Στο Royal Festival Hall, στις 5/4, είχαμε τη χαρά να εκτιμήσουμε ρεσιτάλ της μεγάλης Ιαπωνίδας πιανίστας Dame Mitsuko Uchida, η οποία μας ανέβασε στον Όλυμπο της πιανιστικής φιλολογίας ερμηνεύοντας τις τρεις ύστατες Σονάτες, Opp. 109-111 του Ludwig van Beethoven (1770-1827). Οι βαθύτατα φιλοσοφημένες, συναισθηματικά φορτισμένες και αναλυτικές αναγνώσεις της, που κάθε στιγμή ανεδείκνυαν τη στιβαρή δομή και άφθαστη μπετοβενική έμπνευση, μας πρόσφεραν ιδιαίτερη ψυχική και πνευματική αγαλλίαση.
Στο Wigmore Hall, στις 13/4, το σημαντικό κουαρτέτο εγχόρδων Belcea Quartet και ο διακεκριμένος πιανίστας Bertrand Chamayou, σε αγαστή συνεργασία, εξερεύνησαν δύο πολυαγαπημένες όσο και σημαντικές σελίδες μουσικής δωματίου. Στο πρώτο μέρος, πρότειναν μία σφριγηλή ερμηνεία, εξαιρετικής ροής, του Κουιντέτου με πιάνο, Op. 57, του Dimitri Shostakovich (1906-1975), έργο του 1940, φροντίζοντας για την ανάδειξη των αντικρουόμενων συναισθημάτων που διέπουν πολλές από τις σελίδες του και ιδίως την πολυφωνική γραφή του δευτέρου μέρους, Fugue: Adagio. Στο δεύτερο μέρος, ανέδειξαν την υπέροχη γραφή, τον μαγευτικό λυρισμό, την έντονα χρωματική αρμονική γλώσσα, με τις γόνιμες βαγκνερικές επιρροές της, που συνδράμουν στο τόσο προσωπικό ύφος του μουσουργού, άλλα και τη χαρακτηριστική ρομαντική ένταση, του Κουιντέτου με πιάνο, που ο César Franck (1822-1890) ολοκλήρωσε το 1879. Εκτός προγράμματος, χάρισαν με φτεροπόδαρη σβελτάδα την τρίτη κίνηση, Scherzo (Furiant): Molto vivace, προερχόμενη από το Κουιντέτο με πιάνο αρ. 2 του Antonín Dvořak (1841-1904), έργο ολοκληρωμένο το 1887.
Στον Ναό του Αγ. Γαβριήλ (St Gabriel’s, Pimlico), στις 16/4, ακούσαμε μία με συγκίνηση, προσοχή και μουσικότητα μπολιασμένη ερμηνεία των Κατά Ιωάννη Παθών (γερμ. Johannes-Passion, λατ. Passio secundum Joannem), BWV 245, του Johann Sebastian Bach (1685-1750). Οι Eliza Lucyna Masewicz, σορπάνο, Katie Macdonald, άλτο, James Beddoe, τενόρος (Ευαγγελιστής), Sam Leggett, τενόρος, Hector Bloggs, βαρύτονος (Ιησούς), George Robarts, μπάσος (Πιλάτος), η χορωδία Hesperos, εξαιρετικά προετοιμασμένη από τον Charlie Warren, ο οποίος έπαιξε και τα μέρη του εκκλησιαστικού οργάνου, η London City Orchestra, υπό τη διεύθυνση του Thomas Payne, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Ωστόσο, ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε τον Beddoe, που ερμήνευσε το μέρος του Ευαγγελιστή με σωστά υπογραμμισμένη αφηγηματική διάθεση και προσοχή στα νοήματα το κειμένου.
