Στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στο Φάληρο, παρουσιάστηκε η μονόπρακτη οπερέτα με τίτλο «Η πριγκίπισσα της Σάσσωνος» (1915), του Σπυρίδωνα Σαμάρα. Είναι η δεύτερη από τις τρεις οπερέτες του συνθέτη, ενός από τους σημαντικότερους της Επτανησιακής Σχολής.
Ή οπερέτα είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στις 21 Ιανουαρίου 1915, στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, που δεν υπάρχει πλέον στην πλατεία Κοτζιά, και το 1957 στο θέατρο Park της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Την πρεμιέρα του έργου διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης.
Η περίοδος που αναφέρεται στην οπερέτα είναι πολιτικά ασταθής λόγω των απελευθερωτικών κινημάτων και της αναπτυσσόμενης νέας κοινωνικής τάξης και πολιτικής που αλλάζει, ψάχνει ρόλους και σπάει τους κοινωνικούς φραγμούς. Αυτό έδωσε πιθανώς το έναυσμα για τη συγγραφή του έργου από τον Πολύβιο Δημητρακοπούλο και το Νικόλαο Λάσκαρη και που μελοποιήθηκε από τον Σαμάρα.
Όλα εξελίσσονται σε ένα νησάκι στα στενά του Οτράντο τη νήσο Σάσσων, η οποία τελικά παραχωρήθηκε στην Αλβανία το 1914 ενώ ανήκε μέχρι τότε στην Ελλάδα από την συνθήκη του Λονδίνου του 1864.
Το story του λιμπρέτου περιγράφει πως το νησάκι αγοράστηκε από μία πλούσια αμερικανίδα με σκοπό την μετατροπή του σε έναν επίγειο παράδεισο, πριγκιπάτο της, πράγμα όμως που δε συνέβη λόγω της αυλικής παρακάμαρας και των ερωτικών διαθέσεων της πριγκίπισσας. Την κατάσταση άλλαξε άρδην η άφιξη δύο Ελλήνων οπλαρχηγών οι οποίοι έρχονται να ειδοποιήσουν για επικείμενη εισβολή Αλβανών και κατορθώνουν επίσης όχι μόνο να αποκρούσουν την επίθεση αλλά να κατακτήσουν ερωτικά την πριγκίπισσα και την ακόλουθό της.
Η ελληνική οπερέτα εξελίχθηκε στις αρχές του 1900 σαν εξέλιξη του κωμειδυλλίου (Γκόλφω, Αγαπητικός της βοσκοπούλας) έχοντας έναυσμα την ανάπτυξη του είδους στη Γαλλία και την Γερμανία. Το γεγονός βρήκε υποστηρικτές τον θιασάρχη Ιωάννη Παπαϊωάννου (1875-1931) με χρηματοδότη τον δερματέμπορο εκ Πάτρας Φώτη Σαμαρτζή, οι οποίοι μετά το ανέβασμα οπερετών γαλλικής και αυστριακής έμπνευσης, δεν δίστασαν ν΄ ανεβάσουν την πρώτη ελληνική, το «Σία κι αράξαμε» του Θεοφ. Σακελλαρίδη (8 Μαΐου 1909) στο θέατρο «Συντάγματος». Το είδος κέρδισε αμέσως την αγάπη του κοινού, λόγω του εύθυμου περιεχομένου και της ωραίας κι ευχάριστης μουσικής. Τον δρόμο του Θ. Σακελλαρίδη ακολούθησαν με άλλη άλλοτε επιτυχία ο Διονύσης Λαυράγκας, ο Σπ. Σαμάρας, ο Νίκος Χατζηαποστόλου, Γιάννης Κομνηνός (Κική Κοκό), Χρ. Χαιρόπουλος (Γυναίκες, γυναίκες) κ.α. Μεταξύ των ετών 1900-1940 ανέβηκαν περίπου 1000 οπερέτες! Το είδος αρχίζει να φθίνει και στην Ευρώπη και σβήνει την δεκαετία του 1930. Στη δεκαετία 1950-1960 αρχίζουν να γίνονται οι πρώτες ηχογραφήσεις από την ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). Από τους λυρικούς τραγουδιστές που διέπρεψαν, οι παλαιότεροι θα ενθυμούνται σίγουρα τον εξαιρετικό τενόρο Πέτρο Επιτροπάκη, την Ανθή Ζαχαράτου και τις αδελφές Καλουτά.
Η παράσταση έτυχε της πολύ καλής σκηνοθετικής ματιάς του Βίκτωρα Αρδίτη που μετέφερε τα δρώμενα κοντά στο κοινό σε ένα ευχάριστο περιβάλλον με φυτά και διάκοσμο που παρέπεμπαν σε παλάτια και χώρους συνάθροισης. Η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Μιχάλη Παπαπέτρου, αφανής αλλά παρούσα πίσω από τα δρώμενα, υπεστήριξε αξιοπρεπώς την μουσική του Σαμάρα, ο οποίος έχει συνθέσει ως γνωστόν και τον Ολυμπιακό Ύμνο το 1896 στην πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα της Αθήνας σε στίχους του Κωστή Παλαμά. Η μουσική του Σαμάρα είναι επηρεασμένη από την βεριστική ιταλική μουσική της εποχής ακούγεται μεν ευχάριστα αλλά δεν αφήνει κάποια μουσική ανάμνηση που να σιγοψιθυρίζει ο ακροατής βγαίνοντας από το θέατρο, όπως συμβαίνει στις οπερέτες του Σακελλαρίδη και του Χατζηαποστόλου. Η παράσταση όμως είχε χάρη, αρμονία και αλαφράδα με τα βάλς και τα τανγκό που τραγουδούσαν και χόρευαν με άνεση οι τραγουδιστές και ίσως ανάμεσα στις μουσικές φράσεις να παραμένει και η ανάμνηση ενός βαλς με μουσικές έντονες καταλήξεις, που μας άφησε το στίγμα του.
Οι εκτελεστές του έργου, οι δύο υψίφωνοι κυρίες Άννα Στυλιανάκη και Χρύσα Μαλλιαμάνη, η καθεμία με διαφορετική σκηνική παρουσία αλλά σωστές φωνές, συνδυάστηκαν επιτυχώς και στα δικά τους duetti και σ΄αυτά με τους τενόρους (ευτυχώς η λυρική αρχίζει να έχει και τενόρους) όπως τον Χρήστο Κεχρή που ανέβηκε αρκετά ψηλά και εύκολα τις ψηλές μουσικές σκάλες χωρίς να πιεστεί και τους βαρύτονους Νίκο Κτενίδη και Νίκο Καραγκιαούρη. Ο Δημήτρης Σιγαλός με την εμπειρία του και την ιδιαίτερη τεχνική του έδωσε μπρίο στην παράσταση. Ο μαέστρος Μιχάλης Παπαπέτρου έδειξε πίσω από το διάφανο παραβάν με εύστοχες παρεμβάσεις ότι ήλεγχε απολύτως την ορχήστρα του στις κρίσιμες στιγμές. Η ολιγομελής χορωδία είχε σωστή μουσική έκφραση και τονική ακρίβεια, ενώ ενδυματολογικά η όλη παράσταση είχε αρμονία. Ήταν μια πολύ ευχάριστη βραδιά!