιωματικό τρόπο αξιοποιώντας παράλληλα τις δυνατότητες του θαυμάσιου οργάνου που είχε στη διάθεσή της, προερχόμενο από τη συλλογή της και κατασκευασμένο το 2006 από τον Γάλλο Marc Ducornet (Atelier Marc Ducornet). Η ομορφιά της γραφής των σελίδων που προσέγγισε, με τα πάμπολλα διανθίσματα, κάθε άλλο παρά εύκολα στην ερμηνεία τους, αρθρώθηκαν με ιδιαίτερη άνεση και βεβαιότητα. Η μουσικότητα και οι ποιότητες του κρυστάλλινης διαύγειας παιξίματός της εκτιμήθηκαν και κατά τη συνοδεία των φωνητικών τεμαχίων, τα οποία παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα σόλο έργα και ερμηνεύτηκαν με ευαισθησία και βαθιά φωνή (σχεδόν contralto) από την Γεωργάρου: Antonio Vivaldi (1678-1741), Cum dederit από το Nisit Dominus, RV 608, George Frideric Handel (1685-1759), Father of heaven από το Ορατόριο Judas Maccabeus, HWV 63, Pergolesi (1710-1736), Quae moerebat et dolebat και Eja mater fons amoris, από το Stabat Mater, P.77. Αναμένουμε την περαιτέρω εξερεύνηση του εύφορου γαλλικού ρεπερτορίου της εποχής μπαρόκ από την εκλεκτή τσεμπαλίστα.

Το Quartetto d’ Archi della Scala συμπράτττει με τον πιανίστα Alastair Beatson. Φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης.

Προχωρώντας, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), στις 8/4, ακούσαμε συναυλία του Κουαρτέτου Εγχόρδων της Scala (Quartetto d’Archi della Scala), αποτελούμενο από τους Francesco Manara, βιολί, Daniele Pascolettti, βιολί, Simonide Braconi, βιόλα, και Massimo Polidori, βιολοντσέλο. Σημειώνουμε ότι οι ίδιοι μουσικοί, μέλη της Ορχήστρας της Όπερας της Scala του Μιλάνου, λίγο καιρό νωρίτερα, στις 26/3, στο foyer του περίφημου ιταλικού λυρικού θεάτρου, έπαιξαν μέσα σε κλίμα θλίψης την Cavatina, πέμπτο μέρος από το Κουαρτέτο αρ. 13, Op. 130, του Ludwig van Beethoven (1770-1827), όπως και το Αργό Μέρος (γερμ. Langsamer Satz), για κουαρτέτο εγχόρδων, του Anton Webern (1883-1945), μπροστά από το φέρετρο του κορυφαίου πιανίστα Maurizio Pollini (1942-2024), που είχε φύγει από τη ζωή μόλις τρεις μέρες νωρίτερα, στις 23/3, και είχε τιμήσει τη σκηνή της Scala με ρεσιτάλ που είχε δώσει κατά τη διάρκεια της μακράς σταδιοδρομίας του.

Η αθηναϊκή συναυλία του Κουαρτέτου εγκαινιάστηκε με την ελκυστική σύνθεση Crisantemi (Χρυσάνθεμα), SC 65, του Giacomo Puccini (1858-1924). Το έργο γράφτηκε σε μία νύχτα από τον νεαρό τότε μουσουργό, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του αγαπημένου του φίλου Αμεδαίου της Σαβοΐας (Amedeo di Savoia, 1845-1890), τέως βασιλέα της Ισπανίας. Ο τίτλος του έργου δεν είναι τυχαίος αφού τα χρυσάνθεμα είναι  λουλούδια που είθισται να κοσμούν πένθιμες τελετές. Το εξαιρετικό Quartetto d’Archi della Scala φρόντισε με προσοχή να φέρει στην επιφάνεια τη μελαγχολική διάθεση του έργου. Στη συνέχεια, πρότεινε τα  Τρία Μενουέτα (ιταλ. Tre Menuetti), SC 61, του ίδιου συνθέτη, επίσης νεανικά έργα, τα οποία ερμήνευσε σεβόμενο τον εκλεπτυσμένο χαρακτήρα των ρυθμικών σχημάτων και των μελωδιών τους. Μετά από τις γοητευτικές σελίδες του Puccini, εισέδυσε στα βαθιά νερά του Κουαρτέτου εγχόρδων, Op. 18, αρ. 4, του Beethoven. Σε αυτό το έργο, που αρχίζει στην πένθιμη τονικότητα της ντο ελάσσονας, οι τέσσερις μουσικοί του, αξιοποιώντας τον θερμό ήχο τους και μέσω υποδειγματικής σύμπραξης, έφεραν στο φως τόσο τις αγωνιώδεις σελίδες της παρτιτούρας, όσο και εκείνες που, όπως πάντα στο μπετοβενικό σύμπαν, δίνουν χώρο για αισιοδοξία και ελπίδα. Η ιδιαίτερη δραματική, σχεδόν οπερατική, έκφραση του συνόλου, ασφαλώς οφείλει πολλά στην πείρα των μουσικών του από την στενή επαφή τους με το είδος της όπερας.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας καλύφθηκε από το Κουιντέτο με πιάνο του César Franck (1822-1890), αφιερωμένο στον διάσημο ομότεχνό του, Camille Saint-Saëns (1835-1921). Το μέρος του πιάνου κατά την αθηναϊκή εκτέλεση κράτησε ο Σκωτσέζος πιανίστας Alastair Beatson, τον οποίον, θυμίζουμε, είχαμε ακούσει πάλι στην ίδια αίθουσα, στις 26/10/2022, στο πλάι της Ρωσο-Βρετανής βιολονίστας Victoria Mullova. Η γενναιόδωρα εκφραστική γραφή του Franck, με τα εκρηκτικά ξεσπάσματα, αλλά και τις στιγμές εκστατικού στοχασμού, βρήκαν τον πιανίστα και το κουαρτέτο σε έξοχη φόρμα. Η πυκνή υφή, η έντονα χρωματική αρμονία, με τις βαγκνερικές επιρροές της, οι εναλλαγές δυναμικής, οι εκτενείς θεματικές μεταμορφώσεις και η ανάπτυξη των δομικών στοιχείων της παρτιτούρας έλαμψαν στα χέρια των μουσικών. Εκτός προγράμματος, οι μουσικοί πρόσφεραν με ένταση και δεξιοτεχνικό οίστρο εκτελεσμένο, το τρίτο μέρος, Scherzo, από το Κουιντέτο με πιάνο, Op. 34, του Johannes Brahms (1833-1897).