Συνεχίζοντας, στη Βασιλική Όπερα, στις 17/4, παρακολουθήσαμε τη βρετανική πρεμιέρα της εξαιρετικά καλογραμμένης, τραγικής νέας όπερας, με τίτλο Innocence (ελλ. Αθωότητα), της σπουδαίας σύγχρονης μουσουργού Kaija Saariaho (γ. 1952). Πρόκειται για συμπαραγωγή του Διεθνούς Φεστιβάλ Λυρικής Τέχνης του Aix-en-Provence (παγκόσμια πρώτη, 3/7/2021), της Βασιλικής Όπερας Covent Garden, της Εθνικής Όπερας της Φινλανδίας (πρώτη παρουσίαση, Οκτώβριος 2022), της Όπερας του San Francisco (πρώτη παρουσίαση, καλοκαίρι 2024) και της Εθνικής Όπερας της Ολλανδίας (πρώτη παρουσίαση, φθινόπωρο 2023). Η συνθέτρια τίμησε με την παρουσία της την βραδιά (στο τέλος, εμφανίστηκε στη σκηνή σε αναπηρικό αμαξίδιο και συγκινημένη δέχθηκε το θερμό χειροκρότημα του κοινού). Η πλοκή της όπερας, που θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από ταινία θρίλερ, λαβαίνει χώρα κατά την δεκαετία του 2000 και σχετίζεται με μία σερβιτόρα (Tereza), που αντικαθιστά συνάδελφό της σε γαμήλιο δείπνο. Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι ο γαμπρός είναι ο μικρός αδερφός του αγοριού που σκότωσε την έφηβη κόρη της και αρκετούς άλλους, κατά τη διάρκεια φονικών πυροβολισμών σε διεθνές σχολείο, μία δεκαετία νωρίτερα. Η οικογένεια του γαμπρού έχει κρατήσει το μυστικό από τη νύφη, που αγνοεί τα πάντα. Κατά τη διάρκεια του έργου, διάφορα μυστικά έρχονται σταδιακά στην επιφάνεια. Όμως, δεν είναι μόνο το συναρπαστικό libretto (που τραγουδιέται και απαγγέλλεται σε διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων είναι και η ελληνική), της γνωστής θεατρικής συγγραφέας Sofi Oksanen (γ. 1977), που δίνει φτερά στην όπερα, αλλά η ίδια η μουσική και η σκοτεινή-τρομακτική ατμόσφαιρα που καταφέρνει να στήσει η Saariaho. Οι ποικίλοι ρυθμικοί συνδυασμοί, η αξιοποίηση της ανθρώπινης φωνής, των συλλαβών, των συμφώνων και φωνηέντων, η «θεατρικότητα» της σύνθεσης, όπως και η εξαιρετική ενορχήστρωση, με πολλούς όσο και ευφάνταστους διαφορετικούς ήχους, κρατάνε τον θεατή/ακροατή σε αγωνία μέχρι το τέλος του έργου, που ξετυλίγεται απνευστί μέσα σε περίπου μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά, δίχως διάλειμμα.
Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης (και θεατρικός συγγραφέας) Simon Stone, σε αγαστή σύμπραξη με τους Chloe Lamford (σκηνικά), Mel Page (κοστούμια), James Farncombe (φωτισμοί) και Arco Renz (χορογραφία), δίνει με προσοχή σάρκα και οστά στη ζοφερή εξιστόρηση. Το πολυεπίπεδο σκηνικό, με τους διάφορους χώρους-δωμάτια-αίθουσες, βοήθησε πολύ την εξέλιξη της πλοκής και στήριξε το ψυχογραφικό μέρος του έργου. Η διάσημη αρχιμουσικός Susanna Mälkki καθοδήγησε τους τραγουδιστές, την ορχήστρα και την χορωδία με πυγμή, προσωπικότητα και προσοχή στα ζητούμενα της μουσικά και τεχνικά απαιτητικότατης παρτιτούρας. Οι λυρικοί τραγουδιστές σχημάτισαν μία σφιχτοδεμένη ομάδα, τραγουδώντας και παίζοντας με πειστική ένταση: Jenny Carlstedt (η σερβιτόρα, Tereza), Sandrine Piau (η πεθερά, Patricia), Christopher Purves (ο πεθερός, Henrik), Lilian Farahani (η νύφη, Stela), Markus Nykänen (ο γαμπρός, Tuomas), Timo Riihonen (ο ιερέας), Lucy Shelton (η Δασκάλα, Cecilia), Vilma Jää (Μαθήτρια, Markéta), Beata Mordal (Μαθήτρια, Lilly), Julian Hega (Μαθήτρια, Iris), Simon Kuth (Μαθητής, Anton), Camilo Delgado Díaz (Μαθητής, Jerónimo) και Marina Dumont (Μαθήτρια, Alexia).