O αρχιμουσικός Christophe Eschenbach συνεργάζεται με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, διευθύνοντας τη Συμφωνία αρ. 2 του Gustav Mahler. Φωτογραφία: Margarita Yoko Nikitaki.

Μερικές μέρες αργότερα, στις 11/4, στην ίδια αίθουσα, παρακολουθήσαμε συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), υπό τη διεύθυνση του σημαντικού Γερμανού αρχιμουσικού και πιανίστα Christoph Eschenbach, ο οποίος τα τελευταία χρόνια, τιμά συχνά το podium της ελληνικής ορχήστρας. Το πρόγραμμα καλύφθηκε από τη Συμφωνία αρ. 2, τη λεγόμενη της Αναστάσεως (γερμ. Die Auferstehung), του Gustav Mahler (1860-1911), η σύνθεση της οποίας ολοκληρώθηκε το 1895 και πρωτοπαρουσιάστηκε κατά το επόμενο έτος στο Βερολίνο, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, υπό τη διεύθυνση του μουσουργού. Κάθε φορά που ο Eschenbach συνεργάζεται με την ΚΟΑ, το αποτέλεσμα είναι ιδιαιτέρως ποιοτικό. Η ανάγνωση που πρότεινε υπήρξε δραματική και καλά οργανωμένη, ενώ παρότρυνε τους μουσικούς να δώσουν έμφαση στις εσωτερικές ψυχολογικές εντάσεις της παρτιτούρας. Η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, η μεσόφωνος Νεφέλη Κωτσέλη, η Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων συνέδραμαν στην επιτυχία της ερμηνείας, καίτοι σημειώσαμε  προβλήματα συντονισμού, ενίοτε έντονα, στις χορωδίες, με εμφανείς αδυναμίες στο ανδρικό τμήμα.

Σκηνή από την πρεμιέρα της όπερας “Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Mahagonny” (Aufstieg und Fall der Stadt Mahagonny) του Kurt Weill, όπως παρουσιάστηκε από την ΕΛΣ. Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος.

Την επόμενη βραδιά, 12/4, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της νέας παραγωγής της όπερας σε είκοσι σκηνές με τίτλο Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Mahagonny (Aufstieg und Fall der Stadt Mahagonny) του Kurt Weill (1900-1950), σε λιμπρέτο του Bertold Brecht (1898-1956), παρουσιασμένη για πρώτη φορά το 1930, στο Neues Theater της Λειψίας, με αξιοσημείωτη επιτυχία. Ας μας επιτραπεί εδώ να αναφέρουμε ότι πάντα θυμόμαστε το εύστοχο και με απλά μέσα ανέβασμα του ίδιου έργου από την Ισπανική ομάδα Fura dels Baus, που είχαμε παρακολουθήσει στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του ΜΜΑ (13/3/2012), στο πλαίσιο συνεργασίας του ΜΜΑ με το Teatro Real της Μαδρίτης.