Προχωρώντας, στο Wigmore Hall, στις 18/4, παρακολουθήσαμε το εορταστικό ρεσιτάλ του βιρτουόζου πιανίστα Leslie Howard, που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση των εβδομήντα πέντε του χρόνων. Ο καλλιτέχνης έχει ηχογραφήσει πλήρες το έργο για σόλο πιάνο του Franz Liszt (1811-1886), στον οποίον έχει εδώ και δεκαετίες αφιερώσει την τέχνη του. Έτσι, το ρεσιτάλ του δεν θα μπορούσε παρά να αποτελείται από έργα αποκλειστικά του αγαπημένου του μουσουργού. Με γνώση, μεγάλο ήχο και προσοχή στο ύφος, ερμήνευσε τα παρακάτω έργα: Ballade αρ. 1 (Le chant du croisé, S170, Ballade αρ. 2, S171, 4 Valses oubliées, S215, Petite valse (Nachspiel zu den drei vergessenen Walzer), S695e, Der Todesengel, S190a,Variationen über das Motiv von Bach, S180, Ουγγρική Ραψωδία αρ. 16, S244, Ουγγρική Ραψωδία αρ. 17, S244, Ουγγρική Ραψωδία αρ. 18, S244, και Ουγγρική Ραψωδία αρ. 19, S244. Ιδιαίτερη όσο και σπάνια στιγμή της βραδιάς υπήρξε η αρχή του δεύτερου μέρους όταν ακούστηκε το μέχρι πολύ πρόσφατα άγνωστο (χαμένο) Andante religioso, S512a, ερμηνευμένο με την απαιτούμενη κατανυκτική διάθεση.
Δύο μέρες αργότερα, στις 20/4, στην αίθουσα συναυλιών του Barbican, ακούσαμε τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Αμερικανού αρχιμουσικού, Jonathan Stockhammer, ο οποίος αντικατέστησε τον Sir Simon Rattle, που ακύρωσε την εμφάνισή του λόγω κορονοϊού. Τρία εμβληματικά έργα του 20ού αιώνα σχημάτισαν το πρόγραμμα. Το σπουδαίο σύνολο και ο ικανότατος μαέστρος ανακάλυψαν κατά το πρώτο μέρος τον σε στιγμές ασυγκράτητο ρυθμικό δυναμισμό και την εντυπωσιακή ενορχήστρωση του τριμερούς έργου Harmonielehre (ελλ. Πραγματεία περί Αρμονίας, ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο θεωρητικό σύγγραμμα του Arnold Schoenberg, 1874-1951) του John Adams (γ. 1947). Στο δεύτερο μέρος, οι ίδιοι συντελεστές εντόπισαν με τέχνη τα λεπτά γαλλικά ηχοχρώματα όπως και τα ισχυρά όσο και γοητευτικά ηχητικά κύματα των τριών συμφωνικών σκίτσων με γενικό τίτλο, La Mer (ελλ. Η Θάλασσα), L. 109, CD. 111, του Claude Debussy (1862-1918), ενώ ολοκλήρωσαν με τη Σουίτα αρ. 2, από το μπαλέτο Daphnis and Chloé (ελλ. Δάφνις και Χλόη) του Maurice Ravel (1875-1937), ερμηνευμένη με την απαιτούμενη μαγευτική, νοσταλγική έμπνευση και εκστατική ερωτικο-βουκολική πνοή. Πόσο ενδελεχώς συντονισμένη υπήρξε και τι ονειρεμένο ήχο που μάς χάρισε η σπουδαία ορχήστρα. Και επιπλέον, πόσο εντυπωσιακή υπήρξε κατά τις τρανές κλιμακώσεις δυναμικής (λ.χ. Lever du jour).
Προχωρώντας, στο Royal Festival Hall, η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τον Vladimir Jurowski, επίτιμο διευθυντή της ορχήστρα και για δεκατέσσερα χρόνια καλλιτεχνικού της διευθυντή (2007-2021), θριάμβευσε σε μεγάλα έργα των Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791) και Richard Strauss (1864-1949): του πρώτου, ακούστηκε η Συμφωνία αρ. 40, KV 550, που ερμηνεύτηκε με κλασική σαφήνεια αλλά και δραματική ένταση, ενώ του δευτέρου, το Συμφωνικό Ποίημα, με τίτλο Don Quixote (ελλ. Δον Κιχώτης), Op. 35, που εξερευνήθηκε με οίστρο, εσωτερική ένταση και έναν πλούσιο ήχο από την πολυμελή, λόγω των αναγκών της παρτιτούρας, ορχήστρας. Τα σολιστικά μέρη του στραουσιανού δημιουργήματος εκτελέστηκαν με δεξιοτεχνικό παλμό και τεχνική βεβαιότητα από τους Richard Waters, βιόλα, και Kristina Blaumane, βιολοντσέλο.
Στην αίθουσα Barbican, στις 23/4, ο Sir Simon Rattle στο τιμόνι της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου, μας πρόσφερε μία εξαιρετικά ολοκληρωμένη και δομημένη ερμηνεία, γεμάτη εκρηκτικές στιγμές, της Συμφωνίας αρ. 7 του Gustav Mahler (1860-1911), της πιο αινιγματικής, μυστηριακής και «ψυχωτικής» παρτιτούρας του συνθέτη, που εντούτοις, βρίσκει χώρο για χιουμοριστικές (και σαρκαστικές) στιγμές στο τελευταίο μέρος της, Rondo Finale. Ο Rattle έχει εδώ και δεκαετίες αποδείξει την αγάπη που τρέφει προς τη μουσική του Mahler και δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία η υψηλή ποιότητα της εκτέλεσής του και το γεγονός ότι ερμήνευσε το έργο από μνήμης, δίχως την παρτιτούρα μπροστά του. Κατά το δεύτερο μέρος της συναυλίας, ο Sir Simon, τούτη φορά επικεφαλής της εκλεκτής χορωδίας BBC Singers, διηύθυνε την ευαίσθητη Καντάτα για διπλή χορωδία a cappella, Figure humaine (ελλ. Ανθρώπινη μορφή), του Francis Poulenc (1899-1963), πάνω σε ποίηση του Paul Éluard. Η καλοδουλεμένη και τόσο εκφραστική πολυφωνική γραφή, όπως και τα νοήματα των στίχων, υπέρ της ελευθερίας και κατά της τυραννίας, αναδείχθηκαν με την κατάλληλη εκφραστική δύναμη. Πριν από το έργο του Poulenc, απευθυνόμενος προς το κοινό, ο αρχιμουσικός διαμαρτυρήθηκε για τις περικοπές των βρετανικών κρατικών επιχορηγήσεων προς τους μουσικούς φορείς, που παραλίγο να διακόψουν τη λειτουργία του εν λόγω χορωδιακού συνόλου, ιδρυμένου πριν από σχεδόν εκατό ολόκληρα χρόνια, το 1924. Το έργο του Poulenc, που ακούστηκε, είχε λάβει την παρθενική του εκτέλεση, στις 25/3/1945, ακριβώς από τους BBC Singers.
Στο Royal Festival Hall, στις 26/4, ο Edward Gardner, που ανήκει στους πλέον χαρισματικούς μαέστρους της εποχής μας, επικεφαλής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου, της οποίας κατέχει τη θέση του κύριου αρχιμουσικού, διηύθυνε με θεατρική διάθεση την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση της δραματικής σκηνής, In spe contra spem, του σύγχρονου Αυστραλού συνθέτη Brett Dean (γ. 1961), που αποτελεί απόσπασμα όπερας η οποία ελπίζουμε μελλοντικά να ολοκληρωθεί. Περιγράφει τη θυελλώδη συνάντηση της Mary Stuart (1542-1587), Βασίλισσας των Σκώτων, με την Ελισάβετ Α΄(1533-1603), βασίλισσα της Αγγλίας (ιστορικές προσωπικότητες, οι οποίες στην πραγματικότητα ουδέποτε αντάμωσαν). Τα φωνητικά μέρη της εν λόγω scena κράτησαν με αξιοσημείωτη επάρκεια οι Emma Bell, υψίφωνος, και Elsa Dreisig, υψίφωνος. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ο Gardner παρέδωσε μία φορτισμένη όσο και ευθύβολη ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 5 του Mahler, φροντίζοντας για τη συνοχή και την εύγλωττη ανάδειξη της συναισθηματικής φόρτισης του έργου. Το διάσημο Adagietto αποδόθηκε με ονειρεμένο και συγκινητικό τρόπο από τα υπέροχα έγχορδα της σπουδαίας αυτής ορχήστρας.