Πρόσφατα, ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, συνεργαζόμενος με τους Εύα Μαριδάκη (σκηνικά), Ιωάννα Τσάμη (κοστούμια), Amalia Bennett (χορογραφία, κινησιολογία), Reichard Traub (φωτισμοί), Παντελή Μάκκα (βίντεο) και Δημήτρη Παπαδόπουλο (κάμερα επί σκηνής), πρότεινε μία προσέγγιση που διέθετε σκέψη, εκφραστικό σφρίγος και υπογράμμιζε ορθά και άμεσα το στοιχείο της κριτικής και της σάτιρας των δημιουργών που με δυσαρέσκεια και ανησυχία έβλεπαν την επικράτηση του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση του πολιτικοκοινωνικού πλαισίου τόσο της Γερμανίας (Δημοκρατία της Βαϊμάρης) όσο και της Αμερικής εκείνης της εποχής. Βεβαίως, η πόλη του Mahagonny, με τα σαθρά ηθικά της θεμέλια, είναι εκείνη του κέρδους, των απολαύσεων και της ηδονής, αλληγορική εικόνα της καπιταλιστικής εποχής, μέσα στην οποία γεννήθηκε το έργο. Η επί σκηνής κάμερα και οι βιντεοπροβολές υπήρξαν πειστική προσθήκη του τελευταίου αθηναϊκού ανεβάσματος, δίνοντας μία κινηματογραφική αίσθηση των πρώτων ετών του ασπρόμαυρου βωβού κινηματογράφου. Η ομάδα των λυρικών καλλιτεχνών, υπό τη διεύθυνση του έμπειρου αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη, τραγούδησε και έπαιξε με ενθουσιασμό, καλή (με λίγες εξαιρέσεις) εκφορά του γερμανικού κειμένου και προσοχή στην ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης των μεγαλύτερων και μικρότερων ρόλων: Άννα Αγάθωνος (Leokadja Begbick), Χρήστος Κεχρής (Fatty), Τάσος Αποστόλου (Trinity Moses), Μαρισσία Παπαλεξίου (Jenny Hill), Βασίλης Καβάγιας (Jim Mahoney), Γιάννης Καλύβας (Jack/Tobby), Χάρης Ανδριανός (Bill), Γιάννης Γιαννίσης (Joe), Μαρία Μητσοπούλου, Ήρα Ζέρβα, Liudmila Bondarenko, Αντωνία Δεσπούλη, Barunka Preisinger και Mάγδα Τζαβέλλα (Έξι κορίτσια). Φροντισμένη υπήρξε και η απόδοση τόσο της ορχήστρας όσο και της χορωδίας της ΕΛΣ, μολονότι από την τελευταία, σε στιγμές, θα θέλαμε ακόμη καθαρότερη άρθρωση του γερμανικού κειμένου και φωτισμό του νοήματος των λέξεων.

Η βιολονίστα Janine Jansen και ο πιανίστας Denis Kozhukhin στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης.

Συνεχίζοντας, δύο θαυμάσιους όσο και καταξιωμένους καλλιτέχνες είχαμε τη χαρά να παρακολουθήσουμε σε αγαστή σύμπραξη στο ΜΜΑ, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, στις 16/4. Ο λόγος για την Ολλανδή βιολονίστα Janine Jansen και τον Ρώσσο πιανίστα Denis Kozhukhin. Σε ένα απαιτητικό πρόγραμμα έργων μουσικής δωματίου τριών εμβληματικών μουσουργών του γερμανικού ρομαντισμού, που συνδέονταν στενά μεταξύ τους, διακρίθηκαν τόσο το μουσικό ήθος όσο και η δεξιοτεχνία των εν λόγω εκτελεστών. Πιο συγκεκριμένα, ο σκοτεινός, αγωνιώδης, με τα γεμάτο πόνο και παράπονα sforzati του πρώτου μέρους, Mit leidenschaftlichem Ausdruck (ελλ. με παθιασμένη έκφραση), αλλά και γενικότερα οι χαρακτηριστικές ποιητικές αναζητήσεις των σελίδων της Σονάτας για βιολί και πιάνο αρ. 1, Op. 105, του Robert Schumann (1810-1856), o αστείρευτος ρομαντισμός της Σονάτας για βιολί και πιάνο αρ. 2, Op. 100, του Johannes Brahms (1833-1897), ο συγκινητικός λυρισμός των Τριών Ρομάντζων για βιολί και πιάνο, Op. 22, της Clara Schumann (1819-1896) και η υψηλή έμπνευση της δομικά υποδειγματικής Σονάτας για βιολί και πιάνο αρ. 3, Op. 108, του Brahms, προσεγγίσταν με μοναδική ευαισθησία, τέχνη και φαντασία. Ο βελούδινος και πάντα γοητευτικός ήχος της Jansen, με ένα vibrato από καρδιάς βγαλμένο, σε συνδυασμό με την αναλυτική και πάντα καθαρή άρθρωση του Kozhukhin, μας πρόσφεραν βαθύτατη ικανοποίηση. Οι δύο μουσικοί, μας καληνύχτισαν με τη μεταγραφή για βιολί και πιάνο του τραγουδιού Feldeinsamkeit (ελλ. μοναξιά στο χωράφι), Op. 86, αρ. 2 (από τον κύκλο των 6 Lieder, Op. 86), του Brahms, που ερμήνευσαν με ονειρική τρυφερότητα, σφραγίζοντας έτσι μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες βραδιές της καλλιτεχνικής περιόδου.

 

 

 

 

 

 

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.