Στην ίδια αίθουσα, στις 29/4, σημειώθηκε ακόμη ένας συναυλιακός θρίαμβος εδώ στο Λονδίνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μόλις είκοσι επτά ετών Φινλανδός Klaus Mäkelä είναι ο σημαντικότερος αρχιμουσικός της γενιάς του. Το πρώτο μέρος της συναυλίας κάλυψε μία μουσικά και εκφραστικά άρτια εκτέλεση του Κοντσέρτου για βιολί αρ. 1 του Shostakovich, με σολίστ τον δεξιοτέχνη Julian Rachlin, του οποίου η ασύλληπτη τεχνική βεβαιότητα και πρωτίστως η μουσική ωριμότητα είχαν πολλά να προσφέρουν στο έργο. Μετά το διάλειμμα, ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 2 (Kenotaph, ελλ. Κενοτάφιο) του σύγχρονου Αυστριακού συνθέτη Thomas Larcher (γ. 1963), ένα έργο αφιερωμένο στη μνήμη των μεταναστών που έχασαν τη ζωή τους στις θάλασσες της μεσογείου. Το εν λόγω έργο, που αρχικά είχε συλληφθεί ως κοντσέρτο για ορχήστρα, διατηρεί τη δομή της παραδοσιακής φόρμας της συμφωνίας, όπως και πολλά στοιχεία που παραπέμπουν σε σαφή τονική γλώσσα και κλασικά στερεότυπα μελωδίας αρμονίας και ρυθμού, που συνυπάρχουν με πρωτοποριακά στοιχεία. Τη συναυλία της έξοχης Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου σφράγισε μία ονειρεμένη και απολύτως συγκινητική ερμηνεία του σπαρακτικού Adagio της ημιτελούς Συμφωνίας αρ. 10 του Mahler. Ο χαρισματικός μαέστρος, περιζήτητος από τις σημαντικότερες ορχήστρες, δεν θα αργήσει να προσθέσει το όνομά του στους μεγάλους μαλερικούς μαέστρους, στους οποίους βεβαίως ανήκε κι ο αξέχαστος συμπατριώτης μας, Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960).
Στο Linbury Theatre, τη μικρότερη αίθουσα της Βασιλικής Όπερας, στις 30/4, εκτιμήσαμε απογευματινή παράσταση της όπερας Arminio, HWV 36, του αθάνατου George Frideric Handel (1685-1759), η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά εδώ, στο Covent Garden, το 1737. Τους απαιτητικούς ρόλους κάλυψε μία ομάδα εξαιρετικών νέων λυρικών τραγουδιστών, αυριανοί αστέρες, οι οποίοι συμμετέχουν στο πλαίσιο του γενναιόδωρου προγράμματος Jette Parker Artists, που υλοποιεί η Βασιλική Όπερα. Οι ωραίες μεγάλες άριες, με τις πολλές δυσπροσπέλαστες κολορατούρες τους, που απαιτούν, εκτός από γνώση του στυλ, άψογη τεχνική, σωστό στήριγμα και έλεγχο αναπνοής, ερμηνεύτηκαν από τους Gabrielė Kupšytė (Arminio), Sarah Dufresne (Tusnelda), Josef Jeongmeen Ahn (Segeste), Michael Gibson (Varo), Isabelle Peters (Sigismondo), Kamilla Dustan (Ramise) και Kamohelo Tsotetsi (Tullio). Το ορχηστρικό σύνολο Early Opera Company, υπό τη διεύθυνση του André Callegaro, πρόσθεσε μία ποιοτική όσο και προσεγμένη συνοδεία. Η σκηνοθεσία της Mathilda du Tillieul McNicol, έφερε την πλοκή κοντά στην εποχή μας, τονίζοντας τα μιλιταριστικά αλλά κυρίως ουμανιστικά της στοιχεία, που υποστηρίζονταν και από τα σκηνικά-κοστούμια της Noemi Daboczi, την κινησιολογία της Sacha Plaige και τον φωτισμό της έμπειρης στον χώρο της όπερας D.M. Wood.
Επιστρέφοντας στο Wigmore Hall, την πρώτη μέρα του Μαΐου (1/5), απολαύσαμε ρεσιτάλ πιάνου αφιερωμένο αποκλειστικά σε έργα του Franz Schubert (1797-1828). Ο έξοχος Άγγλος πιανίστας Paul Lewis, που χρόνια τώρα έχει αγκαλιάσει τη μουσική του μεγάλου Αυστριακού, πρότεινε αισθαντικές, ποιητικές και, όπου χρειαζόταν, δυναμικής έκφρασης ερμηνείες των Σονατών D840 (Reliquie), D664 και D845. Μετά το ορμητικό καταληκτικό μέρος, Rondo-Allegro vivace, της D845, που ολοκληρώνεται με ένα accelerando, ο Lewis επέλεξε, εκτός προγράμματος, να μας αποχαιρετήσει με τη γαλήνιας εκφραστικής ομορφιάς Μουσική Στιγμή (γαλλ. Moment Musical) αρ. 6, D780.
Στη Βασιλική Όπερα, στις 5/5, παρακολουθήσαμε ανέβασμα της όπερας Aida του Giuseppe Verdi (1813-1901), σε σκηνοθεσία του Robert Carsen, σκηνικά της Miriam Buether, κοστούμια της Annemarie Woods, φωτισμούς των Carsen και Peter van Praet, χορογραφία της Rebecca Howell και σχεδιασμός βιντεοπροβολών του Duncan McLean. Η αν μη τι άλλο πρωτότυπη παραγωγή του Carsen μετέφερε την πλοκή στη σύγχρονη εποχή και υπογράμμιζε με έντονο τρόπο το μιλιταριστικό στοιχείο, που εμπνεόταν από την Κίνα, τη Ρωσία, αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξαλείφοντας βεβαίως κάθε αιγυπτιακή αίσθηση.
Η διανομή είχε ανατεθεί σε διαπρεπείς τραγουδιστές, που ικανοποίησαν απολύτως. Η Aida της Angel Blue, o Radames του SeokJong Baek (που αντικατέστησε τον Francesco Meli), ο Amonasro του Ludovic Tézier, o Ramfis του Soloman Howard και ο Βασιλιάς της Αιγύπτου του James Platt ερμηνεύτηκαν με εσωτερική ένταση, φωνές αντοχής και υποκριτική δύναμη. Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν και οι μικρότεροι ρόλοι της Ιέρειας από την Francesca Chiejina και του Αγγελιαφόρου από τον Andrés Presno. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι εντυπωσίασε περισσότερο από όλους τους τραγουδιστές, η αξεπέραστη Elīna Garanča· με σπάνιο φωνητικό-εκφραστικό μεγαλείο και ακλόνητη τεχνική, πρότεινε μία Amneris συγκλονιστικής ισχύος. Η Ορχήστρα και η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας απέδωσε θαυμάσια υπό τη προσεγμένη και λεπτοδουλεμένη διεύθυνση του έμπειρου στον χώρο της όπερας Sir Mark Elder.
Στο Wigmore Hall, στις 6/5, οι δύο λαμπροί πιανίστες, Igor Levit και Alexei Volodin, έπαιξαν με ιδιαίτερη μουσικότητα, φαντασία, έξοχα ηχοχρώματα και υψηλή τεχνική, ένα ονειρεμένο πρόγραμμα έργων για ένα και δυο πιάνα, μεγάλων συνθετών, διαφορετικών εποχών: Allegretto in C minor, D915, του Schubert, Arabeske, Op. 18, του Robert Schumann (1810-1856), Σονάτα για δύο πιάνα, K448, του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), En blanc et noir του Claude Debussy (1862-1918) και Σουίτα αρ. 1, Op. 5, Fantaisie–tableaux, του Sergey Rachmaninov (1873-1943).
Τέλος, στο Wigmore Hall, στις 7/5, απολαύσαμε ένα συναρπαστικό (ναι, αυτή είναι η λέξη!) ρεσιτάλ του μόλις τριάντα ετών λαμπρού Βρετανού δεξιοτέχνη πιανίστα Benjamin Grosvenor, ο οποίος έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό όταν σε ηλικία έντεκα ετών, το 2004, κέρδισε τον διαγωνισμό BBC Young Musician of the Year, στην κατηγορία του πιάνου. Τεράστιος ήχος, μεγάλο εύρος δυναμικής και όντως ανεξάντλητα εκφραστικά και τεχνικά μέσα, που θύμιζαν άλλες εποχές. Στο θηριώδες πρόγραμμα, τέσσερα από τα μουσικά και τεχνικά απαιτητικότερα έργα πλήρους της πιανιστικής φιλολογίας: Chaconne από την Παρτίτα αρ. 2 για σόλο βιολί, BWV1004, του Johann Sebastian Bach (1685-1750) σε διασκευή του Ferruccio Busoni (1866-1924), Φαντασία Op. 17 του Schumann, Le tombeau de Couperin (ελλ. Ο Τάφος του Couperin) του Maurice Ravel (1875-1937) και Σονάτα για πιάνο αρ. 7, Op. 83 του Sergei Prokofiev (1891-1953).